Μία συζήτηση για τον δημόσιο χώρο με τον αρχιτέκτονα, ακτιβιστή και καθηγητή της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου. Από την Χαρίκλεια Χάρη
Ο Σταύρος Σταυρίδης διδάσκει σχεδιασμό κοινωνικής κατοικίας και, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, ένα μάθημα για το κοινωνικό νόημα και τις σηματοδοτήσεις της μητροπολιτικής εμπειρίας. Οι δημοσιεύσεις του περιλαμβάνουν έργα θεωρίας του χώρου όπως: Η συμβολική σχέση με το χώρο (1990), Διαφήμιση και το νόημα του χώρου (1996), Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή (2002), Μετέωροι χώροι της ετερότητας (2010) και Towards the city of thresholds (Προς την πόλη των κατωφλιών) (2010). Στο βιβλίο του «Κοινός Χώρος. Η Πόλη ως Τόπος των Κοινών» (2018) διερευνά τις δημιουργικές εναλλακτικές που εκτείνονται πέρα από τις σύγχρονες μορφές κυριαρχίας στις σημερινές πόλεις. Εστιάζει στο μοίρασμα (commoning) και μελετά το νόημα και την παραγωγή χώρων του μοιράσματος στα συμφραζόμενα του σημερινού αστικοποιημένου κόσμου.
Στο βιβλίο «Κοινός Χώρος» περιγράφεις τον χώρο ως «μια ενεργό μορφή κοινωνικών σχέσεων, μία συγκροτητική διάσταση των κοινωνικών σχέσεων, και μαζί ένα σύνολο σχέσεων», κάνοντας τη διάκριση του δημόσιου χώρου από τον κοινό χώρο. Τι είναι ο κοινός χώρος; Ποια είναι αυτή η διάκριση;
Κατ’ αρχάς, η προσπάθειά μου είναι να παρέμβω στη συζήτηση για τον δημόσιο χώρο, εισάγοντας μια καινούργια διάσταση, αυτή που ξεχωρίζει την ιστορία του δημόσιου χώρου από την ιστορία μιας κατηγορίας χώρων που θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε κοινούς. Ας πούμε ότι αρκούμαστε στην ιστορία της σύγχρονης κοινωνίας που προέκυψε από τη βιομηχανική επανάσταση: η ιστορία του δημόσιου χώρου και τότε, αλλά και πριν, ήταν ιστορία ιδιαίτερων μορφών εξουσίας και διοίκησης, οι οποίες επιχειρούσαν να συγκροτήσουν έναν χώρο εντός του οποίου όφειλαν να συμπεριφέρονται με ορισμένους τρόπους οι υπήκοοι. Ο δημόσιος χώρος ήταν κατά κάποιον τρόπο η αντανάκλαση μιας ορισμένης γεωμετρίας σχέσεων δύναμης και εξουσίας. Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ο κοινός χώρος προκύπτει από τους ίδιους που τον χρησιμοποιούν, από τις ανάγκες και τα όνειρά τους και, επομένως, είναι σε μία διαρκή ανάπτυξη που ορίζει νέες μορφές σχέσης, νέες μορφές συγκρότησης του κοινωνικού δεσμού. Ο δημόσιος χώρος, ως αντανάκλαση και ταυτόχρονα διαμορφωτική συνθήκη των σχέσεων ισχύος που εκπροσωπεί, πάντα είχε τους κατοίκους εν πολλοίς προσκεκλημένους της εξουσίας που τον παρήγαγε. Ήταν όλες οι μορφές εξουσίες που παρήγαγαν δημόσιο χώρο ίδιες; Σίγουρα όχι. Δεν μπορούμε να βάλουμε στον ίδιο παρονομαστή τον χώρο των δημοκρατικών πόλεων της Ιταλίας του 13ου αιώνα, όπου ο δημόσιος χώρος ήταν ανοιχτός στη συμμετοχή όλων, υπό τους όρους μίας «δημοκρατικής» διοίκησης. Χαρακτηριστική περίπτωση η περίφημη κεντρική πλατεία της Σιένα: αμφιθεατρική και προσανατολισμένη στο δημαρχείο, που ήταν η έδρα μιας ισχυρής εξουσίας σε μεγάλο βαθμό εκλεγμένης από τον κόσμο, με τη συμμετοχή των επιμέρους τμημάτων της κοινωνίας της πόλης. Δεν μπορούμε να εξισώσουμε αυτόν τον χώρο με τον χώρο που σχεδίαζε το καθεστώς του Χίτλερ ή του Μουσολίνι, για να εξυμνήσει τη δύναμη μιας κεντρικής εξουσίας απολύτως συγκεντρωτικής: οι μνημειακές διατάξεις, οι άξονες, τα τεράστια μεγέθη ήταν τρόποι ο δημόσιος χώρος να καλεί μεν σε συμμετοχή, αλλά υπό τους όρους της απόλυτης υπακοής στον ηγεμόνα. Η ιστορία του δημόσιου χώρου είναι μία ιστορία με πολλές εκφάνσεις και έναν κοινό παρανομαστή, το ότι παράγεται, αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή την έκφραση, «από τα πάνω», από κάποια εξουσία που υπαγορεύει τους όρους της χρήσης του, στους υπηκόους. Κρατώ την έννοια του κοινού χώρου ως ενός χώρου ο οποίος προκύπτει πράγματι μέσα από τις δράσεις εκείνων που θέλουν από κοινού να προσδιορίζουν τη χρήση του.
Ποιο θα ήταν ένα αντίστοιχο εγχώριο παράδειγμα;
Το Σύνταγμα. Είναι μία συγκεκριμένη δομή δημόσιου χώρου, με το παλάτι στην κορυφή του μνημειακού άξονα της αγοράς της πόλης. Η διάταξη αυτή εξυμνεί ως κέντρο αναφοράς το κέντρο της εξουσίας. Ο χώρος υποδέχτηκε μία μεγάλη διαμαρτυρία όταν οι κάτοικοι της πόλης απαίτησαν σύνταγμα από τον βασιλιά, εξ ου και «πλατεία Συντάγματος». Απέναντι σε αυτή την αναμφισβήτητη υπεροχή του, έχουμε τη συγκέντρωση ενός κόσμου ο οποίος ζητάει κάποιου είδους δημοκρατία. Κάνοντας ένα τεράστιο άλμα από το χθες στο σήμερα, έχουμε το 2011 την κατειλημμένη πλατεία Συντάγματος, με δομές επανοικειοποίησης του χώρου που παράγουν σχέσεις, τρόπους διαχείρισης και τρόπους βίωσης της δημοκρατίας. «Άμεση δημοκρατία» ήταν το σύνθημα: πώς μπορεί να γίνει αυτό, τι συνέπειες έχει στον χώρο, πώς βρίσκει ο καθένας τη θέση του, πώς μαζεύονται τα σκουπίδια, αυτά είναι αιτήματα δημοκρατίας, όχι απλώς διαχείρισης: «Ποιος κάνει τι, για ποιον, και με ποιους όρους». Νομίζω ότι μπορούμε να εντοπίσουμε σε υπάρχοντες δημόσιους χώρους εκφάνσεις ενός χώρου κοινού, που γεννιέται από τα κάτω, από τους ανθρώπους που τον πλάθουν μέσα από σχέσεις συμμετοχής και αλληλοϋποστήριξης. Προσπαθώ με βάση αυτό το σχήμα να αποτιμήσω σύγχρονες μορφές διεκδίκησης, που επιχειρούν να επαναορίσουν εν τέλει μέσω αυτών των πρακτικών την ίδια την πόλη, το ποιος μπορεί να είναι στην πόλη, το ποιανού ο λόγος μετρά για να φτιαχτεί η πόλη.
Τι ρόλο είχε ο δημόσιος χώρος την εποχή του Covid-19;
Αναπτύχθηκαν υπόγειες φωνές αλληλεγγύης. Έχω συγκεντρώσει παραδείγματα από διάφορα μέρη του κόσμου, που δείχνουν ότι ο κόσμος και στις πιο δύσκολες περιόδους επινοεί, παρακάμπτοντας τις δυσκολίες και τους περιορισμούς, για να συγκροτεί και να κρατάει ενεργό έναν κοινωνικό ιστό αλληλοστήριξης. Όλα αυτά συγκροτούν ένα δίκτυο από πρακτικές, ετερόκλητες μεν, αλλά που δείχνουν ότι ο κόσμος μπορεί να αντισταθεί σε μία ισοπεδωτική και κρατικο-κεντρική διαχείριση της πανδημίας, που είναι ανισότιμη, γεμάτη διακρίσεις και δεν προστατεύει τους πιο ευάλωτους παρά το ότι το διακηρύσσει. Δαιμονοποιήθηκαν κατηγορίες πολιτών που έτσι και αλλιώς ήταν στο στόχαστρο σε κάποιες περιοχές ή σε κάποιες χώρες (όπως οι μετανάστες, οι νέοι, οι άνεργοι), ενώ ταυτόχρονα, υπήρξε μια ισχυρή διαφοροποίηση ανάμεσα στις πολιτικές που ακολουθήθηκαν. Στις χώρες του απόλυτου ελέγχου και του σκληρού lockdown, οι πιο ευάλωτοι δεν ήταν καθόλου οι πιο προστατευόμενοι. Και στις πιο προηγμένες χώρες της Δύσης τα γηροκομεία έγιναν εκατόμβες, ενώ οι εργαζόμενοι σε άθλιες συνθήκες ήταν και αυτοί που προσβλήθηκαν περισσότερο (στις φάμπρικες π.χ. της βόρειας Ιταλίας). Και ας μην ξεχνάμε το βωβό δράμα ανθρώπων που απασχολούνται σε άτυπες μορφές εργασίας καθώς και των φυλακισμένων ή των κατοίκων των προσφυγικών στρατοπέδων. Όλα αυτά δείχνουν την ανισότητα και την ανισομέρεια των μέτρων. Από την άλλη, στις χώρες όπου ο αυταρχισμός συνδυάζεται με μια πλήρη αδιαφορία για την τύχη της πλειοψηφίας του πληθυσμού (π.χ. στη Βραζιλία, το Μεξικό και την Ινδία), αναπτύχθηκαν πολύ ενδιαφέροντα παραδείγματα αυτοοργάνωσης και διεκδίκησης της αυτοπροστασίας, που ήδη γεννάνε νέες κοινωνικές δομές, νέες συνθήκες κατοίκησης της πόλης και οικειοποίησης των όρων της ζωής τους από εκείνους και εκείνες που οι κυρίαρχοι θεωρούν αναλώσιμους.
Ποιος ο ρόλος των πλατειών;
Κατοικώ κοντά σε μία από τις «στιγματισμένες» πλατείες, την πλατεία Βαρνάβα, και έχω εμπειρία της έκρηξης που δημιουργήθηκε. Μία έκρηξη που προέκυψε από την ανάγκη να συναντηθούμε ξανά, να βρεθούμε ξανά, να ζήσουμε ξανά. Η έκρηξη στις πλατείες είχε λόγους, και οι περισσότεροι από αυτούς ήταν πράγματι ισχυροί και σεβαστοί. Δημιούργησε μία αίσθηση συμμετοχής και χρήσης του δημόσιου χώρου, που ήταν άγνωστη. Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών της Αθήνας ήξερε να ζει τον δημόσιο χώρο πληρώνοντας, είτε στην καφετέρια, είτε στο εστιατόριο, είτε και στα ομοιώματα του δημόσιου χώρου, στα malls κ.λπ. Τώρα, αυτή την περίοδο, και ιδιαίτερα –αλλά όχι μόνο– όταν ακόμα τα μαγαζιά ήταν κλειστά, ο κόσμος σαν να ξαναμάθαινε την πόλη του: μάθαινε τα σημεία στα οποία μπορεί να τη χαρεί, ακόμα και στις άχαρες αυτές πλατείες των περισσότερων συνοικιών της Αθήνας. Η Αθήνα δεν είναι μία πόλη που μπορεί να καμαρώνει για τις πλατείες της, και μιλάω όχι για τις μνημειακές πλατείες, αλλά για τις πλατείες της καθημερινότητάς μας. Απέναντι βέβαια σε αυτή την πολυεπίπεδη παραγωγή χώρων του κοινού, κοινών χώρων, βρίσκονται πρακτικές εγωιστικής και επεκτατικής οικειοποίησης που αναπαράγουν τη λογική του καταναλωτικού ατομικισμού και της υπόγειας εμπορευματοποίησης.
Με ποιον τρόπο εντάσσεται η τέχνη στον δημόσιο χώρο σήμερα;
Νομίζω ότι είναι μια ενδιαφέρουσα περίοδος αναζήτησης στον χώρο των τεχνών, που καταρχήν έχουν αναθεωρήσει τον τρόπο που επικοινωνούν με τους αποδέκτες τους: η μουσική μέσα από τις μεγάλες αλλά και άτυπες διοργανώσεις, η τέχνη του δρόμου που ζωγραφίζει έστω και με ένα προσωρινό τρόπο την πόλη, τα δρώμενα που πολλές φορές είναι μέρος μιας κοινωνικής, πολιτισμικής και πολιτικής κριτικής. Έχουμε μορφές τέχνης που συνυφαίνονται με την ίδια την εμπειρία της πόλης, σαν να αναβλύζουν από την εμπειρία της πόλης και να επιστρέφουν στην εμπειρία της πόλης. Αν είναι έτσι, αν η διάγνωση αυτή είναι σωστή, τότε όχι απλώς χρειαζόμαστε την τέχνη, αλλά η τέχνη είναι ένας από τους διαμορφωτικούς παράγοντες της επαναοικειοποίησης του δημόσιου χώρου, της παραγωγής του κοινού χώρου. Και νομίζω ότι αυτό είναι κι ένα κρίσιμο κεφάλαιο, στη σημερινή κατάσταση, Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές από τις πρακτικές που αναφέρθηκαν πριν ως πρακτικές είτε οικειοποίησης, είτε αντίστασης στην απομόνωση και στην επιβεβλημένη αποστασιοποίηση της περιόδου της πανδημίας πήραν χαρακτήρα καλλιτεχνικών δράσεων. Ακόμα και μέσω του διαδικτύου αναζητήθηκε η ανασύσταση της επικοινωνίας των ανθρώπων μέσα από καλλιτεχνικές παραστάσεις και μουσικά δρώμενα τα οποία επιχειρούσαν να ξανααπευθυνθούν σε έναν κόσμο που είχε βρεθεί απομονωμένος, και ενδεχομένως εκτεθειμένος στην απίστευτη πολιτιστική παραγωγή που χαρακτηρίζει την τηλεόραση, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά δυστυχώς διεθνώς. Υπήρξαν ενδιαφέρουσες πρωτοβουλίες από τον χώρο των καλλιτεχνών που με συγκίνησαν, όπως η κατάληψη των θεάτρων στη Γαλλία, αλλά και στην Ελλάδα. Στην Αθήνα είχαμε κάποιες εκδηλώσεις, ενδεικτικές της στάσης που θεωρεί ότι η τέχνη δεν μπορεί να συμβαίνει εξ αποστάσεως, να είναι μόνο ένα αντικείμενο προσωπικής απόλαυσης (όπως όταν ακούω έναν δίσκο ή βλέπω ένα έργο στην τηλεόραση). Η τέχνη χρειάζεται τους χώρους της κοινωνικοποίησής της. Χρειάζεται την πόλη όχι μόνο ως δοχείο της, αλλά και ως πεδίο ανάπτυξης, διεύρυνσης, ανακάλυψης, διάδοσης και παραγωγής, τελικά. Όλες αυτές οι κινήσεις την περίοδο της πανδημίας και οι ευφάνταστες μορφές δρώμενων, ήταν εκδηλώσεις μιας βαθιά κοινωνικής τέχνης, Δεν είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι υπάρχει ένα σαφές όριο ανάμεσα στην υψηλή και τη χαμηλή τέχνη, στη στρατευμένη και την αδιάφορη τέχνη. Υπάρχουν πολύ διαφορετικές μεταξύ τους προσπάθειες, που αξίζει να τις διερευνήσουμε και να τις κάνουμε ευκαιρίες για τον καθέναν. Γιατί νομίζω ότι οποιοσδήποτε και οποιαδήποτε βρεθεί σε κατάλληλες συνθήκες, μπορεί να δημιουργήσει ενδιαφέροντα πράγματα που να τα ονομάσουμε τέχνη, Επομένως η τέχνη την περίοδο αυτή, η τέχνη στον δημόσιο χώρο, δεν είναι απλώς ένα συμπλήρωμα της προσπάθειάς μας να ανακτήσουμε το δικαίωμα στην πόλη, είναι θεμελιώδες συστατικό αυτής της προσπάθειας.
Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο τεύχος 1 της Art Newspaper Greece