Η εικαστικός εντοπίζει δυναμικές και επισημαίνει παθογένειες στο υπόβαθρο της σύγχρονης τέχνης
Η Λυδία Δαμπασίνα της οποίας η δουλειά καταπιάνεται τα τελευταία δεκάξι χρόνια «με την παγκόσμια οικονομική κρίση και την συγκέντρωση του ήμισυ του παγκόσμιου πλούτου στο 1% του πληθυσμού, συγκέντρωση άρρητα συνδεδεμένη με την περιβαλλοντολογική καταστροφή του πλανήτη» εξηγεί ότι «η αποψίλωση του Αμαζονίου, οι πυρκαγιές των δασών, η κλιματική υπερθέρμανση, τα φυτοφάρμακα, η λειψυδρία, οι σκουπιδότοποι, η ενεργειακή κρίση όλα καθόλου ανεξάρτητα και με τη σημερινή πανδημία της Covid-19, είναι η οδυνηρή πραγματικότητα με την οποία ασχολούνται πολλοί καλλιτέχνες». Πιστεύει ότι το “κέντρο”, οι συλλέκτες με τη συλλογή τους και τις συνεργαζόμενες γκαλερί κατευθύνουν τις κυρίαρχες τάσεις . «Τώρα το κέντρο αποφάσισε να ασχοληθεί ενεργά με την αφρικανική τέχνη και λογοτεχνία – και αυτό φάνηκε και από τα βραβεία Nobel, Booker και Goncourt – αλλά η επιτυχία του καλλιτέχνη έχει ένα τίμημα, μας υπενθυμίζει αναφερόμενη στη δημοσίευση του Mediapart, 25/12/21)…“για να γίνει αποδεκτός και αναγνωρισμένος, πρέπει το έργο του να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του κυρίαρχου”.» Παρατηρεί, επίσης, τον κίνδυνο “οικειοποίησης” των έργων των αφρικανών καλλιτεχνών από τους δυτικούς καλλιτέχνες και επιμελητές.
Αλλάζει όμως ο ρόλος του καλλιτέχνη και ο τρόπος που λειτουργεί με την κοινότητα; Ο σύγχρονος καλλιτέχνης έχει μεγαλύτερες δυνατότητες να γίνει “ορατός“ και να εκθέσει τη δουλειά του;
«Πιστεύω πολύ στους εναλλακτικούς χώρους και στη δυναμική τους. Ο καλλιτέχνης γίνεται εν μέρει ανεξάρτητος. “Ορατός“ γίνεται ευρύτερα, όταν το “κέντρο” τον “βλέπει”, όταν είναι εκεί με ένα έργο, μ ’ έναν χαρακτήρα, στο σωστό “timing”, με τις σωστές συστάσεις. Θεωρώ, όμως, πάντα ότι αν έχεις το κέντρο εντός σου, γίνεσαι πρωτοπόρος, όσο ρομαντικό και εκτός αγοράς και εάν ακούγεται αυτό . Αρκετοί είναι οι επιμελητές που έχουν την ευαισθησία να δουν ένα έργο, όμως συχνά σέβονται και κατανοούν μόνο ότι ήδη γνωρίζουν. Οι καλλιτέχνες χρειάζονται τον κριτικό λόγο της εποχής τους που τοποθετεί το έργο τους ιστορικά και αναλύει τις σχέσεις του με το σύγχρονο γίγνεσθαι, και λιγότερο με το “story telling” που εκβιάζει ένα “καινούριο concept” και που πλέον έχει γίνει επιμελητική τάση.»
Οι δυναμικές χρειάζονται και υποδομή. Η σύμπραξη του δημόσιου και του ιδιωτικού στην Ελλάδα ειδικά τελευταία είναι μία ισχυρή κατεύθυνση;
«Με τη βοήθεια κυρίως του Υπουργείου Πολιτισμού, του ΝΕΟΝ, του Ωνάσειου, του Νιάρχου, και λίγων άλλων οργανώνονται σημαντικές εκθέσεις ανά την Ελλάδα. Η πολιτεία, όμως, δεν πρέπει να αφήσει τον ιδιωτικό τομέα να την υποκαταστήσει. Ο κίνδυνος για τον καλλιτέχνη, όταν όλα εκπορεύονται συγκεντρωτικά, από ένα δύο ιδιωτικά κέντρα, που ελέγχουν και ρυθμίζουν την τοπική αγορά, είναι ότι μπορεί να μείνει εκτός “παιγνιδιού”.»
Οι δυναμικές προϋποθέτουν και πολιτιστική πολιτική και εδώ το κομμάτι της νομικής προστασίας είναι, σύμφωνα με την Λυδία Δαμπασίνα, εξαιρετικά προβληματικό. «Ο καλλιτέχνης π.χ. για να υποβάλλει αίτηση επιχορήγησης πρέπει να ιδρύσει μια εταιρεία, ενώ στη Γαλλία ένα φυσικό πρόσωπο (ο καλλιτέχνης) μπορεί να είναι ο αποδέκτης της επιχορήγησης/επιδότησης. Στη Γαλλία επίσης, το υπουργείο έχει θεσπίσει από το 2019 μία ελάχιστη κλίμακα των 1.000 ευρώ ως αμοιβή στους καλλιτέχνες των οποίων τα έργα παρουσιάζονται δημόσια. Αυτό αποτελεί μία σημαντική κίνηση συμβολικά.»
«Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι η σύνθεση των επιτροπών, δεξαμενή των ίδιων κέντρων που ανακυκλώνεται σε βαθμό που να γνωρίζουμε όλοι κάθε φορά ποιος θα εκλεγεί. Δεν πρέπει να επιλέγονται εκλέκτορες με αλληλεξαρτούμενες επαγγελματικές σχέσεις» λέει η Λυδία Δαμπασίνα. Αναφερόμενη δε στην πεπαλαιωμένη διάρθρωση της ΑΣΚΤ που στη σημερινή εποχή αφού πετύχει κανείς με ένα συγκεκριμένο σχέδιο στις εισαγωγικές, έχει ακόμα ως κύριους τομείς μόνο τη Ζωγραφική, Γλυπτική και Χαρακτική.