Ιωάννα Βασδέκη, Athens thy light (2022) © Ιωάννα Βασδέκη

Η Αθήνα στον «χάρτη»

Η Κατερίνα Γρέγου και ο Adam Szymczyk μοιράζονται τις απόψεις τους για τον αντίκτυπο της Αθήνας στο διεθνές εικαστικό προσκήνιο.

Μπορεί η Αθήνα να αποτελέσει τόπο αναφοράς για τη σύγχρονη τέχνη; Το ερώτημα δεν είναι καινούργιο, καθώς η εξωστρέφεια της ελληνικής σύγχρονης τέχνης και η παρουσία της Αθήνας στον διεθνή εικαστικό χάρτη αποτελούν για πολλά χρόνια αναζητήσεις της τοπικής σκηνής. Στην πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, αυτές οι αναζητήσεις εκδηλώθηκαν με περισσότερο αισιόδοξο πρόσημο, στο πλαίσιο της ευρύτερης συζήτησης για την παγκοσμιοποίηση. Ακολούθως, στις δυσκολίες της Ελλάδας της κρίσης θεωρήθηκαν ευκαιρία ανάκαμψης, την ώρα που το βλέμμα πολλών στρεφόταν προς εμάς. Τώρα, το ερώτημα επανέρχεται γύρω από ένα νέο momentum που ενθαρρύνει την πιθανότητα η Αθήνα να διεκδικήσει μία περισσότερο προβεβλημένη θέση. Η καλλιτεχνική διευθύντρια του ΕΜΣΤ Κατερίνα Γρέγου σημειώνει σχετικά: «Το πιο σημαντικό είναι η παρουσία και η ενέργεια ενός αυξανόμενου αριθμού νέων δημιουργικών ανθρώπων, καταρτισμένων στον τομέα τους, που αποφάσισε να μη φύγει από τη χώρα τα χρόνια της κρίσης αλλά να συνεισφέρει, καθώς και αυτών που γύρισαν από το εξωτερικό φέρνοντας πολύτιμες γνώσεις και εμπειρίες. Αυτό το δημιουργικό “κεφάλαιο” πρέπει πρωτίστως να υποστηριχθεί και να προωθηθεί, για να διατηρηθεί το ενδιαφέρον για την πόλη μας, και μετά έρχονται όλα τα υπόλοιπα. Ακόμα, η Αθήνα είναι πολύ πιο πολυπολιτισμική από ό,τι παλιότερα, και αυτές οι κοινότητες ανθρώπων συμβάλλουν με τις δικές τους κουλτούρες και επιρροές στη νέα δημιουργική ενέργεια της πόλης».

 

H διαφορετικότητα της Αθήνας την βάζει στον «χάρτη»

Η εκκίνηση αυτής της διαφορετικής εικόνας για την Αθήνα βρίσκεται μέσα στην τελευταία δεκαετία, με πολλές δραστηριότητες να την επανατοποθετούν από τόπο αναταραχής σε προορισμό μίας «εναλλακτικής» πολιτιστικής και τουριστικής εμπειρίας, δίχως να λείπουν οι δύσκολες συνθήκες. Η ελληνική πρωτεύουσα περιγράφηκε ως το «νέο Βερολίνο», σύγκριση που ήθελε να φωτίσει μία ενδεχομένως παρόμοια ατμόσφαιρα μεταξύ των δύο πόλεων, δεν υποστηριζόταν όμως όταν παραλληλίζονταν οι υποδομές, τα δίκτυα μουσείων, γκαλερί και ανεξάρτητων χώρων, αλλά και η θεσμική υποστήριξη που διαθέτουν. Θα θέλαμε, όμως, να γίνουμε «νέο Βερολίνο»; «Αν σκεφτεί κανείς τον βαθμό αστικού εξευγενισμού που υπέστη, το Βερολίνο έχασε το πλεονέκτημα της “τραχύτητας” που το έκανε τόσο μοναδικό και γοητευτικό», σημειώνει η κα Γρέγου. «Αιχμή της Αθήνας είναι οι δυτικές αστικές αλλά και ανατολικές παραδοσιακές επιρροές της. Πρέπει να συμφιλιωθούμε με τα πολλά προτερήματα και τα ελαττώματά της και να διατηρήσουμε τα πράγματα που την κάνουν αυτό που είναι: τα μικρά εξειδικευμένα καταστήματα στο κέντρο, τις γειτονιές με τις μικρές πλατείες και τα καφέ τους, το αίσθημα της κοινότητας που υπάρχει σε τόσες πολλές περιοχές της Αθήνας που έχουν ξεφύγει από την κακογουστιά των εργολάβων, τη ζωή στον δρόμο, τον αστικό αυτοσχεδιασμό, ακόμα και τα ίχνη της παρακμής και της φθοράς».

 

Ένας άλλος κοσμοπολιτισμός

 Ως προς τις πόλεις που έχουν κατορθώσει να «εξάγουν» πολιτιστικό προϊόν, η ίδια αναφέρει ως πρότυπο «αυτές που έχουν όραμα, σχέδιο και επενδύουν κυρίως οικονομικά στους καλλιτέχνες τους, δίχως να εξαγοράζουν τον πολιτισμό, όπως π.χ. τα Εμιράτα. Το επιθυμητό μοντέλο οργάνωσης δεν αφορά τη μίμηση των άλλων, αλλά μία συγκροτημένη μακροπρόθεσμη, βιώσιμη στρατηγική προώθησης, πρακτικά και οικονομικά, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά». Ειδικά η Αθήνα, που απέχει από εικαστικές σκηνές του παγκοσμιοποιημένου μοντέλου, που κυριαρχείται από την αγορά και διαθέτει τυποποιημένο χαρακτήρα, μπορεί να αναζητήσει νέους άξονες ενεργοποίησης της πολιτισμικής ταυτότητάς της. «Ένας πολιτισμικός-ιστορικός όρος που αφήνει περισσότερο χώρο για την ανάδειξη των ιδιαίτερων ταυτοτήτων σε κάθε χώρα και κουλτούρα είναι ο “κοσμοπολιτισμός”. Ο κοσμοπολίτης είναι ανοιχτός προς το “άλλο”, χωρίς να χάνει την πολιτισμική ταυτότητά του. Είναι πολίτης του κόσμου, δίχως να είναι άπατρις νομάς. Πρόκειται για έννοια δίχως εθνικιστικό χαρακτήρα, από τη δική μας ιστορική εμπειρία, που αφορά τη συμβίωση του ατόμου με πολλές διαφορετικές κουλτούρες, όπως συνέβαινε στους Έλληνες μέχρι τον 19ο αιώνα και όπως συμβαίνει ακόμη σε διάφορα σημεία της Ανατολικής Μεσογείου. Έτσι, μπορεί να ενεργοποιηθεί η εμπλοκή της Ελλάδας με την κοσμοπολίτικη διασπορά, όπως και η κληρονομιά του κοσμοπολιτισμού με την ανάμειξη του ελληνικού, του εβραϊκού, του αρμενικού και του μουσουλμανικού πολιτισμού του Λεβάντε. Θεωρώ ενδιαφέρον και ανεξερεύνητο πεδίο στις εικαστικές τέχνες στην Ελλάδα μια νέα, πιο κριτική ματιά στην ιστορία μας, καθώς και την αναγνώριση και τη διερεύνηση της ιδιαίτερης θέσης μας στον γεωπολιτικό χώρο».

 

Η σωστή στρατηγική δίνει ορατότητα

Πέραν από τη δυναμική του σύγχρονου πολιτισμού και τις πτυχές της ιστορίας της, το εύρος επιρροής μίας περιφερειακής χώρας εξαρτάται, βέβαια, από το μέγεθος και τη γεωγραφική θέση της, από τις πολιτικοοικονομικές συνθήκες, τις προτεραιότητες και την εθνική στρατηγική της. «Ως προς αυτήν την τελευταία συνθήκη, η Γαλλία είναι μία από τις κορυφαίες ευρωπαϊκές χώρες», υπογραμμίζει η κα Γρέγου. Στην Ελλάδα, όμως, οι πρωταγωνιστές της καλλιτεχνικής δημιουργίας δρουν δίχως κοινό συντονισμό και την απαραίτητη κουλτούρα συνεργασίας, ακολουθώντας διακριτούς δρόμους δράσης. Έτσι, ανεξάρτητοι εικαστικοί χώροι παρουσιάζουν ενδιαφέρουσες προτάσεις, με την εμβέλειά τους, όμως, να αδυνατεί να έχει δυναμική ισχύ και διάρκεια· ιδιωτικά ιδρύματα οργανώνουν σημαντικών προδιαγραφών εκθέσεις και παραγωγές, που όμως δεν μπορούν να αντικαταστήσουν την ανάγκη μίας δημόσιας πολιτικής για τη σύγχρονη τέχνη· ενώ η αποσπασματική κρατική πολιτική για τον σύγχρονο πολιτισμό φαίνεται πως δεν μπορεί να αντισταθμίσει το ενδιαφέρον για την κλασική ελληνική κληρονομιά.

«Οι δρώντες πρέπει να συγκλίνουν προς τη συνεργατική δράση», συμφωνεί η κα Γρέγου.

«Ο σύγχρονος πολιτισμός είναι ένα οικοσύστημα και η ευημερία κάθε παράγοντα είναι καθοριστική για την επιβίωση και την ανάπτυξη του συνόλου. Ο δημόσιος φορέας πρέπει να έχει κεντρικό ρόλο: να ενδυναμώνει τη δυναμική και την καινοτόμα ενέργεια των ανεξάρτητων παραγόντων, να ακούει και να ενισχύει το σήμα τους. Ταυτόχρονα, να αξιοποιεί τα διεθνή δίκτυα των ιδιωτικών φορέων για το δημόσιο συμφέρον. Ο ρόλος του ΕΜΣΤ οφείλει να είναι ρυθμιστικός, το Μουσείο οφείλει να έχει αξιολογικό χαρακτήρα, να ορίζει τον τόνο, να δίνει το στίγμα. Όσο για την αρχαία κληρονομιά, ο σύγχρονος πολιτισμός δεν είναι ανταγωνιστικός προς αυτήν, η οποία αποτελεί ιστορικό, εθνικό και ιδεολογικό πλαίσιο που δύσκολα αποφεύγεται στη χώρα μας. Ζητούμενο είναι να την αξιοποιήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για να θέσουμε καίρια σημερινά ερωτήματα για την πολιτική και την κοινωνία».

Ιωάννα Βασδέκη, Athens thy light (2022) © Ιωάννα Βασδέκη

Η «ενδυνάμωση» του εγχώριου κοινού ενισχύει τη διεθνή προβολή

Η συντονισμένη δράση και η οργάνωση μπορούν να επιφέρουν και την ενδυνάμωση της επίδρασης της σύγχρονης τέχνης και στο εγχώριο κοινό – ένα παράλληλο ζητούμενο με τη διεθνή προβολή. «Δεν δέχομαι ότι μια πόλη με το μέγεθος της Αθήνας δεν έχει ένα εν δυνάμει μεγάλο κοινό που να ενδιαφέρεται για τον σύγχρονο πολιτισμό», δηλώνει η κα Γρέγου. «Απλά πρέπει να το προσεγγίσεις σωστά και συστηματικά. Εκτός από εκθέσεις και δράσεις που έχουν κάτι να πουν, χρειάζεται πολλή δουλειά στο θέμα της εκπαίδευσης, της διαφήμισης, της προώθησης, της επικοινωνίας γενικότερα, και φυσικά χρήματα. Στην Ελλάδα, πολύ συχνά οι εκθέσεις γίνονται με πολύ περιορισμένο προϋπολογισμό και την τελευταία στιγμή. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ορισμένες εκθέσεις έχουν πολύ λίγους επισκέπτες. Στο ΕΜΣΤ ενισχύουμε τη στρατηγική μας για την επικοινωνία και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αναπτύσσουμε μια καμπάνια που δεν έχει ξαναγίνει και θα συνεργαστούμε –για πρώτη φορά– με μια διεθνή εταιρεία τύπου και δημοσίων σχέσεων, η οποία θα αξιοποιήσει το γεγονός ότι η Αθήνα αποτελεί πλέον σημαντικό προορισμό για τους διεθνείς ταξιδιώτες».

 

«Την επίδραση της Αθήνας θα τη δούμε φέτος στο Κάσελ»

 Δίχως να γνωρίζει αρκετά την εγχώρια σκηνή, ο επιμελητής της documenta 14 Adam Szymczyk ανακάλυψε την Αθήνα σταδιακά. «Την επισκέφθηκα ορισμένες φορές, όπως το 2009 για την Μπιενάλε της Αθήνας, γνωρίζοντας κάποια πράγματα από φίλους καλλιτέχνες και επιμελητές, πριν σκεφτώ την πιθανότητα της οργάνωσης της documenta 14 στην Αθήνα και το Κάσελ. Στο τέλος του 2013, έχοντας αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση αυτής της έκθεσης, οι συζητήσεις με εκπροσώπους της αθηναϊκής καλλιτεχνικής σκηνής με έκαναν να καταλάβω ότι οι γνώσεις μου για την πολυπλοκότητα της πόλης απείχαν από το να είναι επαρκείς. Έτσι, συνέχισα τις συζητήσεις και μετακόμισα στην Αθήνα».

Η φιλοξενία της πόλης, η πλούσια ιστορία της, η θέση της στη διασταύρωση πολλών πολιτισμών, καθώς και η διαμόρφωσή της ως μίας τεράστιας οριζόντιας μητρόπολης που αναγεννιέται κατά περιόδους αποτελούν πτυχές της Αθήνας που την κάνουν να διακρίνεται και να προκρίνεται ως δημιουργικός προορισμός για τους εγχώριους και τους ξένους καλλιτέχνες. «Είναι ένας τόπος στον οποίο ο μοντερνισμός εμφανίστηκε σαν καταιγίδα για ένα σύντομο διάστημα του 20ού αιώνα, δίχως να λάβει μία συγκεκριμένη δομή. Η αντίθεση μεταξύ του στατικού κλισέ της κλασικής κληρονομιάς και της απτής πραγματικότητας μιας πολυπολιτισμικής πόλης, με πολλές ρήξεις και αντιφάσεις, λειτούργησε ως ενεργοποιός δύναμη πίσω από την ιδέα να οργανωθεί η documenta 14 στην Αθήνα. Πρόκειται για μία ανοικτή πόλη, πολύ γνωστή, αλλά και εντελώς άγνωστη την ίδια στιγμή, έτοιμη να σε εκπλήξει για καλό ή για κακό. Ένιωσα σαν στο σπίτι μου εδώ, όπως και πολλοί άλλοι επισκέπτες νιώθουν το ίδιο».

Δουλεύοντας εδώ, η αποτίμηση της συνεργασίας τόσο με δημόσιους όσο και με ιδιωτικούς φορείς φέρνει στο προσκήνιο τις χαμένες δυνατότητες που θα μπορούσαν να έχουν δημιουργηθεί, αν υπήρχε η υιοθέτηση της συνεργατικής κουλτούρας. «Δουλέψαμε με μικρούς και μεγαλύτερους κρατικούς και δημοτικούς θεσμούς, μη κυβερνητικές και τοπικές οργανώσεις, ιδιωτικά ιδρύματα. Προσπαθήσαμε να αναδείξουμε τον πλούτο της δημόσιας ζωής, που επιβίωνε με μεγάλη προσπάθεια, καθώς και τις πρωτοβουλίες ιδιωτών που διατηρούσαν την πολιτιστική ζωή ζωντανή εν μέσω της οικονομικής κρίσης. Πολλά θα μπορούσαν να γίνουν με τη συνεργασία του δημόσιου και του ιδιωτικού χώρου, όμως είναι δύσκολο σε μία χώρα που χαρακτηρίζεται από ατομιστικές συμπεριφορές. Ακόμα όμως και από αυτόν τον γρίφο των ανταγωνισμών που χαρακτηρίζει την Ελλάδα, υπάρχουν πολλά για να μάθει κανείς».

Πέντε χρόνια μετά, για τον Πολωνό επιμελητή, η Αθήνα είναι μία διαφορετική πόλη. «Παρότι κριθήκαμε ως κερδοσκόποι επισκέπτες και εκπρόσωποι του εξωτισμού, δουλέψαμε εδώ σε μία περίοδο ελπίδας και κοινωνικής αναστάτωσης, με τους πολίτες να εμπλέκονται σε σκληρά πολιτικές δημόσιες συζητήσεις, και νιώσαμε μέρος της». Όσο για την εμβέλεια της Αθήνας στον διεθνή χάρτη και την περιγραφή της ως «νέου Βερολίνου», αναφέρει: «Δεν πιστεύω σε αυτή την εύκολη σύγκριση, που ενδεχομένως να εκφράζει τη νοσταλγία για το Βερολίνο του παρελθόντος, τη γοητεία και το ξεκίνημα από την αρχή, που συνέβη στη γερμανική πόλη μετά το 1989 και στη δεκαετία του 1990. Αυτή η πόλη δεν υπάρχει πια, έχει επαναδιαμορφωθεί από κρατικές και δημοτικές αρχές, καθώς και από την οικονομική μεταμόρφωση μιας διχοτομημένης πόλης στην καπιταλιστική Γερμανία.

Φαντάζομαι ότι η Αθήνα είναι το νέο Βερολίνο – όσο το Βερολίνο απηχεί το φαντασιακό μίας έντονης αίσθησης δυνατότητας, μίας σκηνής δράσης και αλλαγής». Στην Αθήνα, η δυναμική της αλλαγής φάνηκε ήδη με τη δημιουργική παρουσία της συνεργατικής τέχνης, μέσα από το έργο grassroots πρωτοβουλιών (που δεν εκκινούν από επίσημους) θεσμούς και καλλιτεχνικών συλλογικοτήτων. «Αυτή είναι η επίδραση της Αθήνας και θα τη δούμε φέτος στο Κάσελ», καταλήγει ο Szymczyk.

 

To άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 7 της The Art Newspaper Greece

TAGS