«Πρόσφυγες στο Θησείο» Library of Congress, Prints & Photographs Division. Washington D.C. 20540

100 χρόνια διαδρομής της προσφυγική μνήμης

Η ιστορικός Αιμιλία Σαλβάνου μιλά στη Μαριλένα Κουκούλη για το πως το ατομικό προσφυγικό τραύμα έγινε εθνικό.

Φέτος γινόμαστε μάρτυρες μιας πλημμυρίδας εκδηλώσεων μνήμης για την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ενδεικτικά το ΥΠΠΟΑ διέθεσε σχεδόν 2.500.000 ευρώ για δράσεις «που θα αναδεικνύουν τη μνήμη και την ταυτότητα των προσφυγικών κοινοτήτων».

Μπορεί μια τέτοια υπερπροσφορά εκδηλώσεων να φαίνεται αυτονόητη σήμερα, αλλά δεν ίσχυε αυτό μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες και, παρότι μοιάζει λογικό το ζωηρό ενδιαφέρον των πολιτιστικών και εκπαιδευτικών θεσμών για τη μνημόνευση του ’22, τίθενται ερωτήματα σχετικά με το περιεχόμενο που αποδίδουμε σήμερα στην ιστορική περίοδο, με τις μνήμες που επιλέγουμε να εντάξουμε και τους τρόπους που μας συνδέουν με το συγκεκριμένο παρελθόν.

Μέσα από ποιες διαδικασίες επιτεύχθηκε η ένταξη της προσφυγικής μνήμης και ιστορίας στο εθνικό φαντασιακό; Μιλήσαμε με την καταξιωμένη ιστορικό Αιμιλία Σαλβάνου, της οποίας το βιβλίο «Η συγκρότηση της προσφυγικής μνήμης. Το παρελθόν ως ιστορία και πρακτική» (2018) έχει ακριβώς αυτό το αντικείμενο.

 

Μέσα από ποιους δρόμους και από ποιες διαδικασίες και πρακτικές το ατομικό τραύμα της προσφυγιάς μετασχηματίστηκε σε συλλογικό;

Το 1922, οι πρόσφυγες έφθασαν στην Ελλάδα κάτω από πολύ διαφορετικές μεταξύ τους συνθήκες. Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε ενιαία προσφυγική μνήμη, αλλά ένα μωσαϊκό μνήμης σχετικά με την Έξοδο. Όταν καταλάγιασε η πρώτη αναταραχή, άρχισε η συζήτηση για την προσφυγική μνήμη. Το πλαίσιο της συζήτησης σχετιζόταν με τους όρους της ενσωμάτωσης – κυρίως με την προσπάθεια των προσφύγων να μην εξισωθεί η ενσωμάτωση με την αφομοίωση και χαθεί η πολιτισμική τους ταυτότητα. Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησε μια προσπάθεια η ενσωμάτωση να γίνει όχι παρά, αλλά στο όνομα της ιδιαίτερης πολιτισμικής ταυτότητας των προσφύγων. Η διαδικασία δεν ήταν αυτονόητη – απαιτούσε αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα μνημονικό ακτιβισμό.

Στην προσπάθεια αυτή πρωτοστάτησαν Μικρασιάτες που είχαν εδραιωθεί κοινωνικά στο ελληνικό κράτος. Διανοούμενοι, καθηγητές πανεπιστημίου, πολιτικοί ανέλαβαν να μεταφράσουν την πολιτισμική ταυτότητα και το παρελθόν των προσφύγων με τρόπο που αυτά να είναι αναγνωρίσιμα από τους γηγενείς. Έτσι, κατάφεραν να δημιουργήσουν τον απαραίτητο χώρο στο εθνικό αφήγημα για τον μικρασιατικό ελληνισμό. Πρακτικά τι σήμαινε αυτό; Από τη μια ήταν ο λόγος: εκδόθηκαν περιοδικά προσφυγικά, στα οποία οι διανοούμενοι με διάφορα άρθρα ύφαιναν τις όψεις της μικρασιατικής ελληνικότητας. Από την άλλη ήταν οι πρακτικές: εκδηλώσεις, υποτροφίες, προικοδοτήσεις, συγκέντρωση λαογραφικού υλικού, ίδρυση μουσείων και αργότερα προσκυνήματα στις χαμένες πατρίδες καλλιέργησαν αυτή την ταυτότητα εντός της κοινότητας του προσφυγικού ελληνισμού.

Το ελληνικό κράτος, ωστόσο, εξακολουθεί να μην επιδιώκει την ανάδειξη της προσφυγικής μνήμης. Εξαίρεση η Μέλπω Μερλιέ, ιδρύτρια του συλλόγου Μουσικά Αρχεία της Παράδοσης (μετέπειτα Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, 1948) που από τη δεκαετία του ’30 συλλέγει παραδοσιακή μουσική και μαρτυρίες του μικρασιατικού ελληνισμού. Σήμερα, η προσφυγική μνήμη αφορά όλη την ελληνική κοινωνία. Πότε, λοιπόν, έγινε αυτή η μετατόπιση και η προσφυγική μνήμη έπαψε να αφορά μόνο τους πρόσφυγες;

Η τομή ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960, όταν αφενός είχαν ξεθωριάσει οι διαχωριστικές γραμμές μέσα στην κοινωνία (η ταραγμένη δεκαετία του 1940 έπαιξε εδώ τον ρόλο της) και αφετέρου άρχισαν να γράφονται μυθιστορήματα, να γυρίζονται ταινίες σχετικά με την προσφυγιά στην Ελλάδα, να συλλέγεται η μνήμη από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών – να μετασχηματίζεται, με άλλα λόγια, η μνήμη σε πολιτισμική. Η μνήμη δεν περιοριζόταν πια στα πρόσωπα που είχαν βιώσει την εμπειρία, αλλά διαχεόταν μέσω πολιτισμικών δημιουργιών τόσο εντός όσο και εκτός της προσφυγικής κοινότητας. Μετά τη δεκαετία του 1970, και ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1980, σημειώθηκε πολιτισμική κοσμογονία. Λογοτεχνικά και θεατρικά έργα, κινηματογράφος, τηλεόραση, νέοι προσφυγικοί σύλλογοι, χοροί και παραδόσεις, αλλά και νέοι τόποι ιστορικής έρευνας διαμορφώσαν το τοπίο ενδιαφέροντος για την ιστορία και τη μνήμη του 1922. Ταυτόχρονα, η θεσμική αναγνώριση της σχετικής μνήμης στη Βουλή τής προσέδωσε συμβολικό κύρος και περαιτέρω αναγνώριση και διάχυση.

 

Θα συμφωνούσατε ότι η έκρηξη αυτή συνδέεται με τη μετατροπή του ατομικού τραύματος σε πυρηνικό στοιχείο της αναδυόμενης διακριτής πολιτισμικής ταυτότητας των απογόνων και με την πολιτικοποίηση της μνήμης; 

Η προσφυγική μνήμη άρχισε να παίρνει το πρόσημο της τραυματικής μνήμης γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Την περίοδο αυτή, η εστίαση στράφηκε από το έπος και τον ηρωισμό στο τραύμα. Αυτό ενισχύθηκε και από την έλευση στην Ελλάδα προσφύγων και μεταναστών από τα Βαλκάνια και την πρώην ΕΣΣΔ, κυρίως των Ποντίων. Άλλωστε, οι ποντιακοί σύλλογοι πρωτοστάτησαν στη συζήτηση για το τραύμα και τη γενοκτονία, διαμορφώνοντας ένα καθεστώς αλήθειας γύρω από το πώς πρέπει να προσεγγίζεται η Μικρασιατική Καταστροφή στο πλαίσιο της εθνικής μνήμης που διαμορφώθηκε από την τρίτη γενιά μέσα από διαθλάσεις και επανερμηνείες της πολιτισμικής μνήμης. Σε αυτό το καθεστώς αλήθειας σε μεγάλο βαθμό ζούμε σήμερα και είναι αυτό που δίνει τον τόνο της επετείου.

 

Πώς μπορούμε σήμερα να μελετήσουμε αναστοχαστικά το τραύμα και την ιστορική περίοδο;

Με αφορμή την επέτειο, έχει φθάσει η ώρα να μετακινηθούμε πέρα από τη συζήτηση για το τραύμα και τη γενοκτονία – και κυρίως πέρα από τον ελληνικό εξαιρετισμό. Οι πρόσφυγες της Καταστροφής ήταν το αποκορύφωμα συνεχών αναγκαστικών μετακινήσεων πληθυσμών στα Βαλκάνια για τουλάχιστον μία δεκαετία. Τα προσφυγικά ρεύματα ήταν σύμφυτα με τη διάλυση των αυτοκρατοριών και τη δημιουργία των εθνικών κρατών και από ένα σημείο και ύστερα δεν υπήρχε τρόπος να αποφευχθούν.

Μια τέτοιου είδους ανάγνωση επιτρέπει να σκεφτούμε καθαρότερα τη σημερινή προσφυγική κρίση. Πώς την αντιμετωπίζουμε; Τι κληρονομιά μάς άφησε η προσφυγική κρίση του Μεσοπολέμου; Αν απογυμνώσουμε τη μνήμη από την υλικότητα της εμπειρίας και τις πολλαπλές της διαστάσεις, υπάρχει κίνδυνος να την μετατρέψουμε σε κενό κέλυφος, στο όνομα της οποίας υλοποιούνται ηθικά μετέωρες πολιτικές. Έτσι όμως προσβάλλεται και η μνήμη που υποτίθεται πως θέλουμε να τιμήσουμε.

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο τεύχος 8 του The Art Newspaper Greece (Αύγουστος – Σεπτέμβριος ’22)

TAGS