«Ξενία Άρτας»: το στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί

Ο επισκέπτης της Άρτας στην είσοδο της πόλης, θα συναντήσει τα τείχη ενός κάστρου που απηχεί μνήμες από το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Μέσα στο μεσαιωνικό μνημείο, σε δεσπόζουσα θέση και πολύ κοντά στο κέντρο της πόλης, χτίστηκε το «Ξενία».

Το ξενοδοχείο γνώρισε την τύχη που είχαν τα περισσότερα τουριστικά καταλύματα του ΕΟΤ. Σημείο αναφοράς για τους Αρτινούς από το 1960 που ανεγέρθηκε, έκλεισε οριστικά το ’92 κι αφέθηκε στη φθορά του χρόνου και σε απίστευτης αγριότητας λεηλασίες.

Είναι εντυπωσιακό πώς τα «Ξενία», παρά το γεγονός ότι θεωρήθηκαν πρεσβευτές της μοντέρνας αρχιτεκτονικής φέρνοντας στον τόπο διεθνείς διακρίσεις, απαξιώθηκαν όχι μόνο από την κρατική μέριμνα, αλλά κι από τις ίδιες τους τις πόλεις. Λες και τα κτίρια αυτά ήταν ξένα, ή ακόμη χειρότερα, εχθρικά στον τοπικό πληθυσμό. Θυμάμαι τον Κυριάκο Ρόκο να μου αφηγείται με πίκρα ένα ταξίδι με φοιτητές του στη Βουδαπέστη στη μετά – καθεστωτική εποχή. Στη Σχολή Καλών Τεχνών της πόλης ο Ρόκος αναφέρθηκε, δικαίως, στο όνομα του σπουδαίου γλύπτη Μέμου Μακρή. Παρόλο που η δράση του Μακρή στην Ουγγαρία δεν ήταν μακρινή στο χρόνο και το έργο του ήταν σπαρμένο σε κεντρικά σημεία στην ιστορική πρωτεύουσα, οι Ούγγροι δάσκαλοι της σχολής δήλωσαν απόλυτη άγνοια για το όνομα του Έλληνα δασκάλου (προσέξτε, καλλιτέχνες που στα χρόνια της σπουδής δεν μπορεί να προσπέρασαν τον Μακρή). Το πέρασμα στη Δύση πέταξε αβασάνιστα σε μια μάντρα – και στη λήθη – την περιουσία που τους άφησε ο κορυφαίος Ευρωπαίος δημιουργός. Η στάση των Ούγγρων δεν δικαιολογείται, όμως είναι εξηγήσιμη (όχι στα μάτια του Κ. Ρόκου, αλλά στη δική μου, νεότερη γενιά).

Φέρνω το παράδειγμα για να αντιληφθούμε ότι τα «Ξενία», όπως αυτό της Άρτας, δεν συνδέθηκαν με οποιοδήποτε αρνητικό πρόσημο, κυρίως, όμως, δεν υπήρξαν κτίρια «άψυχα». Φιλοξένησαν γεγονότα με ειδικό βάρος και κουβαλούν μνήμες από τον κόσμο που τα ζούσε με τακτικές επισκέψεις είτε για καφέ, είτε για τα γιορτινά τραπέζια. Γιατί, λοιπόν, τόση εγκληματική αδιαφορία από την ελληνική επαρχία; Μόλις πριν λίγα χρόνια, επισκέφθηκα κι εγώ το «Ξενία» στο κάστρο της πόλης. Ανεμπόδιστη η πρόσβαση, μπορούσες να δεις το πλιάτσικο που, σε σημεία, έδειχνε μανία ανεξήγητη. Πώς να δικαιολογήσεις το ξερίζωμα στα πλακάκια; Ο Διονύσης Ζήβας, ο αρχιτέκτονας που έστησε το ξενοδοχείο, είχε δώσει συνέντευξη τότε, αναφέροντας ότι το έργο στην κεντρική αίθουσα εκδηλώσεων ήταν του Μίμη Φατούρου. Είχε κλαπεί βεβαίως μαζί με όλο τον εξοπλισμό και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για την τύχη του.

Ο Ζήβας σχεδίασε και «έντυσε» το Ξενία το 1958, σε ηλικία 30 χρόνων. Μαθητής του Παναγιώτη Μιχελή (διάδοχός του στη σχολή Αρχιτεκτόνων, αλλά και στο ίδρυμα που άφησε ο αλησμόνητος αισθητικός), υπηρέτησε στον ΕΟΤ, υπό την επίβλεψη του θεμελιωτή του ελληνικού μοντερνισμού, Άρη Κωνσταντινίδη. «Ο Διονύσης Ζήβας, αλλά και η εν γένει ομάδα του Άρη Κωνσταντινίδη στον ΕΟΤ, κοίταξαν με μάτια ορθάνοιχτα το “ταπεινό μαντρί ενός κτηνοτρόφου” και σ’ αυτό αναγνώρισαν μια νέα τεκτονική δομή και ένα διαχρονικό πρότυπο υπαίθριας κατοίκισης του ελληνικού τοπίου» εξηγεί ωραία ο καθηγητής Νίκος Πατσαβός το όραμα που μοιράστηκε η θαρραλέα ομάδα των αρχιτεκτόνων.

Λέμε θαρραλέα, γιατί ο Κωνσταντινίδης και οι συνεργάτες του δώσανε μάχη απέναντι σε μια νοοτροπία που έχει ριζώσει για τα καλά στην ελληνική κοινωνία. Η μεταπολεμική ανάπτυξη της χώρας συνοδεύτηκε από παντελή αδιαφορία για τη φύση και την ιστορία του τόπου. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια, μεγάλο κομμάτι του αρχιτεκτονικού θησαυρού που μας κληροδότησαν αιώνες μαστοριάς, κατεδαφίστηκε με πρωτοφανή βαρβαρότητα. Ο δασικός πλούτος μας έγινε και συνεχίζει να γίνεται παρανάλωμα πυρός, για να βρεθούν και να πουληθούν οικόπεδα. Δεν έμεινε παλιά εκκλησία ασύλητη, δεν έμειναν ενθύμια προγόνων απούλητα. Κληρονομιά και παράδοση όμως δεν είναι μνημεία ούτε μουσειακά αντικείμενα∙ είναι τρόποι του ζην, τρόποι του δημιουργείν. Ο Κωνσταντινίδης το πίστευε αυτό και οραματίστηκε μια αρχιτεκτονική που συνδέει το μέλλον με τις ριζικές της καταβολές. Το δίδαγμά του σε μια σειρά από έργα που άφησε, συνιστά ένα έξοχο παράδειγμα στοχασμού που χωνεύει δημιουργικά την παράδοση, που δεν τη φοβάται αλλά τη χρησιμοποιεί, που κατορθώνει και διατηρεί ανοιχτό διάλογο μαζί της την ώρα που δείχνει το μέλλον. «Ένα σπίτι είναι αληθινά σύγχρονο γιατί αιτιολογεί τα περασμένα και προδιαγράφει τα μελλοντικά. Μια σύγχρονη αρχιτεκτονική είναι αληθινή γιατί κλείνει μέσα σε κάποια γενικά πλαίσια και το χτες και το αύριο» γράφει ο ίδιος. Υπήρξε μία από τις πιο θεαματικές φυσιογνωμίες της μεσογειακής αρχιτεκτονικής κι άνθρωπος ευθύνης (θυμίζουμε ότι στην εφταετία των συνταγματαρχών παραιτήθηκε).

Το Ξενία όπως προβλέπεται να παραδοθεί το 2024

Σήμερα το Ξενία της Άρτας έχει μία δεύτερη ευκαιρία για ζωή και μαζί του, μπορεί η πόλη να ξαναβρεί ένα τοπόσημο. Εγκρίθηκε πρόταση ύψους κοντά 12 εκατομμυρίων ευρώ μέσω ΕΣΠΑ, την οποία είχε υποβάλει η δημοτική αρχή για την  ανακατασκευή και αξιοποίηση του κτηρίου, καθώς και για την αναβάθμιση του περιβάλλοντος χώρου. Πρόκειται για διαδικασία που συνάντησε εμπόδια καθώς αλλαξοδρόμησε από τον αρχικό σχεδιασμό και προκάλεσε τα τελευταία χρόνια στην πόλη συζητήσεις, όχι πάντα καλόπιστες και με πολιτικό χρωματισμό. Είχε προηγηθεί το «όχι» του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου για επαναλειτουργία του Ξενία ως ιδιωτικής ξενοδοχειακής μονάδας, με το σκεπτικό ότι κάτι τέτοιο δεν συνάδει με τον δημόσιο χαρακτήρα του κάστρου (σκεπτικό μάλλον ακατανόητο, γιατί η πρόταση δεν διέφερε από την πρότερη χρήση του Ξενία ούτε απέκλειε τη δημόσια πρόσβαση στο μνημείο). Το έργο έχει αναρτηθεί στη Διαύγεια και ημερομηνία λήξης έχει 31η Δεκεμβρίου 2023, που σημαίνει ότι πρέπει να παραδοθεί σε λιγότερο από δύο χρόνια.

Το Ξενία θα μετατραπεί σε κέντρο πολιτισμού με βιβλιοθήκη (465 τ.μ., ισόγειο, 1ος όροφος), ωδείο (255 τ.μ., 2ος όροφος), αίθουσα για διάφορες εκδηλώσεις (160 τ.μ., 100 ατόμων) και με Καφέ – Εστιατόριο (400 τ.μ., 250 ατόμων).  Θα παρέχει εργαστήρια ζωγραφικής, γλυπτικής και παραδοσιακών οργάνων (85 τ.μ. για όλα αυτά είναι μάλλον φιλόδοξος στόχος, αλλά περιμένουμε το αποτέλεσμα), ενώ ο περιβάλλων χώρος, εκτός από παιδική χαρά, θα διαθέτει σύγχρονα όργανα γυμναστικής.

Κι εδώ τίθεται το πρώτο ζήτημα για την επαναλειτουργία του κτιρίου. Ποιο χαρακτήρα θα λάβει το ανακαινιστικό έργο;  Οποιαδήποτε επέμβαση πρέπει να σέβεται τον χαρακτήρα και τα μορφολογικά στοιχεία του αρχιτεκτονήματος. Ένα νέο κτίριο στα ίχνη του παλιού με επιπλέον δόμηση, δεν θα αλλοιώσει απλώς τη φυσιογνωμία του Ξενία. Θα καταστρέψει μια μοναδική κληρονομιά. Επομένως, πρέπει να μιλάμε για αποκατάσταση που μπορεί να γίνει πιλότος στον τόπο για κτίρια μοντερνιστικού χαρακτήρα. Δεν είμαστε προγονόπληκτοι, ούτε βεβαίως ο Ζήβας ήταν τέτοιος. Αυτό που ενδιαφέρει είναι να κρατήσουμε το πνεύμα του αρχιτέκτονα: να αναχθούμε στη σπουδή της παράδοσης, όχι με την πεποίθηση ότι αντλούμε έτοιμες απαντήσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε κάθε πλαίσιο. Ιστορία δεν είναι η συρραφή συμβάντων. Ο Κωνσταντινίδης δεν έμεινε αγκυλωμένος σε μορφές του παρελθόντος. Ήταν δημιουργός μέσα στην παράδοση, γι’ αυτό στάθηκε ρηξικέλευθος.

Για ποιο λόγο στρεφόμαστε σε ένα πολιτιστικό κέντρο; Δύσκολα μπορώ να φανταστώ κάποιον που θα δώσει αρνητική απάντηση. Εντούτοις, για να αποκτήσει ζωή το έργο αυτό, που σημαίνει να γίνει οργανικό κομμάτι της πόλης, πρέπει να αναρωτηθούμε: με ποιες προϋποθέσεις πραγματοποιείται κι ακόμη, σε ποιο αίτημα απαντά; Και πάλι, μπορούμε να αναζητήσουμε απάντηση στην ταυτότητα του ίδιου του Ξενία. Ο σχεδιασμός του έδειξε ότι αρχιτεκτονική και χρήση περιχωρούνται.  Η βιβλιοθήκη για να γίνει «κτήμα» της πόλης δεν μπορεί να περιοριστεί σε ληξιαρχικές καταγραφές γεννήσεων και θανάτων. Την ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου δεν αποτελούν μόνο οι πληροφορίες πού και πότε γεννήθηκε, τις οποίες καθένας μπορεί με άνεση να λάβει από το διαδίκτυο. Εξίσου αν όχι περισσότερο, αποτελούν τα οράματά του, οι συγκινήσεις του, τα πάθη και οι αξίες του. Η βιβλιοθήκη, με δύο λόγια, έχει να επιλέξει: ή θα ταυτιστεί με τη σκόνη που τυλίγει τα αχρησιμοποίητα βιβλία, ή θα μεταβληθεί σε κέντρο πνευματικής ζωής. Ή θα γίνει αποθήκη δημοτικών υπαλλήλων ή θα μας διδάξει πως η επαφή με τα κείμενα είναι γονιμότητα κι όχι νεκροψία.

Η δημιουργία ενός πολυχώρου πολιτισμού και αναψυχής, είναι υπόθεση κυριότατα ψυχ-αγωγίας. Ένα ίδρυμα είναι τέτοιο, εάν απαντά στο ερώτημα: ποιες αρετές θέλουμε να έχει ο πολίτης, με ποιο τρόπο θα γίνουν ζωή μέσα του, έτσι ώστε να μην τις αποβάλλει όποτε – ή μόλις – τελειώσει τη σχολική του εκπαίδευση. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό καθορίζει τον στόχο του κέντρου, διαμορφώνει το ίδιο του το πνεύμα.

TAGS