Στο Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας έχουμε χαρεί μεγάλες εκθέσεις. Από τους «διεθνείς» Άντι Γουόρχολ και Περ Κίρκεμπι, για να θυμηθούμε ορισμένους, έως τα αφιερώματα στους δικούς μας δασκάλους, το μουσείο αποκαλύπτει τη βαθύνοια, την αισθητική, το κλίμα μέσα στο οποίο κάρπισε το έργο καλλιτεχνών οι οποίοι επηρεάστηκαν και δημιούργησαν κάτω από το φως της βυζαντινής επίδρασης. Η ιστορικότητα δρα, χωρίς να είναι πάντοτε οφθαλμοφανής. Πρόκειται για θεμέλιο κι όχι για οροφή. Και είναι αυτή ακριβώς που εκφράζεται με προσωπικό φίλτρο στο έργο του αυθεντικού δημιουργού. Τέτοιος είναι και ο Τάσος Μαντζαβίνος.
Εκτός από πίνακες και υφασμάτινα έργα, ο ζωγράφος βγάζει από το εργαστήρι του κατασκευές σαν αυτές που είδαμε στην τελευταία του έκθεση, πριν την πανδημία, στην Πινακοθήκη Γκίκα, και κυρίως σχέδια – περισσότερα από 100 -, με το μεγαλύτερο μέρος τους να παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (Παρασκευή 14/10, στις 19.30 τα εγκαίνια). Τα έργα αυτά, μικρά σε διάσταση και κάπως άτσαλα από απόσταση, καθόλου δεν υστερούν από τα μνημειακά έργα του Μαντζαβίνου. Δεν ξέρω πώς τα έχει οικονομήσει μέσα στον χώρο το μουσείο, θα πρότεινα όμως στον επισκέπτη να αφιερώσει χρόνο ειδικά στα έργα αυτά, τα οποία φαίνεται πως είναι και η αιχμή της έκθεσης.
Το σχέδιο γενικά είναι σημαντικό και η τέχνη του στο ζύγισμα, την καταμέριση είναι «τρόπος ζωής». Το σχέδιο δε σημαίνει μονάχα ταλέντο και δεξιότητα. Στο σχέδιο του Μαντζαβίνου οι γραμμές δεν παραμένουν ποτέ στέρεες, αλλά φεύγουν με το πάθος ενός συγγραφέα που «γράφει» πυρετωδώς την ιστορία του. Ναι, τα σχέδια αυτά μπορούν να λογιστούν ως σημειώματα προσωπικού χαρακτήρα, όπου ακόμη και οι μουτζούρες προδίδουν, όχι απλώς την ένταση της γραφής, αλλά το κρυφό μήνυμά της. Δεν έγιναν αβασάνιστα, αλλά με μια ανάσα. Με την πνοή του ανθρώπου που μεταφέρει το βίωμα μιας μνήμης ελληνικής. Λέω ελληνική όχι για να αποδώσω ιδεολογικά σχήματα στον καλλιτέχνη, αλλά για να επισημάνω ότι θρέφεται από τους χυμούς μιας μεγάλης παράδοσης, όχι στενά «βυζαντινής».
Ο προσεκτικός αναγνώστης του ομότιτλου βιβλίου που βγαίνει με την αφορμή της έκθεσης («Ο βυζαντινός κόσμος του Τάσου Μαντζαβίνου»), πρόκειται να γνωρίσει στα σχέδια αυτά σε βάθος τον δημιουργό, με τον τρόπο που θα τον έβλεπε μέσα από ένα ζωγραφικό ημερολόγιο. Οι «καταγραφές» αυτές – ας επιτραπεί ο όρος – έρχονται και σε πρώτο επίπεδο, μέσα στα επεξηγηματικά κείμενα του τόμου (που έχει σχεδιάσει εξαιρετικά ο Γιάννης Σταυρινός). Οι περισσότερες κριτικές αναλύσεις τα τελευταία χρόνια έχουν σαν ιδεώδες την παγερή αδιαφορία για ό,τι κατατρώει τον καλλιτέχνη – την οποία ταυτίζουν, παραλόγως, με την αντικειμενικότητα. Δόξα τω Θεό που ο πρωτοπρεσβύτερος – αρχαιολόγος στη σπουδή – Περίανδρος Επιτροπάκης δεν είναι ιστορικός τέχνης και αποποιείται αυτήν την αρχή. Σκάβει στο έργο του Μαντζαβίνου και με το νυστέρι ενός χειρουργού, αναλαμβάνει το ρίσκο ενός ψυχογραφήματος. Δεν αυθαιρετεί διότι δίνει χώρο στον ίδιο τον ζωγράφο παραθέτοντας σημειώματα σε α’ πρόσωπο – κι αρμοδένει έτσι τις παρατηρήσεις του. Αντί μιας άναιμης πραγματείας ο συγγραφέας προκρίνει μια εργοβιογραφία που βοηθά τον αναγνώστη να δει τί σημαίνει το Βυζάντιο για τον ζωγράφο; Προσοχή: όχι πόσο «βυζαντινός» είναι ο Μαντζαβίνος, αλλά τι σταθμίζει και μεταφέρει στην τέχνη του ως βυζαντινό.
Τον ρόλο αυτό ανέλαβε η πολύπειρη επιμελήτρια του μουσείου, Ιωάννα Αλεξανδρή, η οποία στο κείμενό της φανερώνει με ενάργεια τις σχέσεις του σύγχρονου ζωγράφου με την εκκλησιαστική εικονογραφία και τη μεταβυζαντινή παράδοση: στα φυλαχτά – τάματα, στα εικονοστάσια, στις κρύπτες και τους έφιππους στρατιώτες άγιους έως τον Κόντογλου (εδώ θα θέλαμε και τον Καραγκιόζη που έχει ειδικό βάρος στην τέχνη του δημιουργού). Ξετυλίγει με τρόπο επεξηγηματικό το ζωγραφικό λεξιλόγιο του Μαντζαβίνου, φωτίζοντας τα σημεία εκείνα που σχετίζονται με τη λατρεία, αλλά και τη λαϊκή παράδοση.
Είναι σκόπιμο να επιμείνουμε σε αυτό το σημείο για να κατανοήσουμε και τον χαρακτήρα του Βυζαντινού Μουσείου και την όλη στάση του στα εικαστικά μας πράγματα. Πολλοί νομίζουν πως μπορούμε να κατασκευάσουμε την ιστορία μας επιλέγοντας τις περιόδους ή και τα γεγονότα κατά τις ιδεολογικές μας ορέξεις, χάρις σ’ ένα σύστημα συγκολλήσεων και λαπαροτομών, κατευθυνόμενο από συνθηματολογία λαϊκών λιθογραφιών («η ωραία αρχαιότης», «το σκοτεινό Βυζάντιο»). Η ιστορία, όμως, δεν είναι συρροή γεγονότων. Είναι πρωτίστως η παρουσία του ανθρώπου. Αυτό ακριβώς μας κάνει να δεχτούμε τούτο το απλό: δεν μπορούμε να διαγράφουμε περιόδους της Ιστορίας, ακριβώς όπως δεν μπορούμε να εξαφανίσουμε μια δεκαετία (ακόμη και δυσάρεστη) από τη ζωή μας. Το Βυζαντινό μουσείο δεν είναι αποκλειστικός εκφραστής – για να μην πω απολογητής – μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, αλλά φέρνει μια παράδοση σε διάλογο με την πορεία του ελληνισμού, με τη δυτική τέχνη και με ξένες εικαστικές παραδόσεις, ακόμη και με αυτό που ανοίγεται μπροστά μας ως τέχνη ψηφιακή.
Η ύπαρξη διαχωριστικής γραμμής μεταξύ Βυζαντίου και Ευρώπης, την οποία ακόμη ασπάζονται κάποιοι, δεν είναι μόνο στρεβλή, αλλά δείχνει και το μέγεθος του επαρχιωτισμού μας. Ευτυχώς, τα μουσεία δεν ορίζουν σύνορα στις αναζητήσεις τους, αλλά διερευνούν, ως οφείλουν, ακόμη και την ταυτότητα στον τίτλο τους. Ο Μαντζαβίνος έχει παρουσία λίγο πιο κάτω από το Βυζαντινό, στο Μουσείο του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή στο Παγκράτι, στο πλαίσιο του εικαστικού αφιερώματος που φιλοξενείται την περίοδο αυτή για τον Φώτη Κόντογλου. Θέλω να πω, κλείνοντας το σημείωμα, ότι το έργο του Μαντζαβίνου έχει θέση στο Βυζαντινό, στο ίδρυμα Γουλανδρή, στο Μπενάκη, αλλά εξίσου έχει θέση και στην Εθνική μας Πινακοθήκη και στο ΕΜΣΤ. Με τον ίδιο τρόπο που χαρήκαμε τα έργα των Γουόρχολ και Κίρκεμπυ στο Βυζαντινό πριν από λίγα χρόνια.