(c) David Dawson

Το πιο αμφιλεγόμενο πορτρέτο στη σύγχρονη ιστορία της βασιλείας

Τί πραγματικά θέλησε να αφήσει ο Λούσιαν Φρόιντ στο πρόσωπο της Ελισάβετ, της γυναίκας που έβλεπες στα χαρτονομίσματα ως τις επίσημες τελετές δημόσιου χαρακτήρα, στις χαρές και τις λύπες του Ηνωμένου Βασιλείου;

Το 2000 ο Λούσιαν Φρόιντ ήταν 78 χρόνων. Είχε αποκτήσει φήμη, χρήμα και, παρά την εκκεντρική ζωή που έκανε, τον σέβονταν σε όλα τα κλιμάκια της βρετανικής κοινωνίας. Καθώς μάλιστα η δεύτερη σύζυγός του ήταν γαλαζοαίματη, φαινόταν άνθρωπος χορτάτος, χωρίς απωθημένα (άποψη με την οποία δύσκολα θα συμφωνούσε ο διάσημος παππούς του, Σίγκμουντ). Την άνοιξη, λοιπόν, εκείνης της χρονιάς ο φτασμένος ζωγράφος πέρασε το κατώφλι στο ιστορικό παλάτι του αγίου Ιακώβου, προκειμένου να ζωγραφίσει την Ελισάβετ. Εκείνη, λίγο μικρότερη στα χρόνια (74 χρόνων), θα πρέπει να ένιωσε μάλλον άβολα στο μικρό – και κακοφωτισμένο από τις φωτογραφίες – εργαστήριο συντήρησης των έργων τέχνης και των βαρύτιμων κειμηλίων της βασιλικής συλλογής. Πρέπει να ήταν μια μικρή παραχώρηση της Ελισάβετ στο αίτημα του καλλιτέχνη ο όποιος άφηνε την άνεση του εργαστηρίου για τις συναντήσεις τους. Για κανέναν δεν το είχε κάνει στο παρελθόν. Οι συζητήσεις, λένε, τράβηξαν έξι χρόνια ως την οριστική ανάθεση του βασιλικού πορτρέτου, διάστημα που δείχνει πως όλα ήταν καλά προγραμματισμένα και πως τίποτε δεν αφέθηκε στην τύχη.

Δεκαεπτά μήνες αργότερα, ο Φρόιντ θα έβαζε στο – εξαιρετικά μικρών διαστάσεων για το ύφος του ζωγράφου – πορτρέτο, την τελευταία πινελιά (μόλις 15×22 εκ.). Σύμφωνα με τον βιογράφο του, William Feaver, η βασίλισσα φέρεται να του είπε «Very nice of you to do this. I’ve very much enjoyed watching you mix your colours». Δεν χρειάζεται να είσαι απόφοιτος της Οξφόρδης, για ν’ αντιληφθείς ότι η απάντηση της Ελισάβετ προδίδει μάλλον αμηχανία, παρά ασχετοσύνη (από μια γυναίκα που έζησε με και, κυρίως, χάριν του πρωτοκόλλου). Οι συμπατριώτες της, όμως, δεν είδαν τον Φρόιντ να ανακατεύει τα χρώματα και ορισμένοι «βασιλικότεροι του βασιλέως» δε μάσησαν τα λόγια τους.

«It’s a Travesty Your Majesty» έγραψε στον πρωτοσέλιδο τίτλο της η σκανδαλοθηρική Sun, ενώ ο συντάκτης του British Art Journal, Robin Simon, δεν στάθηκε πιο ευγενής: «Την κάνει να μοιάζει με κάποιον που έχει υποστεί εγκεφαλικό. Είναι ένα τεράστιο λάθος για τον Λούσιαν Φρόιντ». Υπήρξαν κι άλλοι, όμως, πολλοί πιο ευφάνταστοι, που χαρακτήρισαν το πρόσωπο της Ελισάβετ κάσκα του ράγκμπι!

Στον αντίποδα, η Telegraph σε μία ανάλυση ψυχογραφικού χαρακτήρα, υπερασπίστηκε τον ζωγράφο λέγοντας ότι ο Φρόιντ «έχει συλλάβει την έντονη αίσθηση του καθήκοντος της βασίλισσας» και ότι μετέφερε στο πορτρέτο «τις ρίζες του βασιλικού οίκου», καταλήγοντας στο – περίπου αυταπόδειχτο – συμπέρασμα ότι το έργο «προκαλεί σκέψεις» και στην – πολύ βολική – θέση ότι είναι «εξίσου καλό με προηγούμενες προσπάθειες». Ο τεχνοκρίτης στους Τάιμς, Richard Cork, δείχνεται πιο ουσιαστικός. Περιγράφει την εικόνα ως «οδυνηρή, γενναία, ειλικρινή και, πάνω απ’ όλα, αποκαλυπτική του καθαρού βλέμματος του Φρόιντ», ενώ πιο γενναιόδωρος όλων, ο Adrian Searle γράφει στον Γκάρντιαν πως «είναι το καλύτερο βασιλικό πορτρέτο τα τελευταία 150 χρόνια».

Lucian Freud, Queen Elizabeth II (2001, Royal Collection Trust)

Σε αυτήν τη θύελλα αντιδράσεων, προσπάθησα να βρω την απάντηση του Φρόιντ. Δεν τα κατάφερα. «Τι αναζητώ σε έναν πίνακα; Να με εντυπωσιάσει, να με ενοχλήσει, να με αποπλανήσει, να με πείσει», είχε γράψει παλιότερα. Στο πρόσωπο της Ελισάβετ, της γυναίκας που έβλεπες το πρόσωπο στα χαρτονομίσματα ως τις επίσημες τελετές δημόσιου χαρακτήρα, στις χαρές και τις λύπες του Ηνωμένου Βασιλείου, τί πραγματικά θέλησε να αφήσει ο ζωγράφος; Να βάλει απλώς την υπογραφή του σε ένα βασιλικό πορτρέτο, δύσκολο να το φανταστούμε. Στο παρελθόν είχε αρνηθεί να ζωγραφίσει την κοσμαγάπητη Νταϊάνα (πριγκίπισσα κι αυτή), ενώ είπε όχι στον, επίσης δημοφιλή, Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄ (εκεί, βεβαίως, θα θέλαμε να συνεχίσει την παράδοση του Βελάσκεθ κι άλλων μεγάλων δασκάλων). Τι ήταν αυτό που είδε στη γηραιά μορφή της Ελισάβετ;

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο ζωγράφος έστησε απέναντί του ηλικιωμένους. Η μητέρα του άρχισε να ποζάρει για τον Λούσιαν αμέσως μετά τον θάνατο του συζύγου της, το 1970. Είχε πέσει σε κατάθλιψη και ο Φρόιντ την έπαιρνε στο ατελιέ του πολύ συχνά. Τα πορτρέτα αυτής της κομψής, αλλά όλο και πιο απόμακρης γυναίκας, δεν αποτελούν απλώς το εγκώμιο ενός ζωγράφου προς τη μητέρα του. Σε ένα «φανταστικό μουσείο», θα ήταν ιδανική η παράλληλη έκθεση των έργων αυτών με τα πορτρέτα που αφιέρωσε ο Χρόνης Μπότσογλου στη δική του μητέρα, δέκα χρόνια μετά. Και οι δύο έβλεπαν τη θνητότητα μέσα από το πρόσωπο της μάνας.

Ο συνήθως παθιασμένος με τα πραγματικά, ζωντανά σώματα, αποζητούσε την επαφή με την ανθρώπινη σάρκα για να μιλήσει για τη ζωή. Ας θυμηθούμε μόνο το «Κορίτσι με άσπρο σκυλί», όπου η πρώτη γυναίκα του, Κίτι, ποζάρει φορώντας ένα πράσινο φόρεμα που πέφτει από τον δεξιό ώμο της, αποκαλύπτοντας το ένα στήθος (πρόκειται για καλλονή της εποχής, κόρη του καλλιτέχνη Jacob Epstein). Μια άλλη, ιδανική έκθεση θα ήταν το παράλληλο κοίταγμα σε αυτά τα έργα του Φρόιντ και του Ρούμπενς. Σε αντίθεση, όμως, με τον Φλαμανδό, ο ρεαλισμός του Φρόιντ συχνά ξαφνιάζει, αν δεν «τρομάζει», καθώς παίζει αρκετά συχνά με το τι θεωρείται αισθητικά ωραίο.

Εκτός από τα χυμώδη σώματα που τον απασχόλησαν, γνωστές στο ευρύ κοινό είναι οι αυτοπροσωπογραφίες του. Εύλογο θα πουν κάποιοι. Κι όμως, ελάχιστα από τα βιβλία του εισηγητή της ψυχανάλυσης είχε διαβάσει, κι είναι αποκαλυπτικό αυτό που έγραψε η θεία του Ματίλντε στον αδελφό της Όλιβερ το 1952: «Ο Λους δεν χρησιμοποιεί καθόλου το κύρος της οικογένειας, κάτι για το οποίο όμως εμείς δεν του κρατάμε κακία. Είναι βέβαια ένας ταλαντούχος, αλλά πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος, ο οποίος ζει εντελώς έξω από τα δικά μας αστικά πλαίσια. Συχνά απορώ πώς βρέθηκε στην οικογένειά μας».

Στη χαιρέκακη θεία μοιάζει ν’ απαντά ο Φρόιντ σ’ ένα δοκίμιο το 1954: «ο ζωγράφος αποκαλύπτει ζωντανά στους άλλους τα ενδόμυχα συναισθήματά του μέσα από το έργο του». Ίσως αυτό έλαβε υπόψη του ο Simon Abrahams, σύγχρονος μελετητής της φροϋδικής ζωγραφικής. Ανάμεσα στις πολλές ερμηνείες του βασιλικού πορτρέτου της Ελισάβετ, ισχυρίζεται ότι η Βασίλισσα είναι ένα συμβολικό «πέρασμα» στο τελάρο του ίδιου του καλλιτέχνη, ένα είδος alter-ego. Και λαμβάνοντας υπόψη τα πολλά βρετανικά δημοσιεύματα, ο Άγγλος θεωρητικός διατυπώνει την άποψη ότι τα γηραλέα χαρακτηριστικά της βασίλισσας είναι εντυπωσιακά παρόμοια με εκείνα του ίδιου του Φρόυντ. Άλλωστε, ο ίδιος ο ζωγράφος είχε πει: «Όλα είναι αυτοβιογραφικά. Όλα είναι ένα πορτρέτο».

 

 

 

TAGS