Από τη διεθνή επικαιρότητα την προσοχή μας κίνησε η πρόσφατη αγορά ενός χαρακτικού της Γερμανίδας καλλιτέχνιδος.
Συνήθως απασχολούμαστε με νούμερα ή με τα «κονταροχτυπήματα» παθιασμένων συλλεκτών, όμως εδώ δεν είναι το ποσό που εντυπωσιάζει. Δύο ιδρύματα της Νέας Υόρκης – το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (MoMA) και η Neue Galerie – ένωσαν τις δυνάμεις τους προκειμένου να αποκτήσουν τη λιθογραφία. Πρόκειται για αυτοπροσωπογραφία της Κόλβιτς που περιγράφεται από τους νέους κατόχους ως «ένα από τα πιο δυνατά αυτοποτραίτα των αρχών του 20ού αιώνα».
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι συγκεκριμένοι οργανισμοί εργάζονται από κοινού για την απόκτηση έργου. Πριν από πέντε χρόνια, αγόρασαν μια άλλη αυτοπροσωπογραφία γυναίκας καλλιτέχνη, της πρώιμης εξπρεσιονιστικής ζωγράφου και πρωτοπόρου της γερμανικής αβάν-γκαρντ Πάουλα Μόντερζον-Μπέκερ. Το έργο δωρήθηκε στο MoMA από το ζεύγος Μπλακ (ο Leon Black ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου εκείνη την περίοδο) και στη Neue Galerie από τον ιδρυτή της Ρόναλντ Λάουντερ. Παρόμοιο σχήμα φαίνεται πως ακολουθήθηκε σήμερα. Η εξαγορά του χαρακτικού από το MoMA υποστηρίχθηκε από το «Abby Aldrich Rockefeller Endowment for Prints» και, για λογαριασμό της Neue Galerie, πάλι από τον Λάουντερ (πρόκειται για γνωστό μαικήνα, μεγαλοσυλλέκτη που συνδέεται με το MoMA ως επίτιμος πρόεδρος στο διοικητικό του συμβούλιο).
«Η κληρονομιά της Καίτε Κόλβιτς (Käthe Kollwitz). αναδεικνύεται εξίσου ζωντανή, όχι μόνο κατά τον 20ο, αλλά και τον 21ο αιώνα» εξηγεί το ενδιαφέρον του MoMA ο Christophe Cherix, επικεφαλής στο τμήμα σχεδίων και χαρακτικών του μουσείου. «Εκτελέστηκε το 1904, αρχές της γόνιμης πορείας της δημιουργού, και συνιστά έργο – ορόσημο στην ιστορία της χαρακτικής, αλλά και πορτρέτο που μιλάει τόσο στην εποχή του όσο και στη δική μας». Ο επιμελητής αποκάλυψε ακόμη ότι το έργο θα παρουσιαστεί στις πρόσφατα ανακαινισμένες αίθουσες του μουσείου από τις 28 Μαΐου. Το MoMA έχει ήδη στη συλλογή του 34 χαρακτικά της σπουδαίας μαστόρισσας, ενώ πρόκειται να της αφιερώσει έκθεση με τόμο αναφοράς.
«Η Κόλβιτς αγωνίστηκε με το έργο της απέναντι στις αδικίες της εποχής, ορθώνοντας τη γυναικεία ταυτότητα ως απαραίτητο και ουσιαστικό παράγοντα κοινωνικής αλλαγής», κρατάμε από την κοινή δήλωση των μουσείων. Γεννημένη στο Καίνιγκσμπερκ της Ανατολικής Πρωσίας (τώρα Καλίνινγκραντ, Ρωσία) το 1867, ήταν κόρη του αρχιτέκτονα Καρλ και της Κατερίνας Σμιτ. Τα πρώτα μαθήματα τέχνης τα έλαβε στο Κόνιγκσμπεργκ, το 1881. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τον γιατρό Καρλ Κόλβιτς και μετακόμισε σε εργατική περιοχή του βόρειου Βερολίνου. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα που εξελέγη σε θέση καθηγητή στην Πρωσική Ακαδημία των Τεχνών, θέση από την οποία εκδιώχθηκε το 1933 με την άνοδο των ναζί στην εξουσία. Τα έργα της χαρακτηρίστηκαν «εκφυλισμένα» κι αφαιρέθηκαν από τις γκαλερί, ενώ η ίδια συνελήφθη. Προκειμένου να μην σταλεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, έπρεπε να κατονομάσει αντικαθεστωτικούς καλλιτέχνες. Παρέμεινε ως το τέλος σιωπηλή και μόνο λόγω του προχωρημένου της ηλικίας της αφέθηκε ελεύθερη.
Στο έργο της χάραξε τον πόνο του πολέμου, της φτώχιας, της εκμετάλλευσης, αλλά και τη δύσκολη ζωή των απλών, καθημερινών γυναικών. Ανάμεσα στα χαρακτικά της, το βλέμμα μας πέφτει επάνω σε μια γυναίκα-θύμα σεξουαλικής κακοποίησης που δηλώνεται μόνο από ένα γυμνό πόδι κάτω από την άκαμπτη, οριζόντια ανδρική φιγούρα (έργο στη φωτογραφία). Η αυτοπροσωπογραφία υπήρξε σημαντικό και επαναλαμβανόμενο θέμα στη χαρακτική της εργασία, ενώ από το συγκεκριμένο πορτραίτο μόνο 12 αντίτυπα είναι γνωστά τα οποία τυπώθηκαν με μικρές χρωματικές παραλλαγές. Για την ιστορία να πούμε ότι το χαρακτικό πωλήθηκε πέρυσι τον Σεπτέμβριο στην ελβετική Galerie Kornfield έναντι 730.000 ελβετικών φράγκων (περίπου 785.000 δολ.), τετραπλασιάζοντας την εκτίμηση των 175.000 φράγκων. Είναι το υψηλότερο ποσό που καταβλήθηκε σε πλειστηριασμό για έργο της Κόλβιτς μέχρι σήμερα.

Φώτης Κόντογλου «Οι πρόσφυγες – Η κοιλάδα του Κλαυθμώνος»
Την περσινή χρονιά, σε δημοπρασία του Sotheby’s, είχαμε άλλο ένα ρεκόρ, αυτή τη φορά ελληνικού ενδιαφέροντος. Το έργο του Φώτη Κόντογλου «Οι πρόσφυγες – Η κοιλάδα του Κλαυθμώνος» άλλαξε χέρια για 252.000 ευρώ – ποσό υπερδιπλάσιο από την υψηλή εκτίμηση που έδωσαν οι εμπειρογνώμονες του οίκου – και έγινε το πιο ακριβοπληρωμένο του δημιουργού. Ακόμη δεν έχει γίνει γνωστή η ταυτότητα του ιδιοκτήτη. Θυμόμαστε, όμως, την κινητοποίηση στα εγχώρια μέσα κοινωνικής δικτύωσης προκειμένου το μνημειακό έργο να καταλήξει σε δημόσια πινακοθήκη της χώρας. Η κοντόγλεια σύνθεση αποτυπώνει τη δεύτερη άλωση της Μικράς Ασίας και ειδικά φέτος, με τη συμπλήρωση ενός αιώνα από την Καταστροφή, προσλαμβάνει μια επικαιρότητα οδυνηρή που δεν έχει μόνο επετειακό χαρακτήρα, καθώς αγωνιούμε όλο και περισσότερο για το μέλλον του Ελληνισμού στη Μαύρη Θάλασσα συνολικά.
Στους δύσκολους καιρούς μας, θα πρέπει τα εθνικά μουσεία να δουν το ενδεχόμενο κοινής αγοράς με άλλα ιδρύματα και πινακοθήκες για εμβληματικά έργα με ιστορική αξία. Εκτός από συνδιοργανώσεις εκθέσεων που ήδη βλέπουμε, οι πολιτιστικοί οργανισμοί οφείλουν να τολμήσουν βαθιές συνέργειες, γιατί όχι και αγορές έργων με κοινό όφελος. Οι όποιες νομικές δυσκολίες δεν μπορούν να στέκονται εμπόδια στους οργανισμούς που θέλουν να ενισχύουν τις συλλογές τους και να ανταποκρίνονται στο ρόλο τους ενεργά, όχι ως κειμηλιοφυλάκια, αλλά ως ανοιχτά σχολεία.
Πολυγραφότατη όπως ο Κόντογλου, η Κόλβιτς κρατούσε από τα εφηβικά της χρόνια αρχείο και αλληλογραφία που εξέδωσε μετά θάνατον ο γιος της. «Ο πόλεμος», έγραφε στην τελευταία της επιστολή, «με συνοδεύει ως το τέλος». Πέθανε μαραζωμένη τέτοιες μέρες τον Απρίλιο του 1945, μόλις τρεις μέρες πριν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου. Η στάχτη της μεταφέρθηκε σε βερολινέζικο νεκροταφείο, κάτω από το ανάγλυφο που η ίδια είχε ετοιμάσει.
Καμιά φορά τα βράδια, ένα πρόσωπο
μας κοιτάζει από τα βάθη ενός καθρέφτη.
Έτσι η τέχνη πρέπει να ‘ναι σαν και τούτον τον καθρέφτη
Να μας αποκαλύπτει το ίδιο μας το πρόσωπο.