Ο Παύλος Σάμιος στο εργαστήριό του, Μάρτιος 2020 Φωτό: Γιώργος Μυλωνάς-

To «non finitο» στη ζωή του έργου

Αφιερωματική έκθεση στο έργο του Παύλου Σάμιου – η πρώτη μετά τον θάνατό του τον Φεβρουάριο του ’21 -, φιλοξενεί η «ΣΤΟart Κοραή» από την Τρίτη 25 Οκτωβρίου έως τις 15 Δεκεμβρίου. 

Η ζωγραφική με ξεπερνάει. Και έτσι πρέπει. Πιστεύω ότι ο θεατής πρέπει να τελειώνει το έργο και να του δίνει μορφή. Και αν θέλει, να βρει τα σύμβολά του. Είναι λάθος να προσδιορίζει ο καλλιτέχνης τις ερμηνείες. Πρέπει να μένει ανοιχτή η πόρτα για κάθε είδους ανάλυση. Ένα έργο δεν τελειώνει ποτέ (συνέντευξη του Παύλου Σάμιου στον Φ. Σακαλή, Ιούνιος 2006).

Πότε «τελειώνει» το βιογραφικό ενός δημιουργού; Διαβάζω το σχετικό σημείωμα του Παύλου Σάμιου στην ιστοσελίδα με το έργο του και σκέφτομαι πως αντιστέκεται πεισματάρικα στον χρόνο. Αυτά τα ψηφιακά γράμματα θέλουν να μη σβηστούν, να μη χαθούν, θέλουν να θυμίζουν για πάντα. Το φυσικό τέλος μπορεί να αναφέρεται ως χρονικό «σήμα», αλλά το έργο του ζωγράφου, όπως λέει ο ίδιος, δεν τελειώνει ποτέ, συνεχίζει κι επιστρέφει για να μας συναντήσει. Τέτοιο χαρακτήρα λαμβάνει και η αφιερωματική έκθεση στη ΣΤΟart, η πρώτη μετά τον θάνατό του. Η αίθουσα στην Κοραή υπήρξε χώρος αγαπητός στον καλλιτέχνη. Εδώ, πρωτοδείξαμε στο αθηναϊκό κοινό μια ενότητα έργων που είχε φιλοτεχνήσει το 1991 στο Παρίσι («Της γης οι ερωτευμένοι» Οκτώβριος-Νοέμβριος 2018). Ένα από αυτή τη φουρνιά δίπλα σε συνθέσεις που αντιπροσωπεύουν το σύνολο μιας γόνιμης πορείας – από τα χρόνια της σπουδής στις αρχές του ’70 έως την τελευταία του έκθεση στην «Σκουφά» το 2020 – βγαίνουν σήμερα από το εργαστήριο με μία υπόσχεση.

«Non finito» τιτλοφορεί το γεγονός η σύντροφος ζωής του ζωγράφου, Μαρία Ξανθάκου, δίνοντας τον τόνο και το περιεχόμενο της «συνέχειας». Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζουμε τα έργα που έμειναν ανολοκλήρωτα από τους δημιουργούς τους, συχνά λόγω του θανάτου τους, καθώς και εκείνα που υπηρετούν μια συγκεκριμένη αισθητική όπως αφήνονται σκόπιμα ημιτελή και «παίζουν» με τις έννοιες του ανεπίλυτου και του ανολοκλήρωτου. Μερικοί από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες διερεύνησαν μια τέτοια αισθητική, μεταξύ των οποίων ο Τιτσιάνο, ο Ρέμπραντ, ο Τέρνερ και ο Σεζάν, ενώ μοντέρνοι και σύγχρονοι εικαστικοί όπως οι Τζανίν Αντονί, Λίγκια Κλαρκ, Τζάκσον Πόλοκ και Ρόμπερτ Ράουσενμπεργκ την έστρεψαν σε νέα κατεύθυνση, επεκτείνοντας τα όρια της τέχνης στον χώρο κρατώντας το ίδιο νήμα από τους προγενέστερους: καλούν τους θεατές να ολοκληρώσουν το έργο με τη φαντασία τους. Κατά κάποιον τρόπο, η ποιητική του ανολοκλήρωτου είναι η ποιητική του ανέφικτου.

Ο Σάμιος άλλοτε προτάσσοντας ατελή περιγράμματα και προτείνοντας ένα εξαιρετικά εύγλωττο non finito κι άλλοτε ενορχηστρώνοντας την ποιητική διαμόρφωση των κενών, τις διαφάνειες και μια εξπρεσιονιστική διάθεση όπως στάζει το χρώμα επάνω στο χαρτί, μάς παρουσιάζεται πέρα από το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του, πάνω ακόμη κι από τη μορφή του έργου του. Πρόκειται για την εξύψωση της πρόθεσης του καλλιτέχνη: της ιδέας πίσω από το αποτέλεσμα. Τα έργα αυτά συνιστούν «σελίδες» του ημερολογίου του Σάμιου, που σε πολλούς από εμάς είναι εικόνες γνώριμες κι αγαπημένες. Η ζωγραφική αυτή δε σε βάζει σε στενωπό και ίσως αυτός είναι από τους λόγους που ο δημιουργός αγαπήθηκε τόσο από το κοινό. Ο Σάμιος ισορρόπησε ιδανικά ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, ανάμεσα σε αυτό που ανεμπόδιστα φανερώνεται και σε αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί. Σε αυτό που με κλειστό το βλέμμα, ακόμη κι ο θεατής που δε νιώθει ασκημένος εραστής της τέχνης, προχωρά στην τελείωση του έργου με ένα βίωμα προσωπικού χαρακτήρα.

Υπάρχουν έργα – σχέδια με αρχετυπικό χαρακτήρα, όπου καταγράφεται η πρώτη χειρονομία και αποτυπώνεται η σύλληψη του ζωγράφου. Κάποια από αυτά δεν φέρουν υπογραφή, ενώ στα περισσότερα το non finitο, με την ημιτελή φόρμα ή την σπασμένη αφήγηση, γίνεται επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Το όψιμο έργο του Κωνσταντίνου Παρθένη που είχε χαρακτήρα υπαινικτικό, δεν του ήταν ξένο (ανάμεσα στα έργα της συλλογής του Σάμιου συνάντησα τέτοιο σχέδιο). Με χέρι σταθερό δίνει στις εικόνες του ρυθμό με τη γραμμή, η οποία κάποτε διακόπτεται από κενά που κι αυτά αποτελούν οργανικό μέρος της σύνθεσης (χαρακτηριστική η προσφιλής παράσταση του τραπεζιού, φιλοτεχνημένη επάνω σε δέρμα). Ο ζωγράφος συνδύασε το δίδαγμα του κυβισμού με τις επινοήσεις των βυζαντινών μαστόρων.

Υπάρχουν έργα «βιο-γραφικού» χαρακτήρα, όπου μέσα στο πατρικό τσαγγαράδικο προβάλλει η φιγούρα του χειρώνακτα – μάστορα∙ του πρώτου δασκάλου που έρχεται να θυμίσει το ξεκίνημα του δημιουργού και το εργαστήριο ως «μήτρα». Μια ιδιότυπη σπουδή στο non finito μπορεί να εντοπίσει κανείς και στη ζωγραφική μεταφορά μιας ψηφιδωτής παράστασης άνδρα. Τον Σάμιο γοήτευαν τα σπαράγματα χρωμάτων που διασώθηκαν σε αγάλματα, επιτύμβιες στήλες και μετόπες. Είχε συνειδητή σχέση με την Ιστορία, που σημαίνει ότι δεν διδασκόταν απλώς από τους ανώνυμους μαστόρους της παράδοσης, αλλά τους έφερνε δίπλα του, συμπληρώνοντας χρώμα και υλικά. Αντλούσε από βαθύτερα επάλληλα στρώματα, τα φαγιούμ, τη βυζαντινή αγιογραφία, τον Πανσέληνο και τον Τζιότο ως το μάθημα του Σεζάν.

Ακόμη και τα ερωτικά έργα του Σάμιου είναι ποτισμένα με το ανολοκλήρωτο. Πρόκειται για «έρωτα που τον φαντάζεσαι ότι μόλις τελείωσε ή μόλις αρχίζει» για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του δημιουργού. Άλλοτε πάλι δεσπόζει η κεντρική φιγούρα και γύρω της βλέπουμε σκηνές που αφηγούνται ή δίνουν αφορμή για να φτιάξει ο θεατής τα επεισόδια με όποια σειρά επιθυμεί. Στα έργα αυτά αφήνει χώρο στον θεατή να προβάλει, όχι τις φοβίες του, αλλά τα δικά του φετίχ, τις δικές του λαγνείες. Είναι σα να συμπληρώνουμε επάνω στο τραπέζι που μετέφερε στο τελάρο, τα δικά μας «κλειδιά», όσα συνειδητά ή ασύνειδα κουβαλάμε.

Εκτός από τον μινιμαλισμό των πρωταρχικών αυτών ερεθισμάτων χαρακτηρίζεται και από μια οικονομία που αφήνει τον θεατή να περιπλανηθεί με χαρακτηριστική ευκολία, τόσο στους χώρους και στους χρόνους που αυτό διαδραματίζεται όσο και στις θεματικές που το διαφεντεύουν. Έτσι το έργο διαμεσολαβεί σε ένα λεπτό σύνορο, ανάμεσα στη βεβαιότητα της ύπαρξής του και στην αβεβαιότητα της γνώσης μας. Βγήκε από το εργαστήριο του Σάμιου, φωτίστηκε από το δικό μας βλέμμα κι έχει κατοχυρωθεί πλέον στον δικό μας εσωτερικό χώρο. Ο ζωγράφος βάζει τα υλικά και ο θεατής συν-εργάζεται, μετέχει ο ίδιος στο έργο, καθώς μεταγράφει τον μύθο του Σάμιου στα δικά του, παροντικά μέτρα. Γι’ αυτό πιστεύω ότι ο δημιουργός δεν θα μείνει μεγάλος μοναχά στον καιρό του. «Οι εμπειρίες που κερδίζεις, εκείνα που βλέπεις, εκείνα που σου αρέσουν και εκείνα που αφήνεις αλλάζουν κάθε τόσο και μαζί τους αλλάζεις κι εσύ. Αυτό αποτυπώνεται και στον καμβά» προφητεύει.

«Τελικά, η ζωγραφική είναι η ζωή μου. Ξυπνάω, κοιμάμαι και σκέφτομαι πώς θα είναι το επόμενο έργο ή πώς θα τελειώσει αυτό που έχω αρχίσει». Τα έργα του Σάμιου στη ΣΤΟart μοιάζουν με κρυφό δώρο στους επιγενόμενους, μα και στο εαυτό του. Άφησε ανοιχτούς λογαριασμούς, όχι μόνο στον χώρο όπου επιστρέφει, αλλά και στο «βιογραφικό» του. Ξέρει πως το βλέμμα του θεατή συμπληρώνει τον πίνακα. Πιστεύει όμως και κάτι άλλο∙ πως και ο πίνακας βλέπει τον θεατή ως ένα βλέμμα ανοιχτό στον χρόνο.

TAGS