Hotel Pindaros, Αθήνα, 1996

«Σταβερισμός»: το φαινόμενο που έγινε βιβλίο

Τον Σπύρο Στάβερη γνωρίζει το πλατύ κοινό από τις εικόνες του στη lifo. Η σχέση του φωτογράφου με τον εκδότη του περιοδικού Στάθη Τσαγκαρουσιάνο πηγαίνει πίσω στα χρόνια του «01» και του Symbol. Από αυτήν την πυκνή εμπειρία η οποία καλύπτει περίπου τρεις δεκαετίες, οι πιο μεγάλοι εξοικειωθήκαμε με τις εικόνες του, πιο σωστά, ακονίσαμε το βλέμμα σε μια σειρά από χρονογραφήματα που αποτυπώνουν ποικίλες όψεις της κοινωνικής και πολιτικής ζωής στον τόπο. Μια επιλογή από αυτές τις εικόνες έρχεται να παρουσιάσει υπό μορφή ημερολογίου το Chambres de Voyageurs, ένα βιβλίο που κλείνει μια εποχή, και μαζί του, το πιο προσωπικό πορτρέτο του Σπύρου Στάβερη.

Η επίσημη παρουσίαση της έκδοσης έγινε το βράδυ του Σαββάτου στο Ρομάντζο, σε μια σύναξη φίλων που θύμιζε περισσότερο κουβέντα στο σαλόνι του φωτογράφου, χωρίς επισημότητες και χωρίς να δείχνει ότι ενοχλείται από την παρουσία του κοινού. «Δηλώνω λάτρης του φωτορομάντζου» συστήθηκε ο Στάβερης και, ξεκινώντας να μιλά για τη ζωή του, αμέσως καταλάβαινες ότι έχεις μπροστά σου μια ξεχωριστή περίπτωση δημιουργού. Γεννημένος στην Αθήνα το 1952, δεν γνώρισε τη μετεμφυλιακή εποχή, καθώς οι γονείς του φύγανε μετανάστες στο Παρίσι (έζησε βέβαια τις συνέπειές του από τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η οικογένεια στη Γαλλία, ξεκινώντας από το μηδέν). «Ήθελα να μπω σε σχολή φωτογραφίας, αλλά με έκοψαν στα ψυχολογικά τεστ» ομολογεί, δείχνοντας μια πορεία που διαμορφώθηκε κι από ακυρώσεις, ακόμη κι από περιφρόνηση. Στο Παρίσι έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού, με πιο γοητευτική αυτή του εργάτη σε τσίρκο (φωτίζοντας με προβολέα τις ακροβάτισσες, έμαθε να «φωτογραφίζει»). Τις σπουδές του στην Ιστορία (Universite Paris VII και Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales), φαίνεται πως καθόρισε η περίοδος έντονης πολιτικοποίησης μετά το Μάη του ’68. Σε αυτή τη θητεία μπορούμε να εξηγήσουμε την ιστορικότητα των εικόνων του;

Ο φωτογράφος Παύλος Φυσάκης, φίλος του Στάβερη και συνδημιουργός του βιβλίου με τον Δημήτρη Κεχρή, κρατώντας τον ρόλο συντονιστή στο Ρομάντζο, έκανε λόγο για «σταβερισμό» όπως τον έζησε μέσα από το πλήθος των εικόνων και των κειμένων του. Οι τρεις τους, σχεδόν τελετουργικά επί δύο χρόνια, μαζεύονταν κάθε Κυριακή στο σπίτι του Στάβερη για να συγκεντρώσουν το υλικό της έκδοσης. «Θα ήθελα, ιδανικά, τις εικόνες αυτές να τις έβλεπα σε μουσείο κι όχι τόσο σε έντυπα lifestyle» σχολίασε, βάζοντας σε συζήτηση το πλαίσιο των φωτογραφιών. Υπήρξαν δημιουργοί σαν τον Γάλλο Atget ή τον Γερμανό Sander οι οποίοι κατέγραψαν επίμονα το αστικό περιβάλλον και την κοινωνία της εποχής τους. Ο Στάβερης, όμως, δεν φαίνεται να το επιχείρησε συνειδητά. Μέσα από διαφορετικά και αντιφατικά έντυπα μπόρεσε να έχει πρόσβαση και στα πάνω και στα κάτω πατώματα της κοινωνίας. Ανάμεσα στο λούμπεν περιθώριο και στην κοσμική Αθήνα, ο φωτογράφος καθιερώθηκε  κάνοντας πορτρέτα «μη κανονικών», αλλά και αστραφτερών σελέμπριτι. Το γεγονός αυτό του επέτρεψε κινηθεί με άνεση σε οποιοδήποτε περιβάλλον.

«Αισθανόμουν άνετα σε όλους τους χώρους. Είτε με πήγαινες σε ένα κλαμπ, είτε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου με μια τραβεστί και το αγόρι της, είτε στα κοσμικά που έκανα τότε. Αν έχεις την περιέργεια για τα πράγματα, για τα κοινωνικά φαινόμενα, για τις διάφορες κατηγορίες των ανθρώπων, νομίζω αυτή η περιέργεια σε κάνει να τα βλέπεις όλα, όχι αποστασιοποιημένα αναγκαστικά –γιατί μπορεί να έχεις τα δικά σου συναισθήματα απέναντι σε αυτά που βλέπεις– αλλά σου επιτρέπει να κινείσαι εύκολα παντού» εξηγεί ο ίδιος σε συνέντευξή του.

Ποιο όμως ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του Στάβερη, αυτό που τον έκανε να διαφοροποιείται από τη φωτοδημοσιογραφία της εποχής; Δεν θέλησε ποτέ «στημένα» πορτρέτα, ούτε τον γοήτεψε το γκρο πλαν. Έκανε πάντα ένα πρόσωπο μέσα στο δικό του περιβάλλον και το «έντυσε» με τις περισσότερες δυνατές πληροφορίες, ώστε να είναι πλήρως ενταγμένο στον κόσμο του. Παρόλα αυτά δεν το έκανε με τρόπο ρεπορταζιακό, αλλά με τρόπο ανάλαφρο, απενοχοποιημένο, ακόμη και αστείο. Κι είναι παράδοξο γιατί ο ίδιος θα πει στο Ρομάντζο: «στα χρόνια του 01 δεν ξεχώριζα τον εαυτό μου από τον δημοσιογράφο».

Γιατί, λοιπόν, μας ενδιαφέρει ο «σταβερισμός»; θέτει μάλλον ρητορικά το ερώτημα ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης, που συμμετείχε στο πάνελ. Μια πρώτη απάντηση είναι ότι πρόκειται για «ευαίσθητο  χρονογράφο» ο οποίος καταγράφει την καθημερινή ζωή της πόλης, αλλά και την αθέατη όψη της (μειονότητες, άστεγοι) απαντά η Μαρία Μαραγκού. Η Εύα Στεφανή κάνει λόγο για «ανατομία της σύγχρονης Ελλάδας» που βγήκε από μια εποχή αντιφάσεων. Από τη μία πλευρά έχουμε εικόνες ευωχίας, ξέφρενης διασκέδασης, πλουτισμού στα όρια του χυδαίου, ενώ την ίδια στιγμή ελλοχεύει το στοιχείο του ανοίκειου. Ταυτόχρονα, ο Στάβερης «σκοπεύει με ένα βέλος στην καρδιά των ανθρώπων και, την ίδια στιγμή, τον αγκαλιάζει. Δεν έχει βλέμμα ηδονοβλεπτικό, αλλά καρδιακό, όπως ο κόσμος του Φελίνι».

Οι φωτογραφίες του Στάβερη συλλαμβάνουν τον παλμό της εποχής τους και, με τον τρόπο τους, θα μείνουν κλασικές. Το πρώτο εκδοτικό εγχείρημα της KOLEKTIV8 που φιλοδοξεί να καλύψει ένα βιβλιογραφικό κενό για τη σύγχρονη εγχώρια φωτογραφία, δείχνει τον δρόμο κι είναι ευχής έργον να ακολουθήσουν κι άλλα (την αισθητική του βιβλίου υπηρετεί ο άρτιος καλλιτεχνικός σχεδιασμός που επιμελήθηκε ο Γιάννης Μαρκάκης). Για όποιον παρακολουθεί από χρόνια τον φωτογράφο, ξεχωριστό ενδιαφέρον έχουν τα κείμενα του Στάβερη με τα οποία κλείνει το βιβλίο: ένα ιδιότυπο ημερολόγιο εσωτερικού ταξιδιού με ποιητικούς συνειρμούς και φανταστικές συναντήσεις που θυμίζουν όνειρα. Σαν μικρά παράθυρα, μέσα από τα οποία μπορεί κάποιος να κρυφοκοιτάξει μέσα στον δικό του παράξενο κόσμο.

Φεύγοντας από την αίθουσα, περνούσα ανάμεσα από το νεανικό κυρίως πλήθος, που είχε μαζευτεί για να δει από κοντά και να ακούσει τον Σπύρο Στάβερη. Αναρωτιέμαι πόσοι Έλληνες καλλιτέχνες έχουν καταφέρει να συγκινήσουν, όχι μόνο τη δική τους γενιά, αλλά και τους νέους με τη δουλειά τους. Αυτή είναι μια «περιουσία» του φωτογράφου που λίγοι τη μοιράζονται.

Σπύρος Στάβερης, Chambres de Voyageurs, εκδ. KOLEKTIV8, Αθήνα, 2021

TAGS