Έξω από το Καπνεργοστάσιο της Λένορμαν, μεσημέρι της Τρίτης, μια μεγάλη ουρά σχηματίστηκε για να δει τον Σίσυφο του Παπαϊωάννου. Ανάμεσα στις κουβέντες, ακούγονταν διάφορα για κρούσματα, μέτρα, όμικρον. Η πραγματικότητα της νέας μετάλλαξης έμοιαζε να έχει εισβάλει για τα καλά στην καθημερινότητά μας. Ώσπου κατέβαινες τις σκάλες του κτιρίου, κάτω στα υπόγεια, από μια παράπλευρη, κρυφή είσοδο, κι αμέσως η πραγματικότητα του Παπαϊωάννου σ’ άρπαζε από τα μαλλιά. Ο καλλιτέχνης είχε φτιάξει μια «πύλη» στο ανοίκειο, μία κατάσταση όπου σκηνικός χώρος και ανθρώπινο σώμα αλληλοπεριχωρούνται.
Η αίσθηση από το κρύο, χωρίς σκηνή κι άδειο από καρέκλες γιαπί, έξω από οτιδήποτε προδίδει σκηνογραφικό περιβάλλον, ήταν η πρώτη έκπληξη που δοκίμαζε ο θεατής. Μόνο ένας περιφερόμενος άνδρας με κοστούμι, έφερε στην αγκαλιά του ένα σωρό πέτρες, βάζοντάς μας στο μύθο. Κάποιος αρχίζει να σέρνει ένα προβολέα εδάφους, με το μικρόφωνο να εντείνει το απόκοσμο σούρσιμο και η δράση ξεκινά.
Είναι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, που καθοδηγεί ερμηνευτές – και κοινό – ανάμεσα από τις κολώνες του σκοτεινού χώρου. Κινεί τα νήματα, ρίχνοντας φως σε μια τεράστια τοιχογραφία την οποία με δυσκολία φέρει στους ώμους, ο δικός του Σίσυφος. Άνθρωπος και πέτρα σε μία συζυγία που αλλάζει από επώδυνους «τοκετούς», καθώς οι έξι ερμηνευτές – άνδρες και γυναίκες – εναλλάσσονται ως να είναι οι ίδιοι μέλη της τοιχογραφίας.
Το δρώμενο συμπυκνώνει όλα τα γνωρίσματα του δημιουργού. Από τη Μήδεια, την παράσταση που εκτίναξε τη φήμη του όταν παρουσιάστηκε, ο Παπαϊωάννου ρίχνει δίχτυα στα αρχέτυπα, κάνει χρήση κι απολαμβάνει τη θαλπωρή του μύθου. Προτείνει συνθέσεις και πράγματα για το μέλλον, αλλά με υλικά του παρελθόντος. Η αγάπη του για τους καλλιτέχνες που υπήρξαν ή που τους νιώθει δασκάλους και για τα επιτεύγματα της τέχνης είναι στο έργο του φανερή. Η συνέχεια αυτή, όμως, έχει αξία όπως τη διαμορφώνει με την επιλογή του.
Από τον Τσαρούχη έχει διδαχθεί βυζαντινή αγιογραφία, πώς πέφτει το φως σ’ ένα σώμα, πώς ένα σώμα θυμίζει ένα σχήμα, πώς να συνθέτει. Από τα χρόνια της Σχολής και τη Ρένα Παπασπύρου – που βρισκόταν ανάμεσα στο κοινό και παρακολουθούσε από κοντά – θα πρέπει να ήρθε σε επαφή με την αρχετυπική λιτότητα του υλικού. Εύλογα, ο νους τρέχει στη δική της τοιχογραφία που τις μέρες αυτές παρουσιάζεται στη Στέγη. Πολλά μπορούν να λεχθούν για τις μυθολογικές, εικονογραφικές και κινηματογραφικές πηγές που έχει μεταγράψει ο δημιουργός στο ανθρώπινο σώμα. Για όλα αυτά τον έχουν αποκαλέσει «αλχημιστή της εικόνας». Όμως ο Σίσυφος απέχει από αυτό.
Ο Παπαϊωάννου φτιάχνει μια γλώσσα για ένα θέατρο χωρίς λόγια, μια γλώσσα που θέλει, όχι μόνο να παρέχει εικόνες εντυπωσιακές, αλλά να μιλάει με τρόπο που μόνο η μεγάλη τέχνη μπορεί. Δεν είναι δηλαδή οι εικόνες, είναι πώς δημιουργείται μπροστά στα μάτια σου η ψευδαίσθηση. Αυτό είναι το μέγεθος της δύναμης που έχει η σκηνική τέχνη κι ο 57χρονος δημιουργός την έχει πια κατακτήσει. Αλχημιστής της εικόνας ήταν ήδη από το 2004 όταν διηύθυνε μαεστρικά τη μνημειώδη τελετή έναρξης των Ολυμπιακών. Σήμερα, επιχειρεί ως μύστης, να μεταγγίσει στο κοινό την ποιητική ουσία του μύθου, που έχει στο κέντρο της τον άνθρωπο.
Σε μια εποχή που χτυπήθηκε από την έλλειψη της επαφής με τους ανθρώπους, η σωματικότητα στο έργο του Παπαϊωάννου «επεκτείνεται, φεύγει έξω από τα όρια του αισθησιασμού, πηγαίνει σε αυτή την εξω-λογική περιοχή της συν-αισθησιακής επαφής με τους συνανθρώπους μας, μας υπενθυμίζει δηλαδή ότι δεν σκεφτόμαστε και δεν καταλαβαίνουμε μόνο, υπάρχει και μια άλλη γλώσσα, η οποία δεν αφορά μονάχα τη σεξουαλικότητα, αλλά είναι σαν μια διάλεκτος επικοινωνίας και με τη ζωή αυτή καθαυτή και μεταξύ μας» όπως έχει στο παρελθόν δηλώσει σε συνέντευξη στη Λουΐζα Αρκουμανέα).
Ειδικά στο Σίσυφο, ο δημιουργός μοιάζει να υπακούει σε τούτη την εντολή του Καμύ που στο θέατρο του παραλόγου, είδε την αξία της ζωής : «Όμως η δημιουργία είναι για εκείνον η καλύτερη ευκαιρία για να διατηρεί τη συνείδησή του άγρυπνη μπροστά στις λαμπερές και αλόγιστες εικόνες του κόσμου. Ο αγώνας του Σισύφου που περιφρονεί τους θεούς, αγαπά τη ζωή και μισεί το θάνατο γίνεται το σύμβολο της ανθρώπινης μοίρας».
Ο Παπαϊωάννου νιώθει αυτή την τρομερή αγάπη για τη ζωή μέσα από την αισθητική της αποτύπωση. Ακόμη κι όλα αυτά που δεν πηγαίνουν πέρα από το τώρα, όλα αυτά που δεν έχουν ένα πάγιο και ερμηνεύσιμο νόημα, τον κάνουν και νιώθει Σίσυφος που κουβαλά μια κούφια νοήματος πέτρα, την ύπαρξη του κόσμου ως ερώτημα. Και δεν πειράζει που ‘χει από πάνω και την γνώση πως η πέτρα δεν προορίζεται πουθενά, πως δεν έχει τέρμα, πως την πέτρα την κατασκευάζεις επειδή και όσο την αναζητάς. Δεν πειράζει που ο κόσμος, ο έρωτας, η τέχνη, η υπέρβαση δεν είναι ερωτήματα, παρά μόνο στο βαθμό που εξασκείς τη ματιά σου να τα βλέπει έτσι. Διότι ξέρεις πως αν δεν εξασκήσεις τη ματιά σου, θα μείνεις εσύ ο ίδιος μια πέτρα.
Έξω από το Καπνεργοστάσιο όλοι εμείς συμπεριφερόμασταν σαν να ήταν όλα «κανονικά», σαν η ζωή να είχε ξαναβρεί «το ρυθμό» της. Κι όμως, εκεί κάτω, στα έγκατα του κτιρίου είχε συντελεστεί ένα είδος μύησης. Το έργο του Δημήτρη Παπαϊωάννου είχε ολοκληρωθεί ,βεβαιώνοντας μας, για μία ακόμη φορά, πως αυτό που λέμε «πραγματικότητα» είναι ό,τι συνειδητοποιούν τα ιδιοφυή πνεύματα σε σπάνιες ώρες κι όχι οι σταθερές συντεταγμένες των πολλών.