Το πρώτο «ενήλικο», πολιτικό κόμικ που φιλοτεχνήθηκε από Έλληνα καλλιτέχνη, παρουσιάστηκε την Πέμπτη στον «Ιανό».
Πώς να μιλήσεις για τα χρόνια της δικτατορίας; Υπάρχουν τα επίσημα βιβλία της Ιστορίας, αυτά που καταγράφουν με ψυχρό μελάνι τα γεγονότα ημερολογιακά και μας δίνουν τους πρωταγωνιστές τους. Υπάρχουν όμως και βιβλία που αγκαλιάζουν μια εποχή, έξω από ημερομηνίες, αποτυπώνοντας με αίσθημα τα γεγονότα και τον παλμό του κόσμου. Ένα τέτοιο εκδοτικό έργο παρουσιάστηκε επίσημα στην αίθουσα του αθηναϊκού Ιανού, το βράδυ της Πέμπτης. Ο γραφιάς του, Κυριάκος Ρόκος, είναι από τους λιγοστούς δημιουργούς που χαίρεται για δεύτερη φορά το έργο του έπειτα από 43 χρόνια. Το σχεδιαστικό ημερολόγιο «Αποτυπώματα 1967-1975» πρωτοκυκλοφόρησε στην αυγή της μεταπολίτευσης, το 1978, κι έγινε κυριολεκτικά ανάρπαστο. Σήμερα, με τη φροντίδα των εκδόσεων «στερέωμα», το κλασικό πια βιβλίο του Δασκάλου της γλυπτικής, επανακυκλοφορεί στην αρχική του μορφή.
Ποια είναι η ιδιαιτερότητά του; Πρόκειται για την ιστόρηση των πέτρινων χρόνων της εφταετίας, μεταφερμένη στη γλώσσα των κόμικς. Άρχισε να δουλεύεται «εν θερμώ» το 1973 στο Παρίσι, όταν ο Ρόκος βρισκόταν για μετεκπαίδευση στο εργαστήριο του César. Ο ίδιος βεβαίως προτού φύγει για τη Γαλλία, είχε προσωπική εμπειρία από τα πρωτοπαλίκαρα της χούντας. Στην πρώτη έκθεση που έκανε στις ιστορικές «Νέες Μορφές» (1972), είχε την τόλμη να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με σχέδια από τη θητεία του στον στρατό – προτού βγει η κινηματογραφική «Λούφα και Παραλλαγή» του Περάκη – κι ένα εισαγωγικό σημείωμα που τον οδήγησε στην Ασφάλεια και στον αρχιβασανιστή Πέτρο Μπάμπαλη. Αλλά και στο Παρίσι όταν έφυγε με υποτροφία, δεν έμεινε ανενεργός. Συνδέθηκε με τον Μίκη και τον κύκλο των Ελλήνων αντιστασιακών και μάθαινε τα νέα από κασέτες που έστελναν οι φοιτητές μέσα από το Πολυτεχνείο (μεταξύ αυτών και η σύντροφός του, φοιτήτρια τότε, Ρουμπίνα Σαρελάκου).
«Δεν ήμουν ήρωας, αλλά το μόνο όπλο που είχα, ήταν το σχέδιο» ομολογεί σεμνά ο Ρόκος στην παρουσίαση του βιβλίου. Νεαρός στα χρόνια, χωρίς να έχει συνείδηση της ιστορικότητας του έργου, θέλησε να αποτυπώσει το χρονικό της δικτατορίας. Στις σελίδες του ο αναγνώστης θα δει πώς αποφασίστηκε το πραξικόπημα, ποιοι συμμετείχαν, την απόπειρα του Παναγούλη, το Πολυτεχνείο, την τραγωδία της Κύπρου, όλα «υποτιτλισμένα» με διαφημίσεις της εποχής. «Στις πρώτες σελίδες είχα και κείμενο» αναφέρει. «Όσοι τα έβλεπαν διαβάζανε τα κείμενα και κατόπιν κοιτούσαν την εικόνα, πράγμα που δεν ήθελα. Οπότε σκέφτηκα να το αλλάξω, να ξέρω τι γράφει, αλλά να μην μπορεί να το ερμηνεύσει ο άλλος. Έτσι, όλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τι “λέει” το σχέδιο. Από την κάτω μεριά χρησιμοποιούσα διαφημίσεις της εποχής, ας πούμε “ο Ολυμπιακός είναι ιδέα” ή “φύτεψε ένα δέντρο”». Πρόκειται για μια ευφάνταστη pop εκδοχή, μεταφερμένη σε διάσταση πολιτική, όπως έκαναν την εποχή εκείνη στην Ελλάδα οι «Νέοι Ρεαλιστές». Τα πρόσωπα μιλούν μια επινοημένη γλώσσα, τα λόγια που εκστομίζουν δεν σημαίνουν τίποτα αλλά, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, το νόημα είναι ξεκάθαρο, η αφήγηση κυλάει ομαλά. Τα πρόσωπα απηχούν τα διδάγματα που είχε ο καλλιτέχνης από το Παρίσι – αναγνωρίζεται ο Κοκτώ, ο Μπρακ και ο Πικάσο – αλλά αποτυπώνονται σε μία γραφή που είναι ολότελα προσωπική, δεν μπερδεύεται με κάτι άλλο (χαρακτηριστική είναι η προμηθεϊκή μορφή ενός πουλιού που συμβολίζει τον φοιτητή – ήρωα). Στις σελίδες του ακόμη, o προσεκτικός αναγνώστης θα βρει και τη γνωριμία του καλλιτέχνη με τη Ρουμπίνα, όπου η προσωπική ιστορία γίνεται συλλογική κι ο δημιουργός, έστω ασύνειδα, γίνεται μέρος της Ιστορίας της τέχνης.
Πενάκι ελεύθερο και σχέδιο ρευστό, εικονογραφικά επεισόδια με υψηλό συμβολικό περιεχόμενο συνθέτουν ένα έργο μοναδικό για την εποχή του, ένα έργο που συνδυάζει την αντιδικτατορική στάση με την ψυχεδέλεια και χρησιμοποιεί την ειρωνεία, τη σάτιρα, τον υπαινιγμό αλλά και την ευθεία καταγγελία ως όπλο ενάντια στη φίμωση και την καταδυνάστευση. «Όχι όμως μιας οργής που στρεβλώνει την όραση και παραλύει το πνεύμα», όπως γράφει στο επίμετρο της έκδοσης ο ιστορικός τέχνης Γιάννης Κουκουλάς, αλλά μιας οργής «που γίνεται λόγος και αφήγηση, έστω και με λιγοστές λέξεις ή και χωρίς αυτές, και αποτυπώνεται σε παραισθητικά, ψυχεδελικά, υπερρεαλιστικά ξεσπάσματα στο χαρτί».
Ο Κουκουλάς στη σύντομη αλλά μεστή εισαγωγή του στον Ιανό, ανέδειξε τις αρετές του βιβλίου: μεταφέρει τον αναγνώστη στο μαυρόασπρο, σκοτεινό κλίμα της εποχής με επαρκή αφηγηματικότητα καθώς μπορεί να διαβαστεί διαγώνια ή κι ανάποδα. «Το παράδοξο είναι ότι δεν δημιουργείται από κομιξά, αλλά αφήνει μεγάλη παρακαταθήκη στα ελληνικά κόμιξ» επισημαίνει σωστά και το χαρακτηρίζει «ιερό δισκοπότηρο» μιας εποχής που έλειπε από τη σύγχρονη βιβλιογραφία. Το πολιτικό κλίμα της εφταετίας φώτισε με αδρές γραμμές ο συγγραφέας Γιάννης Μπασκόζος. Καθώς δεν έχει εξεταστεί επαρκώς, ή τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό με άλλες ταραγμένες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας, το γεγονός αυτό βαραίνει την αξία του βιβλίου. «Είναι ψηφίδα μνήμης», «φόρος τιμής σε αυτούς που αντιστάθηκαν» και «έργο θυμωμένο γι’ αυτό και ζωντανό μέχρι σήμερα» ανέφερε ο Μπασκόζος.
Τι σημαίνει η επανακυκλοφορία των «Αποτυπωμάτων» σήμερα; Στην Ιστορία της νεότερης ελληνικής τέχνης καταγράφεται ως το πρώτο «ενήλικο», πολιτικό κόμικ που φιλοτεχνήθηκε από καλλιτέχνη. Σίγουρα, αυτό έχει τη σημασία του, αλλά δεν είναι ακριβώς η ουσία. Το σχεδιαστικό σημειωματάριο του Κυριάκου Ρόκου ξεκίνησε με διάθεση γελοιοποίησης των επικεφαλής της κυβέρνησης των συνταγματαρχών και της νοοτροπίας με την οποία ποτίστηκε όλη η ελληνική κοινωνία. Η αξία του βιβλίου, όμως, υπερβαίνει και την περίοδο της χούντας. Σε μία εποχή που ακόμη σήμερα, οδηγούνται βιβλία στην πυρά, το λεύκωμα του Ρόκου «μιλάει» σε οποιονδήποτε με την αυτάρκεια της εικαστικής του γλώσσας και το μελάνι του ρέει επίκαιρα σε όποιον το πάρει στα χέρια του.