Στην Εθνική Βιβλιοθήκη, σε ένα δωμάτιο προστατευμένο λες από το υπόλοιπο αναγνωστήριο, ο Μιχάλης Μαδένης έχει στήσει μία έκθεση που η σιωπή της είναι εκκωφαντική.
«Είμαστε με τον άνθρωπο». Να μια θέση στην οποία δεν μπορείς παρά να συμφωνήσεις. Δεν σηκώνει ρητορικούς διαξιφισμός, ούτε βεβαίως ιδεολογική αντίκρουση. Όλοι εμείς, η κοινωνία, εννοούμε ένα συγκεκριμένο αξιακό πλαίσιο όχι απλά ανθρώπων, αλλά πολιτών. Τι συγκροτεί αυτό το αξιακό πλαίσιο σε ενότητα; Ο ανθρωπισμός. Ένας στοχαστής είχε υποστηρίξει ότι ο αγαπημένος μαθητής του Χριστού θάταν εκείνος που δεν προλαβαίνει να ακούσει το κήρυγμά του διότι καθαρίζει τις πληγές ενός αρρώστου. Ο ανθρωπισμός, όχι με λόγια, αλλά με πράξεις, με στάση απέναντι στα πράγματα, επιβεβαιώνει την έννοια της κοινότητας. Η κοινωνία δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, ένα σύνολο φανταστικών αριθμών. Η ευρωπαϊκή κοινωνία στην οποία μεγαλώνουμε, αξιώνει από τους πολίτες της να συμμετέχουν με υπευθυνότητα και προϋποθέσεις στην πολιτική, στην κοινωνική ζωή, στην επιστήμη και στην κουλτούρα κι όταν αυτό καταλύεται, αξιώνει επίσης να ορθώσουν ανάστημα απέναντι στον ολοκληρωτισμό. Βλέποντας από την οθόνη το προστατευμένο από τσουβάλια άγαλμα στην κεντρική πλατεία της Οδησσού, αναγνωρίζεις ότι με τον άνθρωπο είναι κι εκείνος που στην κρίσιμη ώρα της μάχης προστατεύει ένα μνημείο. Η θέση τώρα εγείρει την παρατήρηση που εκφράζεται ως ερώτημα: εμείς με ποιον άνθρωπο είμαστε, ποιον θέλουμε να προστατεύσουμε;
Μακριά από την αντάρα του πολέμου, στον ιερό βωμό της αυτοσυγκέντρωσης, o Μιχάλης Μαδένης θέλησε να προστατέψει τον ψυχικά αδύναμο, τον άνθρωπο που δεν δύναται να εκ-φράσει λόγο. Στον δεύτερο όροφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης, σε ένα δωμάτιο προστατευμένο λες από το υπόλοιπο αναγνωστήριο, ο ζωγράφος έχει στήσει μία έκθεση που η σιωπή της είναι εκκωφαντική. Πρόκειται για μία σειρά πορτρέτων τροφίμων του ψυχιατρείου. Σα να πήρε την σκυτάλη από την προηγούμενη έκθεση του Θανάση Μακρή για τον ανυπεράσπιστο της ελληνικής ζωγραφικής Θεόφιλο, κι ακολουθεί την ίδια εντολή, σαρκώνοντας τη μορφή ανθρώπων που πάσχουν. Δεν έχουν τίποτε το ηρωικό κι όμως διεκδικούν το βλέμμα του θεατή χωρίς να κραυγάζουν. Δεν εκβιάζουν το συναίσθημα, ούτε ζητιανεύουν αποδοχή. Κι όπως γράφει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στον κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση, «δεν εξωράισε τη δυστυχία τους, αλλά την πόνεσε και τη σεβάστηκε. Τους απέδωσε την ιερότητα που προσήκει σε κάθε αθώο βασανισμένο». Ο ζωγράφος, όμως, δεν έκανε μονάχα αυτό. Έβαλε τον εαυτό του εκεί μέσα.

Ο Μιχάλης Μαδένης μπροστά από έργο του.
Τι’ ναι αυτό που κάνει τον Μαδένη ν’ αναγνωρίζει τον κόσμο αυτό δικό του και μάλιστα να το δηλώνει εμφατικά με τρεις αυτοπροσωπογραφίες; Διαβάζοντας το βιογραφικό του ζωγράφου, δεν περνά απαρατήρητο ότι εργάστηκε πολλά χρόνια με παιδιά στην εκπαίδευση και στην Εθνική Πινακοθήκη (χάρις σ’ αυτόν στήθηκε το παιδικό της εργαστήρι). Δεν ξέρω τι μετέδωσε στους μαθητές του, υποψιάζομαι όμως τι κέρδισε από αυτούς: έργα που σώζουν τις πρώτες εντυπώσεις, συνθέσεις όπου τα παιδιά φανερώνουν πηγαία το αθώο τους βλέμμα. Αυτή η κληρονομιά – ακόμη κι αν δεν το ξέρει ο ζωγράφος – δεν μπορεί ν’ άφησε τη ματιά του ανεπηρέαστη. Τον σπόρο της τελευταίας δουλειάς εντοπίζουμε πίσω στο 2001 και στην τρίτη του ατομική έκθεση στις «Νέες Μορφές». Όταν όλοι έκαναν γυναικεία γυμνά αυτός, απέναντι στο ρεύμα, ζωγράφιζε ανδρικά. Από τότε φάνηκε ότι δεν χαρίζεται στο κοινό, δεν πάει με τα νερά του. Ούτε καν με τον δάσκαλό του Παναγιώτη Τέτση. Παρά το στενό δέσιμο των δύο, ο ζωγράφος δεν έγινε άλλος ένας Τέτσης. Όμως εδώ φαίνεται και η μεγαλοσύνη του δασκάλου του. Τότε ήταν που έδωσε στον μαθητή του τον φωτογραφικό κατάλογο με τίτλο «Γιώργος Κατσάγγελος, Σιωπή – Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης». «Ο Τέτσης θα επισημάνει στον Μαδένη το ασυνήθιστο του θέματος και την υψηλή ποιότητα των φωτογραφιών, και θα του προτείνει, με έμπνευση από αυτές, να δημιουργήσει μια ολοκληρωμένη σειρά ζωγραφικών έργων» εξηγεί ο επιμελητής της έκθεσης Νίκος Παΐσιος.
Τον κατάλογο του καθηγητή Γ. Κατσάγγελου δεν τον είχα υπόψη μου κι αναζήτησα στο διαδίκτυο μερικά από τα αυτά τα πορτρέτα. Όσα κυκλοφορούν ελεύθερα στο google είναι πράγματι συγκλονιστικά. Θα είχε ίσως νόημα η παράθεση ζωγραφικών και φωτογραφικών πορτρέτων μαζί, καθώς ο Μαδένης δεν ξεσηκώνει τις μορφές, αλλά τις μεταφέρει στο δικό του σύμπαν. Θα έβλεπε κανείς ότι το βλέμμα στο φακό δεν στέκεται εμπρός στον θεατή, αλλά τον διαπερνά. Κοιτά πίσω του. Αντιθέτως, το βλέμμα στο λάδι γίνεται η πρώτη ύλη, το απαραίτητο ψυχικό καύσιμο, προκειμένου ο ζωγράφος να στήσει μία γέφυρα, μια συνομιλία με τον επισκέπτη της έκθεσης. Τα «μελώνει» τα έργα του ο Μαδένης και τα «ντύνει» με μιαν ακλόνητη πίστη στα πρόσωπα αυτά ώστε να δηλώσει: είμαι ένας από σας.
Ο ζωγράφος διδάσκει το γαληνεύειν και το αποδέχεσθαι τα ενάντια. Δεν υπάρχουν διεκδικήσεις ορθότητας ή αποδείξεις των οχυρώσεων της σκέψης. Το έργο του είναι καμωμένο με τα υλικά της ευρωπαϊκής ζωγραφικής παράδοσης, που είναι βαθιά ουμανιστική. Ακόμη και στα έργα που δείχνεται πιο ελεύθερος, όπως στο γαμήλιο ζευγάρι ή στην ολόσωμη αυτοπροσωπογραφία με τη φόρμα όπου προβάλλει ανα-βαπτισμένος από τα χρώματα της δουλειάς, νιώθεις τη διαύγεια, την εσωτερική πληρότητα του ζωγράφου.
Βγαίνοντας από το δωμάτιο του Μαδένη, το βλέμμα αποσπά ο ορίζοντας έτσι όπως ανοίγεται μπροστά από τη τζαμαρία του κτιρίου. «Magic hour» λένε οι φωτογράφοι το τελευταίο, γλυκό φως. Είναι παρήγορο να βλέπεις νέα παιδιά, φοιτητές, να δουλεύουν σε τέτοιες συνθήκες (με αυτή τη ζωγραφική δίπλα τους). Κι είναι ακριβώς τότε που νιώθεις ότι ο πρωτεϊκός ουρανός ενστάλαξε στην ψυχή του ζωγράφου μιαν ώρα μαγική, μιαν άλλη απάντηση στην αμετάβλητη επί αιώνες αγωνιώδη ερώτηση του ανθρώπου για τον εαυτό του και τη στάση του στον κόσμο.
«Οι εξόριστοι» του Μιχάλη Μαδένη, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό, έως 31/3. Καθημερινά, 09.30 – 20.00