Ο Alain Droguet, μοντέλο του Γιάννη Τσαρούχη, φωτογραφημένος από τον Γιώργο Τουρκοβασίλη στο Παρίσι, αρχές της δεκαετίας του ’70

Ο Γιώργος Τουρκοβασίλης και το μάθημα της «ελληνικότητας»

Ξεκίνησε και θα διαρκέσει έως τις 24 Σεπτεμβρίου τριπλή αφιερωματική έκθεση με φωτογραφίες του καλλιτέχνη στο αθηναϊκό κέντρο.

Αδιάφορος για τη δημοσιότητα και το εγχώριο σύστημα της τέχνης, ο Γιώργος Τουρκοβασίλης έφυγε αθόρυβα, όπως περίπου έζησε, στα μέσα του περσινού Αυγούστου σε ηλικία 77 χρόνων. Γνωστός στο ευρύτερο κοινό ως συγγραφέας και εικονογράφος των Ροκ Ημερολογίων, της αρχετυπικής “βίβλου” όπως ωραία αποκάλεσαν το λεύκωμα του εγχώριου μουσικού underground, αλλά και από την πολυετή συνεργασία του με τον εκδότη Γιώργο Χρονά και το περιοδικό Οδός Πανός, ο φωτογράφος απέφυγε πεισματικά να δείχνει δουλειά του. Από τον στενό του κύκλο επισημαίνουν ότι υπήρξε μονήρης σε βαθμό «αυτισμού» κι έτσι εξηγούν πόσο δύσκολο του ήταν να «εκτεθεί». Ποιος λοιπόν μπορεί να αποτιμήσει την προσφορά του Γιώργου Τουρκοβασίλη και τη σημασία του έργου του, όταν δεν μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα: ποια η έκταση και που σταματάει πράγματι το έργο του; Μια πρώτη, σοβαρή απόπειρα να φωτιστεί η προσωπικότητα του φωτογράφου ξεκίνησε από κοινή αφετηρία στους χώρους τέχνης Akwa Ibom (Βαλτετσίου 35, Εξάρχεια), Radio Athènes (Πετράκη 15, Σύνταγμα) και Μελάς Μαρτίνος (Πανδρόσου 50, Μοναστηράκι).

O Γιώργος Τουρκοβασίλης σε νεαρή ηλικία

Ο Τουρκοβασίλης αγαπούσε να φωτογραφίζει ανθρώπους σε δρόμους, σε δωμάτια, ακόμα και στο στούντιο, με μία βασική προϋπόθεση: αποζητούσε την στιγμή που δεν το περιμένουν. Μέσα σε μια συνεχή ροή στάσεων κι εκφράσεων κυνηγούσε εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου, όπου το μοντέλο κινείται ή ξεχνιέται και ηρεμεί. Είναι η στιγμή της αλήθειας του, έλεγε, και της αλήθειας του φωτογράφου. «Κάτι σαν ηλεκτρικός σπινθήρας ενώνει τα δύο πρόσωπα σε μια επικοινωνία που διαρκεί όσο και η λάμψη του φλας». Εξηγεί ο ίδιος ότι «τα πορτραίτα που κάνω είναι ρεπορτάζ και τα ρεπορτάζ πορτραίτα. Έχω τέτοια προσήλωση στο ανθρώπινο πρόσωπο, που κατατρώω καθημερινά μορφές μέσα στο πλήθος, αναζητώντας με ερευνητική ματιά κρυφές πηγές νοήματος. Ακόμα κι όταν το θέμα μου είναι σύνολο ατόμων, προτιμώ να θυσιάσω τα ολόσωμα πλάνα για να φέρω τον φακό πιο κοντά στις λεπτομέρειες του προσώπου» (Ζυγός, Μάιος – Ιούνιος 1980).

Λάτρεψε το πρόσωπο και, κυρίως, αυτό του εφήβου, που θεωρούσε θέμα αδικημένο από τους φωτογράφους. Εκεί ειδικά, μπορεί κάποιος να εντοπίσει την επίδραση που άσκησε επάνω του ο Γιάννης Τσαρούχης. Ο Τουρκοβασίλης ήταν προσωπικός φωτογράφος και πολυετής βοηθός του ζωγράφου, ο οποίος τον προσέλαβε το 1969 στο Παρίσι για να φωτογραφίζει μοντέλα και σκηνές που χρησιμοποιούσε στα ζωγραφικά του έργα. Σε κείμενο του ίδιου του φωτογράφου φανερώνεται πως δεν είχε απλώς τα αισθήματα που τρέφουμε για δάσκαλο αγαπημένο, αλλά για δάσκαλο που το ξέρουμε καλά πως διαμόρφωσε σημαντικό μέρος της προσωπικότητάς μας.

Γεννημένος το ’44, ο Τουρκοβασίλης προέρχεται από οικογένεια ιστορική (με ρίζες από τον Κολοκοτρώνη) και η μοίρα του ήταν λίγο-πολύ προδιαγεγραμμένη: με πατέρα βουλευτή και θείο υπουργό, είχε μια κληρονομιά στο δημόσιο βίο της χώρας που θα του πρόσφερε σίγουρη πολιτική σταδιοδρομία. Δεν του έλειπαν βεβαίως οι ικανότητες, καθώς πέρασε στη Νομική Αθηνών, την οποία και τελείωσε με άριστα. Όλα αυτά, όμως, τα εγκατέλειψε για να ακολουθήσει το όνειρό του στην σκηνοθεσία, έχοντας τον Κώστα Γαβρά ως μέντορά του από το 1962 μέχρι το 1967. Ώσπου η «τρικυμία» του 1968 παρασέρνει τον Τουρκοβασίλη στο Παρίσι, αφήνοντας τις μεταπτυχιακές του σπουδές και τις φιλοδοξίες του στο σινεμά. Ας έχουμε υπόψη ότι ο γαλλικός Μάης είναι ποτισμένος από τις θεωρίες του Μαρκούζε κι από εκείνο το βαθυφρικώδες του Σαρτρ ότι «αυτή δεν είναι ώρα για κουλτούρα, αλλά για επανάσταση». Σε μια αποφασιστική στροφή της ζωής του, γνωρίζει τον Τσαρούχη, που έχτισε την καλλιτεχνική του συνείδηση. Για να καταλάβουμε το βάρος που είχε εντός του, παραθέτουμε τον ίδιο τον Τουρκοβασίλη που εξηγεί:

[…] Σαν νέος εκκολαπτόμενος φωτογράφος, το 1968-1969, πίστευα ότι η φωτογραφία ήταν η ανώτερη μορφή τέχνης, ένα «απόλυτο», στο οποίο είχα δοθεί ολοκληρωτικά. Έβλεπα συγκαταβατικά τη ζωγραφική και απέφευγα συστηματικά να πάω στο Λούβρο. Η εκδίκηση ήρθε πολύ αργότερα, όταν ο έρωτας γι’ αυτό που είχα περιφρονήσει με οδήγησε ν’ ασχολούμαι περισσότερο με τη ζωγραφική παρά με τη φωτογραφία, που είναι, υποτίθεται, η τέχνη μου… Αν και φωτογράφος, είχα γίνει μαθητής του ζωγράφου Τσαρούχη. Μάθαινα αναγκαστικά ζωγραφική, βλέποντας στην πράξη πώς χτίζεται, σαν ψηφιδωτό, ένα πορτρέτο ελαιογραφία, ακούγοντας ατελείωτους και εν πολλοίς ακατανόητους διαλόγους μιας μεταφυσικής, ωστόσο, μαγείας ανάμεσα στον Τσαρούχη και τη Lila de Nobili.

Αφήνοντας κατά μέρος την ανεκδοτολογία θα ήθελα να συνοψίσω τα τρία βασικά μαθήματα που διδάχτηκα από τον Τσαρούχη. Το πρώτο είναι ότι αρκεί τα πράγματα να δείχνουν από απόσταση και να εκφράζουν σε μια συνολική ματιά αυτό που είναι. Μια αρχή που βγαίνει ταυτόχρονα από τον ιμπρεσιονισμό και από την πρακτική της θεατρικής σκηνογραφίας. Η γενική εντύπωση δίνει το σωστό αίσθημα και όχι τα τελειώματα και τα φινιρίσματα, που προκαλούν μόνο έναν πληκτικό θαυμασμό της λεπτομέρειας. Στο θέατρο, επιφάνειες μισοβαμμένες, δουλεμένες σοφά σε καίρια σημεία, κατασκευές ημιτελείς, αλλά σωστά μελετημένες, μπορούν να προσφέρουν στο θεατή μια πλήρη αίσθηση, τέτοια που δεν θα το πετύχαινε μια σύνθεση υπερτέλεια. Κι έτσι φτάνουμε σε αυτό που θα ονόμαζα “αισθητική του μισοτελειωμένου έργου”, που ο Τσαρούχης δίδαξε και ίσως εφηύρε και τόσο τέλεια υπηρέτησε.

Γιώργος Τουρκοβασίλης, Untitled, από την έκθεση “Spent” στο Akwa Ibom. Courtesy of Natasa Koliou

Το δεύτερο μεγάλο μάθημα που μου έμεινε, είναι ότι η επαναστατικότητα στη ζωή μπορεί και πρέπει να συνδυαστεί με τον συντηρητισμό. Έλεγε λοιπόν ότι δεν έχει απορρίψει εντελώς τη μικροαστική ηθική, γιατί έχει κρατήσει απ’ αυτήν όλες τις αρετές της, απαρνούμενος όλα της τα ελαττώματα. Ο λεγόμενος μικροαστός είναι αυτός που θεωρεί ότι όλα είναι πακέτο, αρετές κι αδυναμίες, κι ότι οφείλει ν’ ακολουθήσει την ιδεολογία του σαν σύνολο, σαν κάτι αυτονόητο και χωρίς κριτική. Ο επαναστάτης αντίθετα, που αντιστέκεται στο αστικό ιδεώδες, πρέπει να κάνει κριτική επιλογή. Πρέπει να κρατήσει ό,τι είναι καλό, χρήσιμο και προοδευτικό από την αντίθετη ιδεολογία και να μην εξαντλεί την επαναστατικότητά του σε θεαματικές πράξεις, αλλά να την υπηρετεί με ουσιαστικές παρεμβάσεις στην καθημερινή ζωή, προσέχοντας να μην εκτίθεται στη συμπεριφορά του ή την αμφίεσή του και να μην προδίδει την ιδιότητά του. Ο Τσαρούχης στη δεκαετία του εβδομήντα είχε εμπνευσθεί από το μακρύ μαλλί των νέων, που όπως ο ίδιος έλεγε “σαν πτέρωμα πουλιού εκφράζει τον πόθο” και το είχε αξιοποιήσει ζωγραφικά, αλλά ποτέ δεν πίστεψε ότι το αναρχικό μαλλί ή το χίπικο ντύσιμο είναι επαναστατική πράξη. Όπως δεν πίστευε στους ηρωισμούς και στις θυσίες στο όνομα της πίστης ή της ιδεολογίας. Τα θεωρούσε περιττές, ανόητες και οπωσδήποτε βλαβερές πράξεις.

Το τρίτο μάθημα που δέχτηκα, έμμεσα, χωρίς να μου το διατυπώσει ο ίδιος με λόγια είναι το εξής: στον κόσμο της τέχνης, της κουλτούρας και του πολιτισμού δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια. Δεν υπάρχουν έξω στον κόσμο ριγμένες αντικειμενικές αξίες, που προσμένουν εμάς να τις ανακαλύψουμε ή που περιμένουμε εμείς κάποιους δασκάλους να μας τις αποκαλύψουν. “Όλα ’ναι της ψυχής καμώματα και του μυαλού παιχνίδια…” όπως έγραψε ο Καζαντζάκης. Κι ας πάρουμε την περίφημη έννοια της «ελληνικότητας» που χάρη στον Τσαρούχη και στους καλλιτέχνες της γενιάς του συζητήθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια. Και ο Τσαρούχης και ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος και όλοι οι άνθρωποι της τέχνης, που από το τέλος της δεκαετίας του ’50 άρχισαν να πλουτίζουν γενναιόδωρα την αυτόχθονη ελληνική κουλτούρα, ο καθένας τους εφεύρε μια δική του “ελληνικότητα”. Ήταν άνθρωποι με ισχυρό υποκειμενισμό και μεγάλη μυθοπλαστική δύναμη, που απλούστατα προέβαλαν προς τα έξω τα οράματά τους, υλοποιώντας τα, άλλος με τη ζωγραφική, άλλος με τη μουσική ή την ποίηση. Η αξίας τους έγκειται στο ότι κατάφεραν, το προσωπικό τους όραμα και ίνδαλμα, να κάνουν και μερικά εκατομμύρια ανθρώπους να το δουν και να το πιστέψουν σαν αληθινό. Ωστόσο δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη ελληνικότητα, έτοιμη, δοσμένη, να τη βρούμε για να λουστούμε στη λάμψη της. Είναι στο χέρι μας να πλάσουμε ο καθένας τη δική του ελληνικότητα, κι αν έχουμε το θάρρος ή το θράσος να την επιβάλουμε και στους άλλους. Ας μου συγχωρήσει ο Τσαρούχης να πω ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο μάθημα που πήρα απ’ αυτόν, κι ας μην τόλμησε ο ίδιος να μου το διδάξει» (από το Ωσεί Μύρα. Γιάννης Τσαρούχης 1910-1989, επιμ. Α. Σαββάκης, σ. 515-521).

Στο περίφημο παλαιοπωλείο του Μαρτίνου στο Μοναστηράκι, σε ένα από τα τρία σημεία της αφιερωματικής έκθεσης, φανερώνεται με παράδοξο τρόπο αυτό για το οποίο μιλά ο Τουρκοβασίλης. Αφού περάσει ο επισκέπτης το ισόγειο όπου συγκεντρώνονται κάθε λογής θησαυροί από την ιστορική περιπέτεια του ελληνισμού σε Ανατολή και Δύση, φωτογραφίες του Τουρκοβασίλη καταλαμβάνουν τους τρεις ορόφους του κτίσματος. Πρόκειται για τη δική του εκδοχή της «ελληνικότητας», εικόνες που αποτυπώνουν όχι απλώς ομάδες νεαρών στα γήπεδα ή στα μουσικά στέκια, αλλά την ανάσα μια εποχής. Κάποιοι θα αναγνωρίσουμε τον εαυτό μας εκεί μέσα. Μπορεί να μην έχει τη λάμψη όπως λέει για να λουστούμε μέσα της, την ξεφυλλίζουμε, όμως, ως ένα άλμπουμ «εθνικό» που σώζει πρόσωπα και στιγμές οικείες από το νεοελληνικό μας περιβάλλον. Στον τελευταίο όροφο αποσπά το βλέμμα η εντυπωσιακή θέα στην Ακρόπολη και στην ποδιά της η παλιά Αθήνα. Όλα τα παράδοξα, ακόμη κι αντιθετικά μεταξύ τους στοιχεία, όπως απλώνονται σ’ αυτόν τον ιστορικό καμβά, βεβαιώνουν την πίστη του φωτογράφου σε τούτο:

«Θάπρεπε εμείς οι Έλληνες, αντί να αγνοούμε όλη αυτή την πλούσια παράδοση εν ονόματι μιας βαλκανικής, εθνικόφρονης μετριότητας, να μελετήσουμε καλά την ιστορία της φωτογραφίας· μόνο έτσι σιγά-σιγά θα συγκρατήσουμε ό,τι πιο παγκόσμιο έχει αυτή η γλώσσα και σαν ένα ολοκληρωμένο πια εκφραστικό όργανο θα την θέσουμε στην υπηρεσία της προσωπικής και εθνικής μας έκφρασης».

TAGS