Στην γκαλερί «Ευριπίδη» έγινε το απόγευμα της Παρασκευής (18/2), η παρουσίαση του εκδοτικού έργου της Ήρας Παπαποστόλου με τίτλο «Σύγχρονοι Έλληνες Ζωγράφοι». Εκτός από τη συγγραφέα, το βιβλίο προλόγισαν ο δημοσιογράφος Γιάννης Τζιμούρτας και η εικαστικός και Πρόεδρος του ελληνικού τμήματος της AICA Άρτεμις Ποταμιάνου. Στις σελίδες του ο αναγνώστης θα βρει σημειώματα, άρθρα, αλλά και συνεντεύξεις της συγγραφέως με καλλιτέχνες, όλα δημοσιευμένα την τελευταία δεκαετία στο φιλότεχνο art22. Είναι μια καταγραφή σημαντικού μέρους της κοινότητας των ζωγράφων, γραμμένη για το ευρύ κοινό.
Ως παλιός «εφημεριδάς», ο δημιουργός του ιστοχώρου Γ. Τζιμούρτας, έκανε μια αναδρομή σε ιστορικές εκδόσεις που στάθηκαν πολύτιμα εργαλεία στον σύγχρονο μελετητή, αποδίδοντας ανάλογο ρόλο στο μέλλον για το βιβλίο της Παπαποστόλου. Αναφέρθηκε στον Γεράσιμο Βώκο και το περιοδικό «Καλλιτέχνης», καθώς και στον περίφημο «Ζυγό» του Φραντζή Φραντζισκάκη, θέλοντας να δείξει ότι η αποτύπωση της καλλιτεχνικής ζωής δεν είναι μία ευθεία στον χρόνο, ανεμπόδιστη και συνεχής. Κατά καιρούς, βγαίνουν φλογεροί άνθρωποι που νιώθουν χρέος να διαφυλάξουν τον ανθό της τέχνης, αλλά οι θεσμοί είναι αυτοί που ενισχύουν ή θωρακίζουν τον πολιτισμό. Το επισημαίνουμε γιατί ακόμη σήμερα, έναν αιώνα μετά τον Βώκο ή τον αξιομνημόνευτο Νίκο Βέλμο και το «Φραγκέλιο», η εκδοτική κίνηση των εικαστικών παραμένει φτωχότατη και χρωστάει πολλά στον Γιάννη Τζιμούρτα, καθώς η προσφορά του μόνο έργο αγάπης είναι.
Θέτει, λοιπόν, το ερώτημα ο πολύπειρος δημοσιογράφος: σε ποιο κοινό απευθύνεται το βιβλίο; Στα εκδοτικά έργα για την ελληνική ζωγραφική, όπως είναι η τρίτομη σειρά του Στέλιου Λυδάκη ή το δίτομο «Ελληνομουσείον» του Μάνου Στεφανίδη, βρίσκουμε ζωγράφους ενταγμένους στην εποχή τους. Τον στόχο αυτό φιλοδοξεί να υπηρετήσει η εύχρηστη σε μέγεθος και με ευσύνοπτα σημειώματα έκδοση. Η συγγραφέας στρέφει το βλέμμα μας στο σήμερα, θέλοντας να καταγράψει τη γενιά των ζωγράφων που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1980. Τα ψηφιακά κείμενα, μεταφερμένα στο χαρτί, καθόλου δεν υστερούν σε ποιότητα κι απηχούν αυτό που αποδίδει στο βιβλίο ο Τζιμούρτας: «ξεκάθαρη, κατανοητή, δωρική γραφή», που θέλει όχι να συσκοτίσει, ούτε να φορτώσει τον αναγνώστη με παραδηλώσεις και σκοτεινές ερμηνείες, αλλά να μιλήσει «απλά», που σημαίνει κατανοητά. Το γεγονός ότι παρέχει συνεντεύξεις, αλλά κι αποσπάσματα από τους ίδιους τους ζωγράφους σε α’ πρόσωπο, δεν αξιώνει «μεταφραστές», αλλά με κανένα τρόπο δεν δείχνει ανεπάρκεια της συγγραφέως. Μας δείχνει, όμως, αυτό που πολύ σωστά επισημάνθηκε: ότι «η γενιά που απασχολεί την Ήρα είναι η γενιά που προχωρά μαζί της».
Για την ιστορικότητα του βιβλίου έκανε λόγο και η Άρτεμις Ποταμιάνου, που με τη θεσμική της ιδιότητα τόνισε τη σημασία του αρχειακού υλικού. Δήλωσε μάλιστα ότι η AICA πρόκειται να προχωρήσει στη δημιουργία ενός αρχείου των κριτικών τέχνης από το 1960 ως τις μέρες μας. Στις αρετές του πονήματος αναγνωρίζει ότι μπορεί να δημιουργήσει κοινό, καθώς συνιστά μια πρώτη γνωριμία με τους ζωγράφους μας. Εκεί, ο αναγνώστης μπορεί να δει, πέρα από κριτικές παρουσιάσεις, τις σκέψεις, τον τρόπο διαχείρισης του υλικού, το «artistic statement» του ίδιου του δημιουργού. Δεν ξέρω πόσο εύκολα μπορεί το βιβλίο να δημιουργήσει κοινό, αν δεν έχει δίκτυο διανομής (μπορείτε να το προμηθευτείτε από την γκαλερί Περί Τεχνών Καρτέρης Ηροδότου 5 ή με τηλεφωνική παραγγελία). Θα μπορούσε η AICA να το θέσει υπό την αιγίδα της και το βιβλίο να πωλείται σε μουσεία, κεντρικές γκαλερί και, βέβαια, να μοιραστεί σε βιβλιοθήκες και Σχολές. Έτσι, θα έχει νόημα και η παρότρυνση της νέας Προέδρου να προχωρήσει η Παπαποστόλου σε μία σειρά βιβλίων με χαράκτες, γλύπτες κ.ο.κ.
Προς το τέλος της έκδοσης, σε ένα από τα άρθρα που τιτλοφορείται «πόσο χρειαζόμαστε τον ιστορικό τέχνης;» η συγγραφέας μεταφέρει τούτη τη στιχομυθία από την Ελένη Βακαλό:
Τι δουλειά κάνεις;
Είμαι κριτικός και ιστορικός τέχνης.
Δηλαδή τι κάνεις;
Αυτή είναι μία ερώτηση στην οποία καλούμαι να απαντάω καθημερινά.
Στο ανοιχτό ερώτημα της Βακαλό, βρίσκει απάντηση το περιεχόμενο του βιβλίου ως πολυετής μόχθος αναζήτησης. Τα κείμενα αυτά γράφτηκαν για να υπερασπίσουν και να περισώσουν∙ όχι να συζητήσουν αορίστως. Πρόκειται για απόπειρες διαφυλάξεως, για στοργή και πόνο. Κι εδώ, ας επιτρέψει ο αναγνώστης ένα σχόλιο προσωπικό: συνομήλικος με την Παπαποστόλου και με τους περισσότερους από τους ζωγράφους που το βιβλίο περιέχει, τα τελευταία δέκα χρόνια της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας, μου προκαλεί δέος το θάρρος όσων αρνούνται να αφήσουν τη συνείδησή τους να καμφθεί. Χρόνια τώρα κοιτώ με θαμπωμένα μάτια τους δημιουργούς, τους μαστόρους που κυκλοφορούν ανάμεσά μας και πασχίζουν να δείξουν τη δουλειά τους μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Τα κείμενά της Ήρας Παπαποστόλου γράφτηκαν για να καλύψουν – όσο μπορούν – ειδικές ανάγκες όσων γνωρίζουν πολύ καλά μέσα σε ποια φωτιά αγωνίζονται ν’ αναπνεύσουν. Η συγγραφέας ανέλαβε την ευθύνη να δείξει ότι «οι ενεργοί ζωγράφοι είναι και πολλοί και καλοί». Και το βιβλίο της αποτελεί ενσυνείδητη ανάληψη ευθύνης να παρουσιάσει τους δημιουργούς που πιστεύει.