Έκοψα το κεφάλι μου / το ’βαλα σ’ ένα πιάτο / και το πήγα στο γιατρό μου. / Δεν έχει τίποτε, μου είπε, / είναι απλώς πυρακτωμένο / ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε.
Συνειρμοί λοξοί θέλουν να γεφυρώσουν τους πρώτους στίχους από το ποίημα του Μίλτου Σαχτούρη με τα σχέδια του Κυριάκου Ρόκου. Το κεφάλι του ποιητή θα αναγνωρίσει ο θεατής ανάμεσα στα σχέδια που δώρισε ο Ηπειρώτης δημιουργός στην Πινακοθήκη Αβέρωφ. Κι όπως για τον ποιητή οι λέξεις μοιάζουν με πηλό από τον οποίο ο ερημίτης του λόγου πλάθει νέες λέξεις, έτσι και για τον καλλιτέχνη πηλός γίνεται το σχέδιο, η γραμματική και το συντακτικό μιας νέας γλώσσας, που ζητά να κάνει δυνατό το αδύνατο, να δει και να αποκαλύψει το παράλογο ως μέρος του πραγματικού.
Από μια πλούσια σχεδιαστική παραγωγή εξήντα περίπου χρόνων, ο Ρόκος φέρνει ως αντίδωρο στον τόπο καταγωγής του, το Μέτσοβο, μια σειρά από σχέδια με μελάνι σε χαρτί. Χρονολογούνται από το 2002 ως τις μέρες μας και μπορούν να διαβαστούν ως «σελίδες ημερολογιακές». Αυτό το έργο δεν υστερεί σε βάρος από το γλυπτικό, που έχει παρουσία έξω και μέσα στην Πινακοθήκη. Ο Ρόκος έμαθε το σχέδιο αρχικά στο εργαστήριο του Πάνου Σαραφιανού, κατόπιν στη Σχολή με τον Γιάννη Παππά, κι ανέλαβε την ευθύνη να το διδάξει ο ίδιος (στη Σχολή Βακαλό, 1981-1983 και στο Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων κι έργων τέχνης του ΤΕΙ Αθηνών από το 1983 ως το 2012). Στη μακρά και γόνιμη διαδρομή του, οι συνθέσεις αυτές συνιστούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο και είναι ολοκληρωμένα έργα τέχνης, όχι προσχέδια των γλυπτών του.
Σαν «πολεμικός ανταποκριτής πρώτης γραμμής» ή «καταγραφέας αυτόνομων αντιδράσεων», ο δημιουργός νιώθει την ανάγκη να μεταφέρει στα έργα αυτά τη γεύση της αλήθειας σε μια γλώσσα που σκέφτεται επάνω στον εαυτό της και τα μέσα της, που αναστοχάζεται την Ιστορία και τα όριά της. Δεν ωραιοποιεί, αλλά αναρωτιέται, δεν αντιγράφει την επιφανειακή εικόνα, αλλά μοιράζεται την αγωνία και την ευθύνη. Όλα του τα σχέδια έχουν στο κέντρο τους τον άνθρωπο. Στηλιτεύει την επικυριαρχία των αγορών, την Ευρώπη χωρίς Ευρώπη και υπερβαίνει την «επικαιρότητα» καθώς στέλνει με πικρό χαμόγελο, τούτο το δίδαγμα σε κάθε «success story»: αν θέλεις να είσαι άνθρωπος πρέπει ν’ αρνείσαι να παίζεις το ρόλο του Θεού.
Αν στο σχέδιο του Ρόκου φανερώνεται το παράλογο ως πραγματικό, στο χαρακτικό έργο της Ρουμπίνας Σαρελάκου έχουμε ακριβώς το αντίστροφο: εικόνες, εκχυλίσματα μιας αισθαντικής ψυχής που ονειρεύεται την πραγματικότητα και μεταφέρει το όνειρο σε δρόμους καθημερινούς, στέγες γνώριμες και σε νεκρές φύσεις, που δείχνουν αυτό που δεν παρατηρούμε κι όχι αυτό που σπανίως συμβαίνει. Αυτό που χαράζει είναι η βαθιά αίσθηση πως ο κόσμος της – ο κόσμος μας – στην τωρινή του μορφή δε διαθέτει μία, αλλά κρυφές όψεις. Κι αυτόν τον κόσμο επιχειρεί να απεικονίσει, αυτό που δεν εξηγείται με «λόγο», δεν αποδίδεται στα λόγια, αλλά βρίσκεται στα όρια ή καλύτερα κρύβεται πίσω από αυτά που φανερώνει ο έλλογος κόσμος μας.
Η Σαρελάκου πρωτοδιδάχθηκε χαρακτική στον Κώστα Γραμματόπουλο και στη συνέχεια, μαζί με τον σύντροφο ζωής Κυριάκο Ρόκο, θήτευσε στο Παρίσι με δάσκαλο τον Georges Dayez. Από νωρίς βρήκε την έκφρασή της στην ξυλογραφία, αν κι έχει δοκιμαστεί σε πλήθος μέσων (ζωγραφική, κόσμημα, ενώ για πολλά χρόνια δίδαξε σχέδιο και χρώμα στη σχολή Βακαλό). Στις χαρακτικές εικόνες που μοιράζεται στο Μέτσοβο, μια πλούσια σοδειά μισού αιώνα, υπάρχει με μοναδικό τρόπο αυτό το αδιαίρετο στοιχείο που συνδέει τον τοπογραφικό προσδιορισμό με την υπέρβασή του, την πιστή καταγραφή του τόπου με την ποιητική του χαρτογράφηση: από τις στέγες του Παρισιού, στους δρόμους της Αθήνας, στις μηχανές, στα εγκαταλειμμένα κτίρια και τα δέντρα. Με την ακρίβεια ενός ευαίσθητου παρατηρητή, ο τόπος της φαντασίας γίνεται ο τόπος της τέχνης της που δεν είναι ου-τοπικός, αλλά εν-τόπιος. Ένας τόπος που είναι φανταστικός και υπαρκτός, είναι δίπλα μας.
Παρόμοια, στις νεκρές φύσεις με τις πτυχώσεις και τα μπουκάλια, στα μακρινά ταξίδια μέσα στο σπίτι, η ακριβής παρατήρηση και η βαθιά οικειότητα με τα πράγματα, γίνεται στη δημιουργό στοιχείο τέχνης. Μαυρόασπρες χειρονομίες που αφουγκράζονται τη ζωή και τους σφυγμούς της με την αυθεντικότητα ενός οργάνου δωρικού, όπως τα κρητικά έγχορδα που μεταφέρει. Η Ρουμπίνα Σαρελάκου δεν εικονογραφεί την πολυχρωμία της φύσης, αλλά την απαρνιέται για να αναδιοργανώσει τα οπτικά δεδομένα, δημιουργώντας μια «άλλη» φύση μέσα από την αναζήτηση της τέχνης του ελάχιστου. Εκεί που το λίγο ζητάει να εκφράσει το ουσιώδες και οι αποχρώσεις του μαύρου – άσπρου να γίνουν άσκηση περισυλλογής, υπακούοντας σ’ αυτό που γράφει ο Ελύτης: «το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση του μαύρου».
Σκέφτομαι το ποτάμι στο Μέτσοβο, πώς έρχεται να ενωθεί με τον αδελφό του τον Ζαγορίτικο για να γεννήσουν οι δυο τους τον Άραχθο και φέρνω «το κεφάλι του ποιητή» στο στόμα του Ρόκου:
το ’ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους / τότε είναι που χάλασε τον κόσμο / άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια / να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει / το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου / γύριζα έξαλλος τους δρόμους / με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή.
Τα εγκαίνια της έκθεσης του Κυριάκου Ρόκου και της Ρουμπίνας Σαρελάκου στην Πινακοθήκη Αβέρωφ, στο Μέτσοβο, είναι το Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου. Διάρκεια έως 16/1/2023