Ο Διονύσης Φωτόπουλος μας διηγείται την ιστορία ενός έργου που δόθηκε στον Νίκο Χατζηκυριάκο -Γκίκα και επέστρεψε μετά από χρόνια στον δημιουργό της.
Ο επισκέπτης του μουσείου Τσαρούχη όταν σταθεί μπροστά στη «Μέδουσα», θα διαβάσει την εξής λεζάντα: “Η πρώτη αντιγραφή της Μέδουσας του Πειραιά”, 1939-1940 , Gouache σε χαρτί, Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, αρ. ευρ. 1005, Δωρεά Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα.
Εκτός από τις συνήθεις πληροφορίες που δίνει η επιγραφή, η αναφορά του δωρητή σώζει στην ιστορία του έργου τον ακαδημαϊκό ζωγράφο. Τσαρούχης και Γκίκας είχαν συνεργαστεί στο θέατρο και το σήμα που εκπέμπει η λέξη «δωρεά» εκφράζει μια σχέση. Για τον χαρακτήρα της σχέσης αυτής, θυμήθηκα τον Διονύση Φωτόπουλο που συνδέθηκε και με τους δυο. Σε μια αδημοσίευτη ακόμη συνέντευξη στο σπίτι του δημιουργού, ανάμεσα σε πολλά, μου μετέφερε στη διαδρομή της Μέδουσας, μια ιστορία χαριτωμένη, αλλά κι αποκαλυπτική για τους δύο καλλιτέχνες.
Περιγράφει λοιπόν ο Φωτόπουλος: «Ο Τσαρούχης είχε “τραύματα” από τον Γκίκα. Κι ο Τσαρούχης ήταν από αστική τάξη, αλλά σαφώς πιο κάτω αστική από αυτή του ναυάρχου (σ.σ. ο Ν.Χ.Γ. ήταν γόνος οικογενειών που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην Επανάσταση, του Ψαριανού ναυάρχου Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου και της Υδραίας Ελένης Γκίκα). Ο Γκίκας όταν ήρθε από το Παρίσι, τον πήρε η Κοτοπούλη να κάνει το πρώτο της έργο τότε στο Rex. Και πήρε σαν βοηθό τον Τσαρούχη, τον οποίο γνώριζε η Κοτοπούλη. Τα έχω όλα αυτά ηχογραφημένα σε κασέτες. Άκουγες τις εκδοχές που έλεγε ο Γκίκας: πήρα τον Τσαρούχη γιατί δεν είχε και να φάει τότε! Ο Τσαρούχης πάλι μου έλεγε: κοίτα, πήγα στον Γκίκα γιατί δεν είχε ιδέα από σκηνικά, οπότε του έλεγα και τι να κάνει (γέλια). Τότε είχε πρωτανοίξει το Rex κι από το ασανσέρ ανέβαιναν μονάχα η Κοτοπούλη, ο Γκίκας κι ο σκηνοθέτης. Ο Τσαρούχης και οι βοηθοί πήγαιναν από την σκάλα. Λοιπόν, καταλαβαίνεις πώς αντιμετωπίζονταν. Μια μέρα ο Τσαρούχης είχε τις μακέτες με κάτι κοστούμια του Γκίκα και χάνει μία. Μπερδεύτηκαν φαίνεται και παθαίνει πανικό. Πώς θα το πω τώρα του Γκίκα; Δυστυχώς κύριε Γκίκα κάπου χάθηκε η μακέτα από το τάδε, δεν ξέρω τι να κάνω, αλλά θα τη βρω. Στο μεταξύ, έχω κάνει αυτές τις μέρες… είχε κάνει το κεφάλι μιας μέδουσας από ψηφιδωτό.
– Τον απασχόλησε πολύ το έργο που αναφέρετε.
– Βέβαια, του τη δείχνει λοιπόν στο ντοσιέ του. Μετά από χρόνια, του το υπενθυμίζει ο Τσαρούχης: «την είχατε τη Μέδουσα γιατί τη θεωρούσα έργο-σταθμό» κ.λπ. Κι ο Γκίκας ούτε απάντηση δεν του έδωσε. Με μισεί παιδί μου η «κεντήστρα»! Τον έλεγε έτσι επειδή ο Γκίκας ζωγράφιζε τσίκι-τσίκι.
– Αριστούργημα!
– Με μισεί παιδί μου και δεν μου τη δίνει, επειδή είναι πολύ ωραίο έργο! – Βρε Γιάννη τρελάθηκες, μα ο Γκίκας; Κάποια μέρα λοιπόν που ήμουν στου Γκίκα και κάτι τακτοποιούσα, του λέω: μωρέ να ψάξω στο ντοσιέ μπας και το βρω; Ο Γκίκας βέβαια είχε χιλιάδες σχέδια, γιατί δούλευε ατελείωτα. Εμένα πάλι ήταν η καλύτερή μου γιατί έτσι έβλεπα όλη του τη δουλειά. Και τη βρίσκω! Του λέω: ας τη δώσετε στον Τσαρούχη – Ε δώστη, παράτε με, τι μ΄ενδιαφέρει η Μέδουσα! Την πάω λοιπόν στον Τσαρούχη και δεν το πίστευε! – Πώς σου το έδωσε;, … Θα του κάνω ένα ωραίο μεγάλο έργο!
Την άλλη μέρα, λέω στον Γκίκα: «ο Τσαρούχης ενθουσιάστηκε, σας ευχαριστεί πάρα πολύ και μου είπε θα σας κάνει ένα έργο». Είχε πλάκα, λοιπόν, και η δική του αντίδραση: «Διονύση τι’ ναι αυτά που λες; Τι να το κάνω; Θεός φυλάξει!»
– (γέλια) Τελικά ο Τσαρούχης τι έκανε;
– Του είπα μην κάνεις κανά αστείο, αφού ο Γκίκας δεν βάζει ξένα έργα στο σπίτι του.
– Ήταν αληθές αυτό ή το είπατε για να μην πληγωθεί;
– Σπάνια έβαζε. Στην κρεβατοκάμαρα είχε Πικάσο, τέτοια πράγματα… Μα να πει «Θεός φυλάξει!»
Θυμάμαι τον Καθηγητή Δημήτρη Παυλόπουλο στο πανεπιστήμιο να παρατηρεί με αυστηρότητα Γερμανού φιλόλογου την ορθή διατύπωση μιας λεζάντας. Πέρα από τις επεξηγήσεις, μπορεί μία επιγραφή να μείνει ως μποτίλια στο πέλαγο. Μπορεί να σώσει από τη λήθη, όχι μόνο τα στοιχεία του έργου, αλλά και τους «κρυφούς» πρωταγωνιστές του. Ίσως, λοιπόν, την επόμενη φορά που θα εκτεθεί η «Μέδουσα», συμπληρωθεί: Δωρεά Νίκου Χατζηκυριάκου – Γκίκα (δια χειρός Διονύση Φωτόπουλου). Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.