Η αποκαθήλωση ενός έργου και η ισχύς του συμβόλου

Ο καθηγητής Στέφανος Ροζάνης ρίχνει το δικό του φως στην υπόθεση του έργου της documenta που αποσύρθηκε εν μέσω κατηγοριών.

Την περασμένη εβδομάδα μια μνημειακή εγκατάσταση – πανό της documenta 15 στον κεντρικό εκθεσιακό χώρο του Κάσελ μπροστά στο Φριντεριτσιάνουμ, αποσύρθηκε με τρόπο εκκωφαντικό, προκαλώντας τραύμα στο κύρος της διοργάνωσης κι ακόμη πιο σοβαρό, δημιουργώντας ένα προηγούμενο στον ισχυρό θεσμό. Τα διεθνή μέσα μάλλον δεν άγγιξαν την ουσία κι έμειναν στις αντιδράσεις που το έργο έφερε, όχι μόνο στους διοργανωτές, αλλά και σε υψηλό πολιτικό επίπεδο στη Γερμανία (με δηλώσεις του προέδρου Σταϊνμάιερ και παρέμβαση της υφυπουργού Κλαούντια Ροθ). Για το ζήτημα, ο Στέφανος Ροζάνης ρίχνει το δικό του φως, ένα φως γεμάτο γνώση, που δεν του λείπει το χιούμορ. Καθηγητής για χρόνια στο Πάντειο, με άγρυπνη και βαθιά καλλιεργημένη συνείδηση, με τεράστια προσφορά στα εκδοτικά μας πράγματα (δοκίμιο, ποίηση, φιλοσοφία, μεταφράσεις), ο Ροζάνης έχει το χάρισμα ν’ αποσπά το καίριο από το πλήθος των δεδομένων. Ακολουθεί η τηλεφωνική μας συνομιλία με μικρή εισαγωγή – περιγραφή του έργου που αποσύρθηκε.

Το ζωγραφισμένο πανό με τον τίτλο «Λαϊκή Δικαιοσύνη», δημιουργήθηκε από την ινδονησιακή κολεκτίβα «Taring Padi» το 2002. Τα μέλη της περιλαμβάνουν ακτιβιστές που είχαν ενεργό δράση στην πολύχρονη δικτατορία της Ινδονησίας. Ανάμεσα σε δεκάδες φιγούρες, βλέπουμε έναν άνδρα που μοιάζει με ορθόδοξο εβραίο, ξεχωρίζει για το διαβολικό χαμόγελο με κυνόδοντες, και φορά ένα καπέλο με το σύμβολο των Ες-Ες. Ένας άλλος στρατιώτης με ζωόμορφο κεφάλι γουρουνιού, φορά ένα μαντήλι με το αστέρι του Δαβίδ και ένα κράνος που γράφει επάνω του «Μοσάντ», το όνομα της υπηρεσίας ασφαλείας του Ισραήλ. Το έργο, λένε οι εκθέτες, είναι ένα σχόλιο για τον μιλιταρισμό και τη βία που βίωσαν οι Ινδονήσιοι κατά τη διάρκεια της 32χρονης δικτατορίας του Σουχάρτο (έληξε το 1998). Η καλλιτεχνική κολεκτίβα κατηγορήθηκε ευθέως για αντισημιτισμό από γερμανικά μέσα ενημέρωσης, καθώς και από την πρεσβεία του Ισραήλ στη Γερμανία.

 

Αν περνούσατε μπροστά από το έργο, ποιες σκέψεις θα σας προκαλούσε;

Το μόνο σχόλιο που μπορώ να σκεφτώ, είναι αυτό που στην Αισθητική είναι καθιερωμένο πια ως το μοναδικό ίσως κριτήριο απέναντι σε ένα έργο τέχνης ή σε κάτι που θα ήθελε να προβληθεί ως τέτοιο. Ποιο είναι αυτό το κριτήριο; Η πρώτη ματιά, όπως έλεγε ο Χέρμπερτ Ρηντ. Τί αποκομίζεις από την πρώτη ματιά. Σε ελκύει; Σε απωθεί; Και στη συνέχεια, το ερώτημα: γιατί σε ελκύει; Κι αντίστοιχα, γιατί σε απωθεί. Η ανάλυση οποιουδήποτε αντικειμένου που έρχεται μπροστά σου υπό το πρόσχημα ή όχι του έργου τέχνης, ανήκει σε ένα δευτερογενές στάδιο επεξεργασίας. Μπορεί ένα κείμενο, όπως είναι φερ’ ειπείν τα κείμενα του Σελίν, να είναι εξοφθάλμως αντισημιτικά. Κι όμως, η ανάγνωση σου δίνει τέτοια απόλαυση ώστε ο ίδιος ο Σελίν αποκόπτεται από τα αντισημιτικά του σύμβολα και γίνεται μια αισθητική κατηγορία. Κανείς δεν πρόκειται να πει σήμερα ότι ο Σελίν δεν είναι ένας πολύ μεγάλος πεζογράφος εξαιτίας του αντισημιτισμού του.

 

Επομένως, είστε ανοιχτός απέναντι στο έργο.

Όχι μόνον ανοιχτός, αλλά θα ήμουν πλήρως παραδομένος σε αυτό που, για μένα, είναι η εντύπωσή μου, καθώς περνώ και βλέπω αυτό το πανό ζωγραφισμένο και εκτεθειμένο μπροστά στα μάτια μου.

 

Η Sabine Schormann, γενική διευθύντρια της documenta, δήλωσε στο Spiegel ότι οι οργανωτές δεν είχαν εξετάσει καμία πρόταση από πριν, από σεβασμό στην καλλιτεχνική ελευθερία.

(ακαριαία απαντά) Και καλώς!

 

Δικαιολογείτε τη στάση της χωρίς αστερίσκους.

Βεβαιότατα. Δεν είναι δυνατόν να κρίνουμε ένα αντικείμενο προκατειλημμένοι. Τότε, αν αναγόμασταν στην ιστορία της τέχνης, θα θεωρούσαμε τον μπιντέ του Ντυσάν ως μία βεβήλωση του έργου τέχνης. Ο Ντυσάν δεν έκανε τίποτε άλλο: πήρε έναν μπιντέ και τον κάρφωσε με ένα καρφί. Κι αυτό το ονόμασε έργο τέχνης.

Στέφανος Ροζάνης

Η υπουργός πολιτισμού ζήτησε – και πέτυχε – την απόσυρση του έργου επικαλούμενη το όριο της καλλιτεχνικής ελευθερίας. Ποιο είναι το κριτήριο σε αυτό το όριο;

Κατά την γνώμη μου η καλλιτεχνική ελευθερία είναι πλήρης, επειδή το οποιοδήποτε έργο τέχνης ή το προβαλλόμενο ως έργο τέχνης είναι αυτονομημένο. Το ίδιο δηλαδή προσδιορίζει τα κριτήριά του – τα κριτήρια της ελευθερίας του. Δεν υπάρχει στο έργο τέχνης άλλη ελευθερία, πέρα από την ελευθερία που το ίδιο το έργο τέχνης θεσμοθετεί για τον εαυτό του. Μπορεί ο Άντι Γουόρχολ να παίρνει μια φωτογραφία της Μέριλιν Μονρό, να την παραποιεί και να κάνει ένα πολύτοπο με τη Μονρό. Και να το προβάλει ως έργο τέχνης. Αυτή είναι η ελευθερία του.

 

Φαίνεται κύριε Καθηγητά, ότι το έργο βρέθηκε ανάμεσα σε δύο «συμπληγάδες». Υπάρχει η άποψη ότι μετά την αιματηρή ιστορία του χιτλερισμού, οτιδήποτε βαφτίζεται με ευκολία ως αντισημιτικό και λογοκρίνεται ως τέτοιο.

Ναι, υπάρχει και μάλιστα πολύ σοβαρά τεκμηριωμένη. Ένας από τους πιο σημαντικούς τεκμηριωτές αυτής της άποψης είναι ο Βιτγκενστάιν. Βγήκε μάλιστα ένας πολυσυλλεκτικός τόμος στα ελληνικά από τις «Εναλλακτικές Εκδόσεις» με πάρα πολλά κείμενα εβραίων διανοητών πάνω στο θέμα που θίγετε.

 

Από την άλλη πλευρά, φαίνεται πως δημιουργήθηκε ζήτημα πολιτικής ορθότητας.

Καταρχάς η πολιτική ορθότητα όπως θα έλεγε ο Μπένγιαμιν είναι μια αισχρή επινόηση του μαζικού καταναλωτισμού και της μαζικής δημοκρατίας. Η πολιτική ορθότητα είναι η υποταγή του ανθρωπίνου υποκειμένου σε κάτι που το ανθρώπινο υποκείμενο δεν είναι. Δεν υπάρχει πολιτική ορθότητα. Απλώς είναι μια πάρα πολύ ωραία επινόηση για να επανέρχονται τα ίδια μοντέλα καταπίεσης κάτω από άλλες μορφές. Για ποια πολιτική ορθότητα μπορούμε να μιλήσουμε, όταν μιλούμε για ένα έργο τέχνης παρακαλώ; Μα το ίδιο το έργο τέχνης είναι ανατροπή της ορθότητας. Το ίδιο το έργο τέχνης είναι ανορθοδοξία. Αν δεν είναι ανορθοδοξία, απλούστατα, δεν είναι έργο τέχνης. Αν δεν είναι ανορθοδοξία ο Πικάσο, δεν διαφέρει από έναν μπογιατζή που έχει χρώματα και βάφει τοίχους.

 

Επιτρέψτε μου, όμως, να επιμείνω στο έργο γιατί φέρει συγκεκριμένα σύμβολα.

Κοιτάξτε, αν το σύμβολο το επικαιροποιήσεις, τότε το σύμβολο χάνει την τελετουργία του κι αποκτά μια ιστορική, συγκεκριμένη λειτουργία. Τι θέλω να πω: βλέπουμε στον ναζισμό μία σημαία με τη σβάστικα, σωστά; Έχουμε ταυτίσει λοιπόν λειτουργικά την σβάστικα με τον ναζισμό, με τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, με τον μαζικό θάνατο, με αυτό που εγώ στο βιβλίο μου λέω «αδιανόητο θάνατο». Πάμε, λοιπόν, τώρα στους Δελφούς και κοιτάμε αυτά τα εκπληκτικά ερείπια των Δελφών. Με ρωτούσαν έκπληκτοι οι φοιτητές μου: «μα αυτό το σύμβολο κύριε Καθηγητά, είναι η σβάστικα!». Πράγματι, είναι η σβάστικα. Αλλά είναι άλλη λειτουργία του συμβόλου στους Δελφούς – ιερότητα, καθετότητα και οριζοντιότητα – κι άλλο ότι παίρνει μια ορισμένη λειτουργική απαξία μέσα σε ένα λειτουργικά απαξιωμένο πολιτικό απάνθρωπο καθεστώς. Δεν φταίει η σβάστικα γι’ αυτό!  

Όταν δημιουργεί ο Ιερώνυμος Μπος αυτήν την εκπληκτική εικόνα των βασανιστηρίων, πέφτει στην παγίδα ακόμη κι ο μεγάλος θεωρητικός Τζορτζ Στάινερ να συνδέσει τα βασανιστήρια του Μπος με αυτά των στρατοπέδων συγκέντρωσης, προσπαθώντας να επιχειρηματολογήσει ότι η Δύση είχε προετοιμάσει ήδη αυτά τα βασανιστήρια από τις εξεικονίσεις του Ιερώνυμου Μπος. Έχω ασκήσει μεγάλη κριτική σε αυτήν την άποψη του Στάινερ, την γνωρίζει και μάλιστα είχαμε αλληλογραφία επάνω σε αυτό θέμα. Δεν φταίει ο Ιερώνυμος Μπος για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως!

 

Κάνει, λέτε, έναν λαθεμένο ετεροχρονισμό.

Ακριβώς, ετεροχρονισμός όμως που είναι εντελώς εγκληματικός. Άλλο το βασανιστήριο της ιερότητας κι άλλο το βασανιστήριο των στρατοπέδων συγκεντρώσεως του Άουσβιτς, του Μαουτχάουζεν κ.λπ.

Ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι ως προς το εβραϊκό συμφραζόμενο, ο αντισημιτισμός ενδημεί στις δυτικές κοινωνίες από τον πρώιμο μεσαίωνα μέχρι τώρα, για να μην πάω και λίγο πιο πριν. Τι συμβαίνει λοιπόν; Έχοντας υποστεί ο 20ος αιώνας αυτό το σοκ του αδιανόητου θανάτου, όπως τον έχω περιγράψει, – και δεν ήταν μόνο οι Εβραίοι, μην ξεχνάμε τους τσιγγάνους και τους ομοφυλόφιλους – , όταν λοιπόν πας και διαβάζεις τέτοιου είδους σύμβολα που ενδημούν στη δυική κοινωνία από τον πρώιμο μεσαίωνα μέχρι σήμερα, υπό την επήρεια αυτού του σοκ, τότε δεν καταλαβαίνεις τι συμβαίνει. Κι όπως έλεγε ο μεγάλος Σπινόζα, το πρόβλημα δεν είναι να κλάψεις ή να γελάσεις∙ το πρόβλημα είναι να καταλάβεις. Υπό την έννοια λοιπόν αυτή, ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε. Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι είναι η Ουκρανία και τι είναι ο Πούτιν, όχι να γελάμε ή να κλαίμε. Όχι να ανταλλάσσουμε κατηγορίες περί εγκληματικότητας ή όχι. Ας καταλάβουμε ποια είναι εκείνη η δυναμική που δημιουργεί τα σύμβολα ως σύμβολα ενός «καταραμένου αποθέματος». Όλα αυτά είναι αναγνώσεις που δεν αφορούν το ίδιο το έργο τέχνης (αν είναι έργο τέχνης, στο βαθμό που είναι έργο τέχνης και στον βαθμό που σε ελκύει με την πρώτη ματιά).

Ο κόσμος είναι σαν τον έρωτα. Τα πάντα χωράνε μέσα σε αυτόν. Και η διαστροφή του ντε Σαντ και η σεμνοτυφία του χριστιανισμού. Κάπως έτσι είναι νομίζω τα πράγματα.

 

TAGS