Σαν άλλος Οδυσσέας, όπως οι ήρωες των ριζίτικων τραγουδιών που γνώρισε στην Κρήτη, ο Βρετανός καλλιτέχνης ήταν νοσταλγός.
Ψηλά επάνω στα Λευκά Όρη, καβάλα επάνω στη μηχανή του, μας υποδέχεται ο ίδιος ο Τζον Κράξτον. Ακριβώς δίπλα από την εντυπωσιακή φωτογραφία του μοτοσικλετιστή στο Μπενάκη της Κουμπάρη, δεσπόζουν οι μαύρες μπότες με κρεμασμένα το αμπέχονο και το σακίδιό του. Έτσι όπως έχουν βαλθεί για την αφιερωματική έκθεση του ζωγράφου, νομίζει κανείς ότι ο βρετανός θα επιστρέψει, προκειμένου να συνεχίσει το ταξίδι. Ακόμη κι αν δεν γνωρίζει τίποτε ο θεατής από τη ζωή του δημιουργού, αυτή η έκθεση μοιάζει με παύση∙ ένα σταμάτημα του οδηγού για να αναρωτηθεί: «μα που πάει αυτός ο δρόμος;».
Μέσα στις διαδοχικές αίθουσες, τα έργα καλύπτουν όλες τις περιόδους της διαδρομής του Κράξτον: χαρακτικά και σχέδια, πίνακες ζωγραφικής, καθώς και φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα, όλα τους ανασαίνουν με σωστό υπολογισμό και οικονομία. Ορισμένα μάλιστα επεξηγούνται σε λεζάντες, με μία θα έλεγα τρυφερή γνώση. Αυτήν την έξω από τα συνήθη παρουσίαση του ζωγράφου την οφείλουμε στον επιμελητή της έκθεσης και έμπιστο φίλο, Ιαν Κόλινς. Μεταφέρω από τα αγγλικά σε άρθρο που αλιεύω από το διαδίκτυο: «Γεννημένος στο Λονδίνο, σε μια καλλιεργημένη και μποέμικη οικογένεια, ο ζωγράφος John Craxton (1922-2009) λαχταρούσε από νωρίς να ζήσει και να εργαστεί στην Ελλάδα. Πέτυχε τον στόχο του και η χαρά του αντανακλάται στις εικόνες που δημιούργησε: λαμπερές εικόνες ενός κόσμου όπου ο μύθος μετουσίωνε την αληθινή ζωή.
… Ο John Craxton υπήρξε ένας γοητευτικός τυχοδιώκτης που εκμεταλλεύτηκε υπέροχες ευκαιρίες μέσα από την περιέργεια, την εξυπνάδα και μια τόλμη που τη λες και απερισκεψία. Είχε την ικανότητα, όμως, να βρίσκεται στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή. Παράτησε το σχολείο, χωρίς καμία ειδίκευση, προκειμένου να ζήσει με ένα ζευγάρι θείων του, ζωγράφοι και οι δύο, στην άγρια φύση του Ντόρσετ. Στη μέση ενός υπέροχου πουθενά, απείχε ένα μίλι με τα πόδια από το Μουσείο Pitt-Rivers στο Farnham – και αυτό έγινε το σχολείο του. Γοητευμένος από τη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου, ο Pitt-Rivers συγκέντρωσε αντικείμενα από την προϊστορία έως τις μέρες του για να δείξει την εξέλιξη του ανθρώπου μέσα από τον πολιτισμό. Το αποτέλεσμα ήταν «η σπηλιά του Αλαντίν» γεμάτη από αρχαιολογικούς, ιστορικούς και καλλιτεχνικούς θησαυρούς με τοπικό, αλλά και διεθνή χαρακτήρα. Ο John αγνοούσε τις θεωρίες του ιδρυτή του μουσείου. Όμως, καθώς το φως του ήλιου έλουζε τους θησαυρούς μέσα στις σκονισμένες βιτρίνες, έμαθε ότι τα πολύτιμα πράγματα πρέπει να αποτελούν κομμάτι της καθημερινής ζωής, όχι να καλύπτονται με ευλάβεια, σαν λειψανοθήκη».
Από τον εμβριθή μελετητή του ζωγράφου κρατάμε κι αυτό: σε ηλικία μόλις 14 ετών, εποχή του Ισπανικού Εμφυλίου με την Ευρώπη κυριολεκτικά να βράζει, ο πατέρας του τον παίρνει στο Παρίσι. Στη Διεθνή Έκθεση βλέπει στο ισπανικό περίπτερο την Γκερνίκα του Πικάσο. Το ίχνος του ζωγράφου είναι παραπάνω από εμφανές στο Μπενάκη με τα ημι-κυβιστικά έργα του Κράξτον. Στην έκθεση δεν περνούν απαρατήρητοι ούτε οι λαμπεροί φίλοι με τους οποίους συμπορεύτηκε. Πρόκειται για πυρακτωμένες υπάρξεις, όχι κοσμικές παρουσίες, όπως μας δείχνουν τα εξώφυλλα που σχεδίασε για τα βιβλία του Πάτρικ Λη Φέρμορ, καθώς και το μπαλέτο για τη Δάφνη και Χλόη με πρίμα μπαλαρίνα τη Μαργκότ Φοντέιν.
Κι αν το βλέμμα του έχτισε το μουσείο Pitt-Rivers, η καθοριστική στροφή στον προσωπικό του ζωγραφικό δρόμο έγινε στην Ελλάδα. Από τα τέλη του 1946 έως τις αρχές του 1947, μαζί με τον Λούσιαν Φρόυντ ζωγράφιζαν στον Πόρο. Η Ύδρα κι αργότερα η Κρήτη, στάθηκαν η «Αρκαδία», ένας επίγειος παράδεισος που αμέσως κέρδισε τον ζωγράφο. Στην Κρήτη επέστρεψε το 1960, διασώζοντας ένα ενετικό σπίτι στο λιμάνι των Χανίων και μοίρασε τον χρόνο του μεταξύ Κρήτης και Hampstead. Απολάμβανε την επιβίωση του μυθικού στοιχείου στην καθημερινότητα της ελληνικής επαρχίας, η οποία έμοιαζε απαράλλαχτη από τα χρόνια του Ομήρου. Ήταν δε τόσο μεγάλη η αγάπη του για την Ελλάδα που συνήθιζε να λέει: «Στο Λονδίνο νιώθω μετανάστης!» (από Τα παιδιά του Πόρου του Γ. Σουλιώτη). Αυτό αποτυπώθηκε στο έργο του, που είναι γεμάτο από βουκολικά τοπία, κατσίκια, γάτες, πορτρέτα ναυτών και βοσκών. Πολλοί από τους συγχρόνους του ονόμασαν την τέχνη του «νέο – Ρομαντισμό», ο ίδιος όμως απέρριπτε την ταμπέλα, προτιμώντας να αποκαλείται ζωγράφος «Arcadian».
Όταν εξορίστηκε από το νησί του την περίοδο της Χούντας, ταξίδεψε στο Εδιμβούργο – «την Αθήνα του Βορρά» – προκειμένου να σχεδιάσει και να επιβλέψει τη δημιουργία μιας ταπισερί που απέτινε φόρο τιμής στην παραδοσιακή κρητική υφαντουργία και στη μυθολογία, το κλίμα, τα τοπία και τον αισθησιασμό της Ελλάδας. Η μνημειακή ταπισερί Τοπίο με στοιχεία της φύσης ταξίδεψε για πρώτη φορά από τη Σκοτία στη χώρα μας για να αποτελέσει το κεντρικό έκθεμα της έκθεσης. Έχει φωτιστεί μοναδικά και μόνο γι’ αυτήν αξίζει πραγματικά η επίσκεψη στο Μπενάκη.
Σαν άλλος Οδυσσέας, όπως οι ήρωες των ριζίτικων τραγουδιών που γνώρισε στην Κρήτη, ο Κράξτον ήταν νοσταλγός. Ο πόνος για τη ρίζα είναι ελληνικός. Η ελληνική παράδοση αρχαία, βυζαντινή και νεότερη, διέπεται από τον πόνο αυτό, από την πλήρη άλγους ζήτηση της αρχής. Το ελληνικό σύμπαν δεν έχει έναν αόριστο και πιεστικό Υπέρτατο Νόμο ως πρώτο αίτιο, αλλά ένα κόσμο φυέμενο του οποίου η ρίζα είναι ο θεμελιώδης, ένας αἰεί λόγος. Αυτή η ταπισερί που συγκεντρώνει όλα τα χρώματα, είναι το νήμα της ζωής του ίδιου του Κράξτον, ένα ονειρεμένο ταξίδι από το σκοτάδι στο φως.
Ο John Craxton μαθαίνουμε ότι περιφρονούσε τη φήμη του καλλιτέχνη. Δεν νοιαζόταν καν να ολοκληρώσει τους πίνακές του, πόσο μάλλον να τους πουλήσει. Εάν το έργο του φανερώνει ένα πράγμα για εκείνον, είναι ότι προτιμούσε τη ζωή από την τέχνη: τη ζωή στην Ελλάδα, πάνω απ’ όλα. Πέθανε σε νοσοκομείο του Λονδίνου το 2009 και οι στάχτες του σκορπίστηκαν στο λιμάνι των Χανίων, τη θέα του οποίου χαιρόταν απρόσκοπτα από το σπίτι.
Θυμάμαι έναν στοχαστή που έλεγε: «ο καθένας μας είν’ ένας Ορφέας. Η τέχνη είναι μια κάθοδος, μια συνάντηση με τις άσαρκες μορφές. Και το βλέμμα της προσοχής μας συντρίβει τον Άδη της αμνησίας». Ο Κράξτον στη φωτογραφία κοιτάζει τον επισκέπτη στην είσοδο, όχι για να ρωτήσει «που πάει ο δρόμος». Ήρεμα μοιάζει να στοχάζεται «μα από πού αρχίζει αυτός ο δρόμος;».
Αξίζει να ξεναγηθείτε στην έκθεση από τον λαμπρό επιμελητή της Ian Collins: Κυριακή 8 Μαΐου (12:00 – 13:00), Σάββατο 21 Μαΐου (12:00 – 13:00) και Πέμπτη 26 Μαΐου (18:00 – 19:00).