Τι έκανε άραγε τον Θεόφιλο, ανάμεσα στα πολλά και σημαντικά πρόσωπα της μακραίωνης ιστορίας του Βυζαντίου, να αφιερώσει μια μεγάλη και πολυπρόσωπη σύνθεση στην όχι και τόσο γνωστή Ευδοξία;
«Την σημαίαν των οργιοδών εκείνων συμποσίων είχε υψώσει πρώτη η Αυτοκρατώρεισα Ευδοξία του Βυζαντίου το γέννημα των Φράγκων των φιληδόνων, το οποίον οι συμφερολογικοί υπολογισμοί, του πανισχύρου Πρωθυπουργού Ευτροπίου ανεβίβασαν εις τον λαμπρότερον της οικουμένης θρόνον». Τι έκανε άραγε τον Θεόφιλο, ανάμεσα στα πολλά και σημαντικά πρόσωπα της μακραίωνης ιστορίας του Βυζαντίου, να αφιερώσει μια μεγάλη και πολυπρόσωπη σύνθεση στην όχι και τόσο γνωστή Ευδοξία; Η βυζαντινή αυτοκράτειρα, όπως διαβάζω στο διαδίκτυο, χαρακτηρίζεται γυναίκα «ασεβής», η οποία προκάλεσε την έκπτωση του Ιωάννη του Χρυσοστόμου από τον πατριαρχικό θρόνο και την εξορία του από την Κωνσταντινούπολη. Στην παράσταση βεβαίως του Θεόφιλου, ούτε ασεβής φαίνεται ούτε αποκαλύπτεται κάποιο οργιώδες συμπόσιο. Αυτά με την πρώτη ματιά. Αντιθέτως, τα πράγματα δείχνουν πιο ασφαλή με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Δεσπόζει στο κέντρο, υψώνοντας το σπαθί επάνω στ’ άλογο κι εκδικείται την ιστορία.
Τον Θεόφιλο τον γοήτευσε η αρχαία ιστορία, με τον Όμηρο και τον Μεγαλέξανδρο, η βυζαντινή με τον Παλαιολόγο και η νεότερη με τους ήρωες της εθνεγερσίας. Αυτό το στοιχείο ίσως έχει κατά νου ο θεατής που θα επισκεφθεί το ίδρυμα Θεοχαράκη για την αφιερωματική έκθεση στον ζωγράφο. Τόσο στα σχολικά βιβλία, όσο και στις επετειακές εκδηλώσεις, οι εικόνες του υπομνηματίζουν με χρώμα τις σελίδες της Ιστορίας. Έτσι συγκεντρωμένα τα 95 έργα στους τρεις ορόφους του ιδρύματος είναι αυτά που αρθρώνουν την ιστορική μας πορεία, όχι αποσπασματικά κι όχι ως εικονολεζάντες, αλλά ως θέαση που επιτρέπει την συνάντησή μας με τα ζώπυρα της παράδοσης. Η εκμάθηση της ελληνικής ιστορίας θα μπορούσε να γίνει μέσα από την έκθεση και τα έργα να διαβαστούν κατ’ αυτόν τον τρόπο. Το υλικό που μας έχει αφήσει ο Θεόφιλος προσφέρεται για αναρίθμητες επεξεργασίες, προσεγγίσεις. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Δεν εξαντλείται.
Στο ψευδοπρόβλημα – τίτλο θέλω να πω ότι η έκθεση δεν έχει χαρακτήρα επετειακό, δεν είναι ένα γεγονός που ευθυγραμμίζεται μόνο με το ΄21. Είναι μέθεξη με τη ζωντανή ιστορία μας, αυτή που πάντως δεν θα βρούμε στα επίσημα βιβλία. Έτσι και η ομότιτλη έκδοση που αφήνει («Θεόφιλος. Ο τσολιάς της ζωγραφικής»), απηχεί το ειδικό βάρος του δημιουργού με κείμενα αναφοράς από τους Στρατή Ελευθεριάδη Tériade, Οδυσσέα Ελύτη, Γιώργο Σεφέρη, Τάκη Μαυρωτά και επιφανών ζωγράφων όπως ο Αλέξη Βερούκας, Στέφανος Δασκαλάκης, Χρήστος Μποκόρος, Γιώργος Ρόρρης. Και τα δυο, έκθεση και βιβλίο, είναι από τις λαμπρές στιγμές του επιμελητή Τάκη Μαυρωτά.
Γράφει ο Στέφανος Δασκαλάκης «ότι η τωρινή στιγμή είναι κατάλληλη για να δούμε ξανά τον Θεόφιλο σε αυτό που ουσιαστικά είναι, απαλλαγμένο από παρανοήσεις για τις οποίες ο ίδιος δεν φέρει καμία ευθύνη. Οταν μιλάω για ελληνικότητα του Θεόφιλου μιλάω για τέτοιου είδους πράγματα. Είναι βέβαια “λαϊκός”, αλλά όχι γιατί ζωγραφίζει φουστανέλες και είναι “Ελλην”, επειδή στα τοπία του οι άνθρωποι ζουν σε ένα είδος ώσμωσης με τη φύση και έχουν την ίδια σχέση με τον κόσμο και τα πράγματα όπως και οι αρχαίοι». Ο Δασκαλάκης συντονίζεται με την άποψη του Λε Κορμπυζιέ που μίλησε για «ζωγράφο γεννημένο μέσα από το ελληνικό τοπίο». Μας στρέφει, όμως, την προσοχή και κάπου αλλού. Μαζί με την αποτύπωση των σπουδαίων σελίδων του Ελληνισμού, εξίσου εμβληματικές υψώνονται μέσα στην έκθεση, οι ηθογραφικές σκηνές: απλοί άνθρωποι που ψαρεύουν, φουρνίζουν ψωμί ή πωλούν το εμπόρευμά τους.
Μετά τα ηθογραφικά έργα από επιδέξιους μάστορες της σχολής του Μονάχου, έχουμε έναν δημιουργό που έδωσε τον αυθεντικό παλμό της καθημερινότητας στην ελληνική επαρχία, χωρίς ξενόφερτα φτιασίδια. Και σε πλήρη αντίθεση με τους προκατόχους του, οι σκηνές που επιλέγει δεν είναι «θέμα», δεν είναι πόζα. Ο ζωγράφος δείχνει αυτό που δεν παρατηρούμε. Γι’ αυτό λέμε ότι ο Θεόφιλος είναι από τους πιο αυθεντικούς εκφραστές του ελληνικού genre. Σε αυτές τις απεικονίσεις περνά από το ηρωικό στοιχείο στον ανώνυμο κόσμο της βιοπάλης, από το «εγώ» στο «εμείς».
Πέρα από τις θριαμβικές συνθέσεις με μάχες και θανάτους, πέρα από τον παλικαρίσιο κόσμο που τόσο αγάπησε, ο Θεόφιλος ζωγραφίζει τη χαρά της ζωής. Η τοιχογραφία με τον φυτικό και ζωικό κόσμο από τη συλλογή του Μανώλη Περατικού είναι μια ζωγραφική «αποτοιχισμένη» από την Πομπηία, μια παράσταση που θα ζήλευε κι ο μεγάλος μας Κώστας Παπανικολάου. Το χρώμα του είναι ολοζώντανο, χαρούμενο κι εκφραστικό, με παλμό, γεμάτο σφρίγος. Και μοιάζει αληθινά παράδοξο πώς αυτός ο άνθρωπος που τον περιφρονούσαν και τον ελεεινολογούσαν (τσακισμένο και κοντακιανό τον περιγράφει ο Γιώργος Πετρής), έβλεπε τον κόσμο με τόση ζωντάνια και χαρά. Ακόμη και τον μεθυσμένο τον αγκαλιάζει με απέραντη τρυφερότητα (στο έργο «Τα παιδία πειράζοντα τον Αλήτην»). Θα μπορούσε ίσως κάποιος να δει μία προβολική ταύτιση του ζωγράφου με τον απόβλητο άνδρα που πετροβολούν τα παιδιά, αλλά ο τρόπος του Θεόφιλου δεν έχει υπαινιγμούς ή μυστικούς κώδικες (ως και η αντανάκλαση του σκυλιού δεν αποδίδεται όπως είναι φυσικό από την ανάποδη, μα από την καλή, σαν να πρόκειται για άλλο σκυλί). Η Μάρω Βασιλειάδου στην Κ γράφει πως τα έργα «μετατρέπουν την επίσκεψη σε ένα ταξίδι σε μια άλλη Ελλάδα, αθώα και ηρωική». Θα συμπλήρωνα ότι αθώο είναι το βλέμμα του δημιουργού που όλα τα φιλτράρει στη ζωγραφική του. Ακόμη και τη φιλήδονη Αυτοκρατώρεισα Ευδοξία που η «αμαρτία» της είναι παρουσία των ανδρών στον κύκλο της.