Φωτογραφία Cr Nicole Rivelli Netflix © 2021

Γιατί η Άννα Ντέλβι θα ήταν ιδανική στην Πινακοθήκη

Ενώ ήδη ανακοινώθηκε η ανάληψη της θέσης από τη Συραγώ Τσιάρα, εμείς είχαμε έτοιμη μια εναλλακτική πρόταση.

Για την υπόθεση της νεαρής «κληρονόμου» που, για καιρό, κατάφερε να κερδίσει τραπεζίτες και το νεοϋορκέζικο society, πολλοί έχετε γνώση από τους πηχυαίους τίτλους των μέσων. Η εικόνα της λεπτοκαμωμένης κοπέλας με τα ευμεγέθη μαύρα γυαλιά ήταν φανερά αταίριαστη με όσα της απέδιδαν και αυτομάτως τραβούσε την προσοχή. Πολλοί περισσότεροι γνωρίσαμε την ιστορία της στην επιτυχημένη σειρά του Netflix με τίτλο «Inventing Anna». Η νεαρή Άννα Ντέλβι – επικαλούμενη ένα φανταστικό καταπίστευμα – διαπραγματευόταν ένα δάνειο 22 εκατομμυρίων δολαρίων, προκειμένου να ανοίξει τον δικό της πολυχώρο τέχνης στην «πόλη που δεν κοιμάται ποτέ». Το ύψος του ποσού έδειχνε ότι αυτό το κορίτσι δεν αστειεύεται και, ίσως, να τα κατάφερνε αν δεν γινόταν η «στραβή» με τον τρόπο που ζούσε. Η ιδέα της ήταν να βάλει μέσα καλλιτέχνες σε ένα κτίριο που έμοιαζε βγαλμένο από το Soho. Φανταστείτε ένα συλλογικό workshop, μια κολεκτίβα που ζει στην καρδιά της πόλης, ανοιχτή ως «κυψέλη» τέχνης και ιδεών. Μπορεί να μη φαίνεται πρωτότυπη, αλλά έχει σημασία ποιος την υλοποιεί (στην documenta «μαζεύουν» έργα με το καλημέρα).

Το παράδοξο είναι ότι η σχέση της Ντέλβι με τα εικαστικά δεν προκύπτει από πουθενά. Δεν είναι απόφοιτος κάποιας σχολής, δεν το έχει «σπουδάσει». Υπάρχει, όμως, μία σκηνή σε μια γκαλερί, μεταξύ της Άννας και μιας εκατομμυριούχου για την αξία ενός πρώιμου αυτοπορτρέτου της Σίντι Σέρμαν. Οι ουσιαστικές παρατηρήσεις της Ντέλβι, όχι για την ενδεχόμενη επενδυτική αξία, αλλά για το ειδικό βάρος που φέρει η φωτογραφία, δεν μπήκαν τυχαία στο σενάριο. Μπορεί το συμβάν να μην έγινε ποτέ, μας δείχνει όμως ότι το «αισθητήριο» για το αυθεντικό έργο δεν είναι απαραιτήτως αποτέλεσμα τίτλων ή τριβής στους ναούς της τέχνης. Είναι εντυπωσιακό ότι μόλις 25 χρόνων, η Ντέλβι είχε πείσει κόσμο για το καλλιτεχνικό της εγχείρημα, πολλούς υποψιασμένους σε ζητήματα σύγχρονης τέχνης κι όχι μόνο χρηματιστές. Η γοητεία της ήταν το πείσμα στο όραμά της.

Την τελευταία δεκαετία, πολύ πριν τα χρόνια της πανδημίας, η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα επαναπαύτηκε στο Γουδί και τα έργα της Πινακοθήκης κλείστηκαν στις αποθήκες, μακριά από τον φυσικό τους αποδέκτη, το κοινό. Δεν ταξίδεψαν στην επαρχία – ούτε καν στα παραρτήματα της Πινακοθήκης -, παρά μόνο για κάποιες εκθέσεις στο Σύνταγμα, στου Θεοχαράκη. Δεν φρόντισε να «εκπαιδεύσει» συνεργάτες – έστω έναν – για να αφήσει στο πόδι της. Είχε μια αντίληψη φαραωνική και στα πλάνα της δεν χωρούσαν «επίγονοι». Ωστόσο, όλα σύντομα θα ξεχαστούν και θα μείνει στη συλλογική μνήμη γι’ αυτό: έδωσε στην Πινακοθήκη το νέο της σπίτι.

Η εποχή που το κράτος στήριζε τον πολιτισμό – ως όφειλε – έχει παρέλθει οριστικά. Η διευθύντρια το είδε και δεν έκατσε με σταυρωμένα τα χέρια. Έβαλε το ίδρυμα Νιάρχος να τελειώσει τη «δουλειά», έστω και με αυτή τη μαρκίζα. Αν περίμενε χρήμα από τα δημόσια ταμεία, ούτε στο συμπλήρωμα 300 χρόνων από την εθνεγερσία, δεν θα βλέπαμε Πινακοθήκη. Και έδειξε πως ένας πολιτιστικός οργανισμός για να λειτουργήσει μέσα στην κοινωνία, οφείλει να προχωρά σε συνέργειες με ιδρύματα, φορείς, σωματεία, τους πάντες. «Το μουσείο πρέπει να είναι ποδήλατο» έλεγε ο αείμνηστος Δημήτρης Κωνστάντιος, ο τελευταίος διευθυντής στο Βυζαντινό μουσείο, που δεν είχε το βλέμμα στραμμένο μόνο στη Μπουμπουλίνας.

Όμως, το χάρισμα να φέρνεις χρήμα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Θέλει ταλέντο. Και βέβαια, κυριαρχεί ακόμη η αντίληψη που γεννούν οι ιδεοληπτικές αγκυλώσεις ότι κάθε πρωτοβουλία έξω από το κράτος – πατερούλη συνιστά μπλόφα, δουλοπρέπεια ή αγραμματοσύνη. Εδώ, η απάντηση πρέπει να είναι η ραχοκοκαλιά του οργανισμού. Πόσο στέρεα μπορεί να υλοποιεί μια ιδέα με περιεχόμενο, να τη μορφοποιεί όπου χρειάζεται, αλλιώς να την απορρίπτει. Ο επικεφαλής δεν μπορεί να είναι απομονωμένος σε ένα γραφείο, αναπαυμένος στην ασφάλεια της «καρέκλας» του. Ο Δεληβορριάς ως να μεγαλώσει και να επιστρέψει στην πρώτη του αγάπη, την αρχαιολογία, δεν ήταν καθόλου αυτό. Όπως εκείνος, έτσι και η νέα διευθύντρια πρέπει να σκεφτεί την Πινακοθήκη, όχι ως κτίριο, αλλά ως οργανισμό που λειτουργεί στο πλαίσιο της κοινότητας. Να σκεφτεί ότι κοινότητα δεν συνιστά απουσία συνόρων, αλλά η παρουσία πνεύματος. Ότι κάθε είδους «έκθεση» δεν είναι κτήση, αλλά περιπέτεια. Δεν είναι εμμονή στο γνωστό, αλλ’ αναζήτηση του άγνωστου. Δεν είναι κατοχύρωση, αλλά διεύρυνση. Να γιατί θα ήταν ιδανική στην Πινακοθήκη η παθιασμένη – κι έξω από τα συνήθη – περίπτωση της Άννας Ντέλβι.

Αλλά βεβαίως η Ντέλβι δεν υπάρχει. Είναι το κατασκεύασμα της Άννας Σορόκιν, που αν δεν είναι ακόμη στη φυλακή, θα μείνει για πάντα με το στίγμα μιας απατεώνισσας. Το κείμενο αυτό γράφτηκε λίγο πριν την ανακοίνωση ανάληψης της θέσης από τη Συραγώ Τσιάρα. Αυτά που αναμένονται όμως από τη νέα διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης εξακολουθούν να ισχύουν. Χρειάζεται όραμα κι αυτό περιμένουμε να μοιραστεί μαζί μας.

TAGS