Η έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης: Ζωγραφικές διαδρομές» μας δίνει ένα συμπυκνωμένο μάθημα για την τέχνη του και μας συστήνει το θεατρικό του όραμα.
Γέρος στα χρόνια, ο Τσαρούχης ήταν σωματικά προδομένος, κυρίως από την ταλαιπωρία του με το σάκχαρο. Δύσκολα τον βαστούσαν τα πόδια. Σώζονται κανά δυο περιστατικά από ανεπιθύμητες «πτώσεις», που, παρά την ανημπόρια της ηλικίας, βγάζουν το πηγαίο χιούμορ του. Μου ήρθε στο νου ένα από αυτά τα ευφυολογήματα, όταν έπεσε στην αυλή του σπιτιού του και τον βρήκε μια γειτόνισσα. Ταραγμένη προφανώς από την εικόνα του καλλιτέχνη κατάχαμα στο χώμα, αναφώνησε:
-Τι κάνετε κύριε Τσαρούχη;
-… ηλιοθεραπεία.
Έτσι λουσμένο στο φως βρήκα το σπίτι – εργαστήριο του ζωγράφου το κυριακάτικο πρωινό, την επομένη των εγκαινίων της έκθεσης «Ζωγραφικές διαδρομές». Κατά ένα μαγικό τρόπο, το δρομάκι της Πλουτάρχου μοιάζει να μην ακολουθεί τη φρενήρη αστική ανάπτυξη του Μαρουσιού. Οι παρακείμενες πολυκατοικίες σα να κρύβονται από τα ψηλά πεύκα και καθώς ο δρόμος δεν είναι ασφαλτοστρωμένος, εμποδίζεται η συχνή διέλευση των οχημάτων. Μια ησυχία ολόγυρα τυλίγει σεβαστικά το ίδρυμα Τσαρούχη. Πιο εντυπωσιακή, όμως, είναι η αίσθηση που έχεις μέσα στο νεοκλασικό. Οι ανακαινιστικές εργασίες που μας άφησε δωρεά η documenta ήταν μόνο εξωτερικές και το σπίτι μέσα κρατά την ατμόσφαιρα μιας εποχής. Αυτό βεβαίως το κάνει να υστερεί σε λειτουργικότητα, ιδίως στους επισκέπτες με κινητικές δυσκολίες, διατηρεί όμως τον χαρακτήρα του: ένα λημέρι ανοιχτό σε καλεσμένους κι όχι απλώς σε θεατές.
Ανεβαίνοντας την ξύλινη σκάλα για τον πρώτο όροφο του οικήματος, βλέπεις φωτογραφίες του Τσαρούχη, μερικές από το χέρι του πρόσφατα χαμένου Γιώργου Τουρκοβασίλη. Φέρνεις αμέσως την εικόνα του ίδιου του ζωγράφου με μοντέλα και πρόσωπα από τον στενό του κύκλο. Άτακτα βαλμένες όπως είναι, δεν έχουν απλώς αξία ντοκουμέντου, αλλά «συστήνουν» ανυπόκριτα τους ενοίκους, μεταφέροντας το κλίμα του σπιτιού. Προτού μπεις στη μεγάλη αίθουσα με τα έργα της έκθεσης, σε «υποδέχονται» οι δάσκαλοι του Τσαρούχη με δύο έργα του από την περίοδο της νιότης: η «Σκυριανή» που δείχνει τη θητεία του στον Κόντογλου και ο «Γενειοφόρος άνδρας» στον Παρθένη. Η ανιψιά του καλλιτέχνη Νίκη Γρυπάρη θέλησε να ρίξει βάρος στον τρόπο που αλλάζει η ζωγραφική του, διατρέχοντας μια μεγάλη περίοδο από το 1927 έως τις αρχές του 1970: από τους δασκάλους του στην Ελλάδα, τις παρισινές επιρροές – τον Ματίς, αλλά και τη μεγάλη τέχνη που μελέτησε στο Λούβρο –, τον Καραγκιόζη και το φαγιούμ. Εκτός από τα μνημειακά έργα που μαγνητίζουν από απόσταση, αξίζει να σταθεί κανείς στη μικρή σε διάσταση, αλλά εξαιρετικά επιδραστική στην κατοπινή εξέλιξη του ζωγράφου, σπουδή της «Μέδουσας» (ψηφιδωτό που σήμερα απόκειται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). «Μου ‘δωσε να καταλάβω πως η τέχνη που μας ορίζει ακόμα είναι η αρχαία ελληνική, ή για να ‘μαστε ακριβέστεροι, η ελληνιστική» εξηγεί ο ζωγράφος τη σημασία του έργου. Εικοσιέξι έργα συνθέτουν ένα συμπυκνωμένο «μάθημα» το οποίο απευθύνεται όχι μόνο στους μυημένους, αλλά και στο νεότερο κοινό που δεν έχει καμία εξοικείωση μαζί του.
Μεγάλο κέρδος θα αισθανθεί ο ασκημένος στην τσαρουχική τέχνη επισκέπτης, επάνω στο δώμα. Εκεί, νιώθεις πια ότι δεν μπαίνεις σε αίθουσα μουσείου, μα στο άδυτο του καλλιτέχνη. Στο μικρό δωμάτιο παρουσιάζονται θεατρικές μακέτες από παραστάσεις που έχει υπογράψει και μια σειρά από παραστάσεις που ιδανικά θα ήθελε να κάνει. Εντυπωσιασμένος από τα έργα αυτά, θέλησα να μάθω περισσότερα για τη σχέση του ζωγράφου με το θέατρο. Σε συνέντευξή του, λοιπόν, στον Λεωνίδα Χρηστάκη αποκαλύπτει: «σκηνικά φτιάχνω από ηλικίας 6 ετών. Αιτία ήταν ότι όταν ήμουν μικρός, παρά πάσαν ελπίδα, είδα το “Ξιφίρ Φαλέρ” με σκηνικά του Πάνου Αραβαντινού». Την πρώτη του ολοκληρωμένη σκηνογραφική δουλειά παρουσιάζει μόλις 17 χρόνων στο Άσυλο Τέχνης του Νίκου Βέλμου για τις «Φοίνισσες» κι από κει και πέρα η πορεία του στο θέατρο τον συνδέει με αναστήματα όπως η Λίλα ντε Νόμπιλι, η Κάλλας, ο Κουν και άλλα θηρία της εποχής. Η ενασχόλησή του με το θέατρο, όμως, δεν ήταν άλλο ένα από τα ταλέντα του ανδρός.
Από σημείωμά του που έχει αναρτηθεί στην έκθεση, μεταφέρουμε αποσπασματικά: «Προσπαθούμε να μετατρέψουμε σε έθιμο την παράσταση της αρχαίας Τραγωδίας, σε θέμα τουριστικό, και παραμελούμε τελείως το όφελος που θα μπορούσε να δώσει σε μας και στους άλλους ανθρώπους, αν ερχόμασταν σε επαφή με το βαθύτερο πνεύμα της Τραγωδίας, που, κατά μία ανέλπιστη τύχη, πολλοί Έλληνες και πολλοί άνθρωποι το έχουν ζωντανό μέσα τους. Μια παράσταση Τραγωδίας και η απόδοση του πνεύματός της θα κρίνεται πάντα όχι από τους φιλολόγους, ούτε από τους ειδικούς οποιουδήποτε πράγματος, αλλά από το γεγονός αν ξυπνά μέσα στο θεατή την έξαρση του πάθους, τη θεϊκή έκσταση και την συμφιλίωση όλων των ηδονών και των πόνων της ζωής, που ο ποιητής έχει τη δύναμη να δίνει στον κόσμο» (Αγαθόν το εξομολογείσθαι).
Σε τούτες τις γραμμές μπορούμε σήμερα να αντιληφθούμε πώς ο καλλιτέχνης έδωσε τις «Τρωάδες» στο πάρκινγκ της οδού Καπλανών. Σε ένα πάρκινγκ, θυμίζουμε το 1977, με δική του μετάφραση, κοστούμια και σκηνοθεσία. Μπορούμε να αναλογιστούμε το επίτευγμά του; (μάθημα που σίγουρα ενέπνευσε τον τελευταίο μεγάλο μαθητή του, τον Δημήτρη Παπαϊωάννου). Τους αρχαίους ποιητές, τους μεγάλους τραγωδούς, τους ένιωσε κι αυτούς δασκάλους του ο Τσαρούχης, όχι ως μέτρο της τελειότητας, όχι ως κανόνα υπεράνω πάσης κριτικής. Ξεπέρασε τη σοβιετικού τύπου αλήθεια ότι αρχαίος ίσον τέλειος. Αντιθέτως, τους διάβαζε φέρνοντας στην εποχή του, ανακαλύπτοντας νέες διαστάσεις, άλλες πτυχές, κουβεντιάζοντας μαζί τους. Στο δίδαγμά τους, είδε τον κόσμο σαν μια σκηνή όπου παρουσιάζεται το δράμα του ανθρώπου. Στο θέατρο, λοιπόν, ο δημιουργός βρήκε κανάλι για να εκφράσει την ειδική σχέση του με την αρχαιότητα και μαζί της όλες τις ηδονές και τους πόνους της ζωής.

Η κα Νίκη Γρυπάρη στην αυλή του Ιδρύματος Τσαρούχη
Θυμάμαι τον τεχνοκρίτη Γιώργο Πετρή να σχολιάζει, όχι χωρίς μομφή, την σκηνογραφική αντίληψη του Τσαρούχη για ορισμένα ζωγραφικά του έργα που τα έβλεπε περισσότερο ως «μακέτες» παρά ως ολοκληρωμένους πίνακες. Είχε δίκιο. Όμως αυτό δε σημαίνει ότι ο ζωγράφος τα θεωρούσε υποδεέστερα ή έργα «ευκολίας», βασισμένα σε ρετσέτες. Σχηματοποιημένες συνθέσεις, ναι. Όχι, όμως, χωρίς παλμό. Βγαίνοντας από το σπίτι, βλέπω στην αυλή τη Νίκη Γρυπάρη ν’ απολαμβάνει τον πρωινό της καφέ. Με βεβαιώνει για τη σχέση του ζωγράφου με το θέατρο που τη χαρακτηρίζει οργανική. Όταν τέλειωσα την κουβέντα μαζί της για τα μελλοντικά εκθεσιακά σχέδια και τον αγώνα να κλείσει τις επείγουσες πληγές του χρόνου στο οίκημα – που δεν είναι λίγες -, το λάλον κοτσύφι στο δέντρο συνέχιζε απτόητο τις τρίλιες. Έχω την εικόνα του πεσμένου Τσαρούχη στην παραδείσια αυλή να συνεχίζει απτόητος, χωρίς να ενοχλείται από την παρουσία μας, την ηλιοθεραπεία. Να ένας τίτλος για την επίσκεψη στην οικία του.
Διάρκεια έκθεσης έως 31 Ιουλίου