Αντί αποχαιρετισμού: σημειώσεις στη Νέκυια του Μπότσογλου

Οι ήρωες της Προσωπικής Νέκυιας του εικαστικού που έφυγε πριν λίγες μέρες, ομηρικοί και μη, ξαναπαίρνουν φωνή  

Τετάρτη μεσημέρι, φίλοι, δάσκαλοι και μαθητές, όλοι οι άνθρωποι του Μπότσογλου χαιρετήσαμε τον ωραίο ζωγράφο στο Α’ Νεκροταφείο. Με το μαγνητόφωνο στο χέρι, πήρα μαζί όσα λέχθηκαν για τον νεκρό. Μα οι επικήδειοι λόγοι τώρα που τους ακούω, ανήκουν μόνο στον Χρόνη – και την Ελένη – , που στάθηκε σύντροφος ζωής. Χάνουν το βάρος τους έξω από κει. Βλέποντας τη φωτογραφία του νεότερου, γελαστού Χρόνη, σκέφτομαι πως είναι από τους λιγοστούς δημιουργούς που κατόρθωσε το άτοπο: την κατάβαση στον «άλλο» κόσμο. Από τα χρόνια της σπουδής στην ιστορία τέχνης, είχα τη μεγάλη τύχη να τον γνωρίσω στο εργαστήριό του και να μου μιλήσει για τη Νέκυια. Τη δική του Νέκυια. Αντιστρόφως, λοιπόν, θέλησα να μεταφέρω εδώ τον λόγο των ανθρώπων της που πλέον τον συντροφεύουν, μέσα από τη φωνή – και τα πρόσωπα – του δασκάλου.

H νέκυια (από το ομηρικό νέκυς, που σημαίνει νεκρός) από τον Όμηρο κι έπειτα σημαίνει την κατάβαση ζώντος ανθρώπου στον Άδη για να συνομιλήσει με νεκρό και, είτε να μάθει από αυτόν την κρυμμένη αλήθεια, είτε να τον πάρει πίσω στη χώρα των ζώντων. Ο Μπότσογλου ξεκίνησε το εγχείρημα το 1993, κάνοντας πρώτα κάποιες σπουδές, προκειμένου να δει τις δυσκολίες του υλικού και στη συνέχεια συμβουλεύτηκε φίλους. Τότε ήταν που κυκλοφόρησε η Νέκυια, ένα μαύρο βιβλιαράκι σε απόδοση Μαρωνίτη. «Πάρτη, διάβασέ τη και μετά κουβεντιάζουμε» μου είπε, κι έτσι προχώρησα.

 

Πώς η Νέκυια γίνεται «προσωπική»

Η μεγάλη μου απορία αφορούσε, κυρίως, το ερωτικό στοιχείο το οποίο, θεωρώ, πως είναι εξαιρετικά έντονο στη Νέκυια. Ο Μαρωνίτης με προέτρεψε να διαβάσω το κείμενο και, πράγματι, την απάντηση την έδωσε ο ίδιος ο Όμηρος. Έτσι, πήρα το “ελεύθερο” να τολμήσω κάποια πράγματα, που συνδέονται με το ερωτικό στοιχείο. Άλλωστε, η Νέκυια είναι «προσωπική» υπόθεση και σε μεγάλο βαθμό “ερωτική”· αφορά δικούς μου ήρωες, που τους ταυτίζω με πρόσωπα ομηρικά.

Αρχίζω τη Νέκυια με τον Ελπήνορα, όπως ακριβώς συμβαίνει στον Όμηρο, και τελειώνω με τον Τειρεσία. Απέναντι, στο κέντρο, είναι ο Αχιλλέας κι από κει και μετά είναι ο χορός των ανδρών κι αντίστοιχα, των γυναικών.

Στην ομηρική Νέκυια η μητέρα εμφανίζεται δύο φορές, εγώ την “ανακαλώ” τρεις. Γιατί στο τέλος ανακάλυψα ότι παρόλ’ αυτά μου έλειπε – ως αντιστοιχία στα δύο φύλα – μια γυναικεία μορφή. Οι ανδρικές φιγούρες είναι περισσότερες, κυρίως εξαιτίας του κεντρικού ήρωα, που εμφανίζεται στην πρώτη και τελευταία παράσταση· ο χορός, όμως, έχει μιαν αντιστοιχία. Ο πατέρας μου, που απεικονίζεται δύο φορές, έχει σαφώς πρωταρχικό ρόλο για μένα και ταυτίζεται συμβολικά με τον Αγαμέμνονα. Η μητέρα όμως παίρνει μιαν άλλη διάσταση. Στην πρώτη αποκαλύπτεται μέσα από τα χρόνια της – και στις τρεις ηλικίες -, στη δεύτερη φανερώνεται στο «μαρτυρολόγιο», τη ραπτομηχανή της· και στην τελευταία εκδοχή, που είναι εντελώς διαφορετική, βλέπω πια τη σχέση μου μαζί της. Η μάνα μου εκεί μου “προφητεύει” αυτό που λέει ο Παπαδιαμάντης : Ύπαγε, ανίατε· ο πόνος θα είναι η ζωή σου.

Ο Τειρεσίας είναι εξάδελφος τρίτου βαθμού, με μεγάλη διαφορά ηλικίας, αλλά πολύ σημαντικός για μένα. Ο Κώστας Μπότσογλου ήταν καθηγητής στο γυμνάσιο του Μαρωνίτη σε δύσκολες εποχές για τον τόπο. Όταν εγώ τέλειωσα το δημοτικό, εκείνος εργαζόταν στο Πειραματικό της Θεσσαλονίκης. Μέχρι τότε δεν τον γνώριζα. Εγώ, αν και μικρός στα χρόνια, είχα αποφασίσει το δρόμο που θ’ ακολουθήσω: ήθελα να γίνω ποιητής-ζωγράφος. Στο διαγωνισμό μάλιστα χειροτεχνίας των αποφοίτων πήρα το πρώτο βραβείο. Με πήρε λοιπόν ο πατέρας μου από το χέρι και με πήγε στο «διανοούμενο» της οικογένειας. Είδε τη δουλειά που είχα κάνει και με προέτρεψε να δώσω εξετάσεις για το Γυμνάσιο του Πειραματικού. Το έκανα πράγματι, και πέρασα, έστω και τελευταίος. Τότε, αντιμετώπιζα μεγάλες μαθησιακές δυσκολίες, άγνωστες την εποχή εκείνη: είμαι δυσλεκτικός. Για παράδειγμα, στο όνομά μου έκανα τρία λάθη! Ούτε και μπορούσα να διαβάζω δυνατά. Αυτό το ξεπέρασα τριάντα χρονών (σε ένα γκρουπούσκουλο της Ε.Κ.Ε. «υποχρεώθηκα» να διαβάσω ένα κείμενο – που δεν ήταν καν δικό μου – σε ένα θέατρο εκατό περίπου ατόμων. Κατάλαβα τότε πως έπρεπε να διαβάζω με αργό τρόπο). Αυτό, βέβαια, δε μπορούσα να το φανταστώ πιτσιρικάς, γιατί με δυσκολία έβαζα τα δάχτυλά μου για να μη χάνω τις λέξεις και φυσικά τις έχανα! (Η δυσλεξία μου εμφανίστηκε πάλι πολύ μετά, στο ραδιόφωνο, με τον Μανώλη τον Αναγνωστάκη, που είχε μια εκπομπή λόγου. Μαζί με τον Ζεβελάκη βρίσκανε παλιές συνεντεύξεις καλλιτεχνών και τις «παίζανε» θεατρικά. Έπρεπε λοιπόν, να παραστήσω τον Τόμπρο. Ε, δε μπόρεσα να τη διαβάσω! Τέσσερις ώρες κάναμε και στο τέλος παρέδωσα, λέγοντας: Κοίτα να δεις Μανώλη, τώρα έχεις να κάνεις με δυσλεκτικό!

 

Για το ερωτικό στοιχείο στη Νέκυια

Όπως δούλευα με την ιδέα της Νέκυιας, ξαφνικά προβάλλανε δυο “αδέσποτοι” μαστοί, οι οποίοι δεν μπορούσα να καταλάβω τι είναι. Ένα μήνα παιδεύτηκα για να δω πού ανήκουνε, σε ποιο γεγονός αναφέρονται! Ήταν μια συνεύρεση τυχαία; Ξαφνικά πρόβαλε αυτό το κομμάτι, μια μνήμη, που προσπάθησα να τη μεταφέρω. Ήτανε λοιπόν, μια θεία μου – την εποχή εκείνη θάμουν 11 χρόνων, ίσως και πιο μικρός -, όπου έμενε στο επάνω σπίτι με το θείο μου. Στην κουζίνα είχε βάλει μια λεκάνη και πλενότανε. Το αίσθημα που μου γεννήθηκε, όταν την είδα, ήταν πρωτόγνωρο! Προφανώς ήταν το ερωτικό ξύπνημα, που δε μπορούσα μικρός να καταλάβω. Και παριστάνεται, όχι όπως ήταν πραγματικά, αλλά όπως εγώ την έβλεπα, με έντονη επιθυμία.

 

Οι αυτόχειρες της σύνθεσης

Φωτογραφίες δεν χρησιμοποίησα για τη σύνθεση, εκτός από την αδελφή του πατέρα, η οποία πέθανε πολλά χρόνια πριν γεννηθώ και δεν τη γνώρισα. Υπήρχε όμως, αυτή η σκηνοθεσία, με τον καθρέφτη και το μπουκαλάκι της κολόνιας. Ο θάνατός της είχε «στοιχειώσει» την οικογένεια και δεν πολυκουβεντιάζονταν· ακούγοντας, όμως, διάφορες ιστορίες, έμαθα πως πέθανε από καημό, κλειδωμένη στο δωμάτιό της απ’ τ’ αδέλφια της, γιατί δεν ενέκριναν αυτόν που αγαπούσε!

Παρόμοια περίπτωση αποτελεί μια φίλη, με την οποία πολύ λίγο κάναμε παρέα. Την Κοραλία Θεοτοκά τη γνώρισα απ’ τους Μυταράδες [ενν. τους ζωγράφους Δημήτρη και Χαρίκλεια Μυταρά]. Περισσότερο ίσως το γεγονός του θανάτου της με σημάδεψε. Η Κοραλία (δεύτερη σύζυγος του Γιώργου Θεοτοκά), πολύ καλή ποιήτρια η ίδια, αυτοκτόνησε, πέφτοντας από την πολυκατοικία που έμενε (το σπίτι ήταν κοντά στην Αμερικανική πρεσβεία).

Το ίδιο το γεγονός του αυτόχειρα πάντα με συγκλόνιζε. Εκτός απ’ αυτήν την περίπτωση, μέσα στη Νέκυια έχω άλλον ένα αυτόχειρα. Μ’ αυτόν, όμως, είχα ιδιαίτερο δεσμό. Ο Χαριλής ήταν, ας πούμε, ο “καθυστερημένος” του χωριού, στη Μυτιλήνη. Ανάμεσα στα δύο φύλα, στο περιθώριο, ένας άνθρωπος “απόβλητος” για τον τόπο του. Όταν πήραμε το σπίτι το ‘68, του έδωσα τα κλειδιά κι ανέλαβε τη φροντίδα του κήπου και του εξοχικού τον καιρό που δεν ήμασταν εκεί. Ξαφνικά από κει που δεν είχε τίποτα, ο Χαριλής αισθάνθηκε χρήσιμος, απέκτησε “κύρος” κι ένα χαρτζιλίκι για το καφενείο του χωριού. Αλλά, αυτός ο άνθρωπος –όσο τον κουβέντιαζα-, όχι μόνο δεν ήταν καθυστερημένος, αλλά ήταν από τους πιο σοβαρούς ανθρώπους που έχω γνωρίσει, με λόγο καθαρό, στοχαστικό.

Ο Χαριλής βγάζει καρκίνο στο λάρυγγα. Τον στέλνω σε έναν φίλο μου, γνωστό καρκινολόγο, ο οποίος του λέει: «αυτό που έχεις γιατρεύεται, αλλά δε θα μπορέσεις να ξαναμιλήσεις». Φαντάσου έναν άνθρωπο κοινωνικά αποκλεισμένο ν’ αναγκάζεται να χάσει τη φωνή του! Ο Χαριλής δεν είπε τίποτα· σηκώθηκε την άλλη μέρα, μάζεψε τα πράγματά του, γύρισε στο σπίτι του στο νησί και «τράβηξε» μία στο λάρυγγα με το κλαδευτήρι. Η αξιοπρέπεια προσωποποιημένη…

 

Από τον Όμηρο στον Μπότσογλου

Η Οδύσσεια έχει πολλές πλευρές, αμέτρητες όψεις που λάμπουν στο φως της αφοσιωμένης ανάγνωσης, δείχνοντας την παλλόμενη ζωή των χρω­μάτων, την παλλόμενη αλήθεια της ζωής. Παίρνοντας την αναγκαία απόσταση, όχι μόνο από τη Νέκυια, αλλά συνολικά από το έργο της Οδύσσειας, νιώθεις πως έρχεσαι σε επαφή με ένα μεγάλο σε σημασία σαμανιστικό κείμενο. Ο Οδυσσέας, σταθερά καθοδηγούμενος και κατευθυνόμενος από θεό, μυείται στη γνώση του κόσμου των νεκρών. Τα ταξίδια του δεν είναι πράγματι ταξίδια, ούτε βέβαια περιπλάνηση. Είναι προγραμματισμένοι αναβαθμοί, διαδοχικές επαφές με πνεύματα, τα οποία φαίνο­νται να απειλούν το μύστη. Στα σκοτεινά νερά της Νέκυιας καθρεφτίζεται ολόκληρη η Οδύσσεια.

Ο Κάφκα μας έθεσε το ερώτημα-υποψία, ότι οι Σειρήνες δεν τραγούδησαν στον Οδυσσέα: όταν είδαν πως έλαβε τα μέτρα του να μη γοητευθεί από αυτές, βυθίστηκαν στη σιωπή, διότι οι Σειρήνες «διαθέτουν ένα ακόμη πιο φοβερό όπλο από το τραγούδι τους: τη σιωπή τους». Χωρίς να επιζητούμε αντιστοιχίες, θα λέγαμε ότι αν ο Οδυσσέας έμενε για πάντα καλυμμένος (Καλυψώ) στην ωραία αφάνεια, ή δεν έβγαινε από τον ατέλειωτο κύκλο (Κίρκη), ή αν ακόμη χανόταν σε κάποιο άλλο στάδιο, δεν είναι πως δεν θα μπορούσε να γραφεί η Οδύσσεια. Αυτό που δεν θα ολοκληρωνόταν είναι η μύηση.

Η πριγκίπισσα των ποντοπόρων πλοίων Ναυσικά οδηγεί στο παλάτι του ηγεμόνα τον Οδυσσέα, όπου εκεί παρουσιάζει όχι περιπέτειες, αλλά πάθη, δηλαδή αναβαθμούς της μύησης, και μάλιστα την επαφή του με τον κόσμο των νεκρών. Έπειτα από αυτά, ο σοφός (Αλκίνοος) ηγεμόνας, δίνει την άδεια απόπλου, εξόδου από τον κάτω κόσμο στον κόσμο των ανθρώπων. Οι Φαίακες με τα μαύρα (πως αλλιώς;) πλοία τους, οδηγούν μεν τον Οδυσσέα στον προορισμό του, αλλά κοιμώμενο, δηλαδή σε κατάσταση οιονεί θανάτου.

Το ταξίδι στον Άδη ολοκληρώθηκε, η μύηση ολοκληρώθηκε, αρχίζει τώρα η επανένταξη του μυημένου στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Η επανένταξη αρχίζει με την κάλυψή του, την απόκρυψή του, και καταλήγει σε σπορά θανάτου των ασεβών. Το έπος της μύησης ολοκληρώνεται με μια συζήτηση των νεκρών όπου θαυμάζεται ο ήρωας-μύστης.

Πριν από δεκαετίες ο Μπότσογλου, μετά την επίσκεψή του σε ένα ευρωπαϊκό μουσείο σύγχρονης τέχνης, σημείωνε: «Βλέποντας τη σύγχρονη τέχνη, σκέφτομαι ότι εγώ σίγουρα την έχω πατήσει». Το βέβαιο είναι ότι ο ζωγράφος δεν έπεσε σε συνταγές του συρμού. Σήμερα, δε σώζεται τίποτα από τη Νέκυια του Πολύγνωτου, μονάχα σπαράγματα αφηγηματικά, ικανά ωστόσο να μας ταξιδέψουν. Αύριο, ακόμη κι αν δε μείνει τίποτε από τη Νέκυια του Μπότσογλου, ο δημιουργός του θα έχει σωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο, θα ανακαλείται στην εικαστική μνήμη των επόμενων δημιουργών-μυστών. Και, όπως στην ποίηση του Ομήρου ο μύθος αγκαλιάζει τους αγαπημένους νεκρούς, έτσι και η τέχνη του Μπότσογλου αγκαλιάζεται με το μύθο.

 

TAGS