Εκκεντρικοί χαρακτήρες, ζωηρά σκηνικά και κοσμοπολίτικος αέρας χαρακτηρίζουν τα έργα της εικαστικού Στέλλας Καπεζάνου. Ωστόσο, παρά τη φαινομενική ελαφρότητα, οι πίνακές της σχολιάζουν με άμεσο τρόπο το δυτική καπιταλιστική κοινωνία και την υλιστική κουλτούρα, ενώ ταυτόχρονα γεμίζουν τους θεατές με ζεστασιά και νοσταλγία για γνήσια ανθρώπινη σύνδεση. Τα έργα της επικεντρώνονται σε θέματα που θεωρούνται μάλλον «συνηθισμένα», με την έννοια ότι είναι οικεία στα μάτια των θεατών, ενώ οι ανθρώπινες φιγούρες απεικονίζουν την ψυχή και το συναίσθημα των προσωπικοτήτων που καθορίζονται από τις πραγματικές σχέσεις με τις ίδιες τους τις «πράξεις».
Ποιες είναι οι βασικές αρχές της εικαστικής σου πρακτικής;
Αν έχω μια συνειδητά σταθερή αρχή στην εικαστική μου πρακτική είναι ότι είμαι ξεκάθαρα ζωγράφος. Δεν ανακατεύω πλέον τα μέσα και παραμένω μονομανής σε αυτό που προσωπικά θεωρώ απαιτητικότερο όλων. Και μάλιστα παραστατική ζωγράφος, έχοντας δώσει μάχες για να υπερασπιστώ αυτή μου την επιλογή, τόσο στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα όσο και στο μεταπτυχιακό μου στο Λονδίνο.
Στα δύο πρώτα χρόνια της φοίτησης μου στην ΑΣΚΤ πειραματίστηκα και με τη γλυπτική, το ψηφιακό κολλάζ, τη φωτογραφία. Όλα μου άρεσαν, περισσότερο η γλυπτική. Εκείνο όμως που για μένα παρέμενε το πιο δύσκολο μέσο να κατακτηθεί, ήταν η ζωγραφική. Και ειδικότερα το ανθρώπινο δέρμα, τόσο μαλακό, τόσο αφηρημένο χρωματικά, δεν έχεις να πιαστείς από πουθενά. Και παράλληλα, ένα μέσο που εύκολα μπορεί να γίνει αφόρητα βαρετό, τόσο εννοιολογικά όσο και – ακόμα χειρότερα – τεχνικά.
Από πού αντλείς έμπνευση;
Τις σκέψεις μου σχεδιάζω στον καμβά, άγχη, ανησυχίες, τη γενικότερη αίσθηση που έχω την κάθε εποχή. Κάτι σαν self-therapy, για να καθαρίσω – και να ξεκαθαρίσω – το μέσα μου. Παλαιότερα προετοίμαζα πολύ περισσότερο τις θεματικές μου. Αποφάσιζα πάνω σε ποιά νοηματική ενότητα θέλω να δουλέψω και μετά την εξαντλούσα σε δεκάδες έργα που διαδέχονταν το ένα το άλλο, μέχρι που μου τελείωνε και δεν ένιωθα πια. Τα τελευταία δύο χρόνια με έχω αφήσει ελεύθερη. Συλλέγω το υλικό μου, σκηνοθετώ και φωτογραφίζω τις αναφορές μου όπως παλιά, κρατάω σημειώσεις στο κινητό μου για να τα έχω πάντα μαζί, αλλά αποφασίζω άναρχα και μόνο την τελευταία στιγμή τί θα είναι το επόμενο έργο που θα δοκιμάσω και λίγο με απασχολεί αν θα δένει με τα προηγούμενα ή θα ξεκολλάει. Η αλήθεια είναι πως δουλεύω τόσες πολλές ώρες που έχω άπειρα χρονικά περιθώρια για πειραματισμούς και (ευτυχείς) αποτυχίες.
Με τι καταπιάνεσαι αυτή την περίοδο;
Εξερευνώ τη γυναίκα σήμερα, τη μη εδραιωμένη νέα της θέση στην κοινωνία, τη σχέση της με τις άλλες γυναίκες, τις φαντασιώσεις της. Με απασχολεί το θολό πεδίο ανάμεσα στους προηγούμενους και τους νέους της ρόλους. Είναι εφικτό να είναι παράλληλα δυνατή, και αυτόνομη, και επιχειρηματίας, και ανέμελη, και μητέρα, και εύθραυστη, και ανεξάρτητη, και ερωτική, και ευαίσθητη, και απαλή, και έφηβη, και ώριμη, και ρεαλίστρια, και ρομαντική, και αδιάφορη, και στοργική, και θρασύς, και ευαίσθητη, και αφεντικό, και σέξι;
Τα καταφέρνει άραγε και να διεκδικεί και να παραδίδεται; Παραμένει σεβαστή στα ντελικάτα της ψηλοτάκουνα και με δαντελωτά εσώρουχα; Όταν μια γυναίκα απεικονίζεται γυμνή στο έργο μου, στα μάτια του θεατή είναι ένας άνθρωπος συμφιλιωμένος με το σώμα του ή ένα σκεύος ηδονής; Το ίδιο ερωτικό είναι ένα γυναικείο και το ίδιο ένα ανδρικό γυμνό; Και γιατί τελικά να πρέπει καν να είναι ίδιο; Τι πρέπει ακόμα να αποδείξουν οι γυναίκες και ποιος τελικά κρατάει το λογαριασμό;
Μετά το πέρασμα της πανδημίας, τι έμεινε; Πώς επηρέασε αυτή η κρίση τη δουλειά σου;
Υποθέτω πως η δουλειά μου στράφηκε περισσότερο προς τα μέσα, αφού το έξω μπήκε μερικώς στο pause. To διάστημα που η χώρα ήταν σε πλήρες lockdown το απολάμβανα, γιατί έμενα ατέλειωτες ώρες στο studio χωρίς διακοπές. Απ’ τη στιγμή όμως που επανήλθαμε σε μια “σχεδόν κανονικότητα” και μετά, ασφυκτιώ. Όλοι αυτοί οι «μικροί» περιορισμοί που μας έχουν ξεμείνει, με κάνουν να αισθάνομαι ότι δε μου φτάνει η ανάσα. Ελεύθερη αισθάνομαι μέσα από τη δουλειά μου και όταν ταξιδεύω, ειδικά σε μέρη που δεν έχω ξαναβρεθεί. Και με τους δύο αυτούς τρόπους σκέφτομαι λιγότερο και αισθάνομαι περισσότερο.
Θεωρείς πως η Ελλάδα παρέχει το κατάλληλο περιβάλλον για τους καλλιτέχνες;
Στη χώρα μας εδρεύει μια καταπληκτική κοινότητα καλλιτεχνών, θεωρητικών και άλλων επαγγελματιών στον τομέα του πολιτισμού. Η δυσκολία έγκειται στο πώς μπορεί να ζει ένας καλλιτέχνης στην Ελλάδα και να δείχνει σε μητροπόλεις. Η τέχνη είναι επείγουσα, χρειάζεται να είναι κανείς παρών εκεί που χτυπάει η καρδιά της. Επιπλέον, μία μόνο αγορά δύσκολα μπορεί να συντηρήσει έναν καλλιτέχνη.
Ποια τα σχέδια σου για το άμεσο μέλλον;
Μέχρι το τέλος του χειμώνα θέλω να ολοκληρώσω τη σειρά από έργα στην οποία εργάζομαι τα τελευταία δύο χρόνια. Παράλληλα έχω ξεκινήσει μια σειρά από κεραμικά, τα οποία λειτουργούν κυρίως συμπληρωματικά στη ζωγραφική μου. Με τα κεραμικά νιώθω πως παίζω. Λόγω της τρίτης διάστασης και του γυαλώματος, η πιο απλή πινελιά αποκτά ξαφνικά βαρύτητα. Τόσα χρόνια επιδιώκω να δημιουργήσω κόσμους ολόκληρους στην flat επιφάνεια του καμβά και ξαφνικά όλα απλοποιούνται με πινελιές πάνω σε ένα αντικείμενο που στέκεται έτσι και αλλιώς και από μόνο του στο χώρο.
Μια ευχή για το μέλλον
Για μένα και όλους τους φίλους μου καλλιτέχνες να σταματήσουν όλων των ειδών τα σύνορα, να απλωθούμε, να δημιουργήσουμε και να επικοινωνήσουμε ελεύθεροι στον κόσμο. Αμήν!