Spirit Structure, 2022, Διαστάσεις μεταβλητές, HD video-προβολή, επινικελωμένο PLA Άποψη εγκατάστασης από την έκθεση Dancing Plague, σε επιμέλεια Πάνου Γιαννικόπουλου, GAMec, Μπέργαμο

Πέτρος Μώρης: «Αντλώ ερωτήματα από τις διαπλοκές του υπεδάφους»

Ο εικαστικός μας μιλάει για την ενασχόληση του μεταξύ τεχνολογικού πολιτισμού και φυσικού κόσμου, για την δημιουργική αντιμετώπιση της πανδημίας και  για την τέχνη στην Ελλάδα.

Στα γλυπτά του εικαστικού Πέτρου Μώρη οι έννοιες της ιστορίας, της μνήμης και της αναζήτησης βρίσκουν μια μελλοντική τους έκφραση, ενώ μέσω της επιστημονικής έρευνας αναδεικνύουν πτυχές της τέχνης υπο το πρίσμα της τεχνολογίας. Με επίκεντρο τη σχέση μεταξύ παλαιού και νέου, κλασσικού και σύγχρονου, τα έργα του Μώρη μοιάζουν να είναι δημιουργημένα με μηχανικές μεθόδους, ενώ διατηρούν μια άρρηκτη φορμαλιστική και εννοιολογική σχέση με το σύγχρονο αστικό τοπίο. Παραδοσιακά υλικά, όπως το μάρμαρο, αποκτούν μια μοναδική και αναγνωρίσιμη μορφή, που ωστόσο δεν θυμίζει σε τίποτα την παραδοσιακή γλυπτική. Είναι κάτι εξολοκλήρου σύγχρονο!

 

Ποιες είναι οι βασικές αρχές της εικαστικής σου πρακτικής;

Δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσα να μιλήσω για προκαθορισμένες αρχές, αλλά η δουλειά μου τείνει να εκτυλίσσεται στο πλαίσιο μιας ευρείας κατανόησης της γλυπτικής. Έτσι, το έργο παίρνει συνήθως υλικές και χωρικές εκφάνσεις, ενώ άλλες φορές προκύπτει ως διαχείριση ψηφιακών μορφών που προσλαμβάνονται μέσα από τεχνολογικές διεπαφές. Στην πραγματικότητα βέβαια, αυτές οι διαχειρίσεις αφορούν σε ένα συνεχές με ασαφή όρια, το έργο στο σύνολό του προκύπτει ως υβριδική σύνθεση μεταξύ παραδοσιακών τεχνικών, αλγοριθμικής επεξεργασίας, μετα-ψηφιακών κατασκευαστικών διαδικασιών και συγγραφής. Βλέπω την πλοήγηση αυτή ως μια διαδικασία κοντινή σε μια ιδέα της «μετάφρασης», ή με άλλα λόγια μιας συνεχούς μεταμόρφωσης μεταξύ καταστάσεων μορφολογικών, υλικών και νοηματικών.

Έχω την εντύπωση ότι αυτή η διάθεση έχει κατά πολύ την απαρχή της σε ένα προσωπικό βίωμα. Μεγάλωσα στο εργαστήριο ψηφιδωτού που διατηρούν οι γονείς μου στην γενέτειρα Λαμία. Γενικά, το λεξιλόγιο και η λογική πίσω από την τέχνη του ψηφιδωτού αποτέλεσε ένα κεντρικό όχημα για την διαμόρφωση της σκέψης που λαμβάνει χώρα στην δουλειά μου και σχετίζεται άμεσα με αυτές τις διαδικασίες «μετάφρασης» στις οποίες αναφέρομαι. Το βίωμα αυτό που σχετίζεται με την χειρωνακτική παράδοση συνδυάστηκε από νωρίς με ένα προσωπικό ενδιαφέρον που ανάπτυξα (μάλλον ως ισοζύγιο) προς τις επιστήμες της πληροφορικής και της εμπλοκής με την κουλτούρα και τις κοινότητες του hacking και του ανοικτού λογισμικού. Εκεί βρήκα παρόμοια μοτίβα λειτουργίας σχετικά με τις ιδέες της πολιτισμικής «κληρονομιάς», της συλλογικής κατανομής της δημιουργικής πράξης, αλλά και μιας περίπλοκης κατανόησης περί πολιτισμικής εργασίας.

 

Από πού αντλείς έμπνευση;

Με εμπνέουν οι εμμονές μου. Φόρμες και φαινόμενα και που με ελκύουν και ταυτόχρονα με ανησυχούν σε διαφορετικούς βαθμούς. Πολλά από αυτά σχετίζονται με το γεωλογικό υπέδαφος και άλλα σχήματα που προτείνονται σε πολιτισμικά φαντασιακά ως «υπόγεια» ή «κρυφά». Το υπέδαφος ειδικά έχει υπάρξει πεδίο στο οποίο επανέρχομαι ξανά και ξανά, το βλέπω ως τον χώρο καταγωγής αυτού που έχει ονομαστεί παρελθόν και αυτού που έχει ονομαστεί μέλλον. Είναι ένας χώρος συγκρουσιακός και γενεσιουργός, γεμάτος διαστρωματώσεις και διαπλοκές. Τέτοιες διαπλοκές με τις οποίες καταλήγω συχνά να ασχολούμαι είναι αυτές μεταξύ του τεχνολογικού πολιτισμού και του φυσικού κόσμου, μεταξύ μυθολογιών και ιστορικών φαινομένων, μεταξύ υποδομών και ερειπίων, μεταξύ γλώσσας και ανόργανης ύλης, μεταξύ διαδικασιών εξέλιξης και διαδικασιών εντροπίας. Όλα αυτά είναι για μένα σχέσεις-ερωτήματα που επιμένουν σε ένα «υπεδάφιο» παρασκήνιο, αλλά όταν ξεθάβονται διαφωτίζουν τις πτυχές του βίου που λαμβάνει χώρα στην επιφάνεια της Γης.

 

Με τι καταπιάνεσαι αυτή την περίοδο;

Μόλις ολοκλήρωσα την παραγωγή έργων για δύο εκθέσεις που ξεκίνησαν πρόσφατα. Η πρώτη ονομάζεται Dancing Plague και προέκυψε από το βραβείο Lorenzo Bonaldi per l’Arte που έλαβε ο επιμελητής Πάνος Γιαννικόπουλος στο μουσείο GAMeC του Μπέργκαμο. Εκεί εκθέτω μια γλυπτική εγκατάσταση που ανήκει στην σειρά έργων που αποκαλώ γλυπτά φωτός. Είναι ένα έργο που κοιτάει προς μια διαφορετική υπόγεια δομή, αυτή του εσωτερικού του ανθρώπινου σώματος. Είναι ένα έργο που μου έδωσε ευκαιρία να σκεφτώ πάνω στο πώς η ανοίκεια σχέση μας με την εσωτερική μας ετερότητα και τις υποδερμικές ροές της ζωής αντανακλά αντίστοιχες ροές και διεργασίες του μη-ανθρώπινου, φυσικού ή τεχνικού κόσμου, οι οποίες παραμένουν πολλές φορές αθέατες λόγω της χωρικής ή χρονικής κλίμακάς τους. Πώς όλη αυτή η ενδελεχής κινητικότητα μεταξύ δικτύων και σωμάτων αφορά σε έναν ατέρμονο, ενοποιημένο, σιωπηλό χορό.
Η δεύτερη έκθεση είναι το Weather Engines, σε επιμέλεια της Δάφνης Δραγώνα και του Jussi Parikka, η οποία πραγματοποιείται παράλληλα στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. Σε αυτή την έκθεση παρουσιάζω ένα νέο έργο της σειράς μαρμαροθετημάτων που εξελίσσω κάτω από τον γενικό τίτλο Palindromes and Anagrams. Με αφορμή τις συζητήσεις με τους επιμελητές πάνω στα καίρια περιβαλλοντολογικά ζητήματα που εξετάζουν μέσα από το κυριολεκτικό και μεταφορικό σχήμα του «καιρού», κατασκεύασα ένα γλυπτικό ποίημα-ανάγραμμα το οποίο αναφέρεται σε δύο ακραίες καιρικές συνθήκες: τις πλημμύρες και τις ξηρασίες, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που είναι η εν εξελίξει κλιματική αλλαγή του πλανήτη.

 

Μετά το πέρασμα της πανδημίας, τι έμεινε; Πώς επηρέασε αυτή η κρίση τη δουλειά σου;

Ένα από τα πράγματα που σκέφτομαι άμεσα, είναι ότι είναι δύσκολο να αξιολογηθεί μια περίοδος η οποία δεν έχει ακόμα ουσιαστικά λήξει. Όταν συλλογίζομαι τις βασικές αλλαγές που έφεραν στην καθημερινότητα και την εργασία τα lockdowns, μου φαίνεται πάλι ότι δεν ήταν μια «μονολιθική» εμπειρία, υπήρξαν διάφορες διακυμάνσεις στον τρόπο που διαχειρίστηκα τις πρακτικές αλλαγές και την ψυχική συνθήκη που η όλη κατάσταση μου επέβαλε. Σίγουρα μεταλλάχθηκαν διάφορες αντιλήψεις που είχα σε σχέση με τον χρόνο και το ίδιο μου το σώμα μέσα στο αστικό και όχι μόνο περιβάλλον. Αυτή η συνθήκη η οποία ήταν ταυτόχρονα επείγουσα αλλά και κατά κάποιο τρόπο αδρανής μου ανέδειξε πολλά σε σχέση με τις προτεραιότητες και τους τρόπους που αντιμετωπίζω την ζωή και την δουλειά μου. Πρακτικά, με ώθησε επίσης στο να ασχοληθώ με projects τα οποία είχα αφήσει εκκρεμή για χρόνια, τεχνικές, φόρμες και ιδέες με τις οποίες δεν είχα βρει τον χρόνο να καταπιαστώ μέσα στην κεκτημένη ταχύτητα της καθημερινότητας του εργαστηρίου, στο οποίο πλέον δεν είχα πρόσβαση για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα λόγω των τότε συνθηκών μου. Οπότε, από αυτή την ιδιάζουσα και ομολογουμένως δύσκολη περίοδο προέκυψαν σώματα δουλειάς που θεωρώ ανέσυραν και ανέδειξαν υλικό ιδιαίτερα προσωπικό και θεμελιακό για μένα, πράγμα για το οποίο είμαι τελικά ευγνώμων.

Anagram (Orgic Clouds, Litho Droughts), 2022, 250x150x3 εκ, Μάρμαρο, εποξική ρητίνη, honeycomb αλουμινίου. Άποψη εγκατάστασης από την έκθεση “Weather Engines”, σε επιμέλεια Δάφνης Δραγώνα και Jussi Parikka, Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Αθήνα

Ποια η στάση σου ως εικαστικός στην τρέχουσα διεθνή πραγματικότητα;

Φαντάζομαι με την ερώτηση αναφερόμαστε σε μια στιγμή όπου οικονομικές, υγειονομικές και περιβαλλοντολογικές κρίσεις, πολιτικές και κοινωνικές αναταραχές και αδικίες, τρέχοντες πόλεμοι και αλλοτριωτικά πρωτόκολλα που επιβάλλουν τρόπους (συν)ύπαρξης εμφανίζονται μαζί ως μια συνολικά αναπόδραστη πραγματικότητα. Σίγουρα η καλλιτεχνική ταυτότητα, ο πολιτικός ρόλος των καλλιτεχνών στην κοινωνική ζωή, έχει ιστορικά συμβολική βαρύτητα. Θα ήταν άλλωστε παράδοξο και μάλλον δυστυχές να μην καλλιεργούνται τέτοιες ευαισθησίες μέσα από την εντατική τριβή με τον πολιτισμό, ο οποίος προσφέρει μεταξύ άλλων μια προνομιακή οπτική προς τις μοιραίες συσχετίσεις μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Προσωπικά όμως, βλέπω έναν τέτοιο ρόλο να αποκτά υπόσταση όχι τόσο από πλευράς εστίασης του καλλιτεχνικού έργου, αλλά κυρίως σε συσχέτιση με το κοινωνικό βίο των ανθρώπων που βλέπουν τον εαυτό τους ως καλλιτέχνες. Βάζω λοιπόν σε πρώτη μοίρα την εμπλοκή μου με τα τρέχοντα ζητήματα μέσω της καθημερινής πράξης και στάσης μου σαν κοινωνικό σώμα και υποκείμενο, παρά μέσω του καλλιτεχνικού μου έργου. Η εντύπωσή μου είναι ότι η τέχνη είναι μια διαδικασία βαθιάς και εντατικής επεξεργασίας και μετάπλασης κοινωνικού και ψυχικού υλικού, κάτι που θα μου φαινόταν ιδιαίτερα περίεργο να συνέβαινε σε πραγματικό χρόνο, με “δημοσιογραφική” δηλαδή ταχύτητα. Αντιμετωπίζω την δουλειά μου σαν κάτι που εξελίσσεται με οργανικούς αλλά και χαοτικούς ρυθμούς, όχι γραμμικά, αλλά πολλές φορές παλινδρομικά, κυκλικά ή και κατακερματισμένα. Παρόλα αυτά, υπήρξαν φορές που κάποιο έργο μου προέκυψε σε άμεσο διάλογο με κάποιο συγχρονικό συμβάν και άλλες πολλές φορές που παρόμοια έργα άλλων καλλιτεχνών με συγκίνησαν. Σίγουρα βλέπω την τέχνη ως μια απαραίτητη γλώσσα για τον σχολιασμό και την αναδιαμόρφωση μιας παγκόσμιας πραγματικότητας που μας παρουσιάζεται με τόσο πολύπλοκους όρους.

 

Θεωρείς πως η Ελλάδα παρέχει το κατάλληλο περιβάλλον για τους καλλιτέχνες;

Είναι μια ερώτηση που θα έπρεπε να εξεταστεί από διαφορετικές γωνίες. Προσωπικά, μπορώ να πω ότι η Ελλάδα, και κατά συνέπεια η Αθήνα όπου ζω, μου έχει προσφέρει πολύ πλούσιο πλαίσιο έμπνευσης. Θεωρώ το διαστρωματικό και συγκρουσιακό της περιβάλλον άμεσα συσχετισμένο με το πως εξελίχθηκε η προσωπική μου δουλειά. Υπάρχει ένας δυναμισμός της εκκρεμότητας, αν και οι γενικότερες κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις και ο καλπάζων εξευγενισμός του κέντρου δεν επιτρέπουν για ιδιαίτερη ρομαντικοποίηση, πιο πολύ προκαλούν ως ένα πολύπλευρο ερώτημα προς συνεχή ανάδειξη και επεξεργασία. Επίσης, ανεξάρτητα από τις δυσμενείς ευκαιρίες βιοπορισμού και διατήρησης μιας καλλιτεχνικής δραστηριότητας με όρους συχνότητας και έντασης, πιστεύω ότι σαν πόλη προσφέρει πολύ περισσότερο χώρο και χρόνο στους δημιουργούς σε σύγκριση με πολλές, παραδοσιακές ή «αναπτυσσόμενες»,  μητροπόλεις σύγχρονης τέχνης.

Αποφοίτησα από την ΑΣΚΤ στην αρχή της οικονομικής κρίσης, όπου το αφήγημα της τοποθέτησης της Αθήνας στον «διεθνή»  καλλιτεχνικό χάρτη είχε έρθει σε αμηχανία. Από τότε έχουν υπάρξει φυσικά διάφορες ζυμώσεις που θα μπορούσε να πει κανείς ότι διατηρούν μέχρι σήμερα κάποιον ενθουσιασμό. Ο ενθουσιασμός αυτός όμως συνοδεύεται παράλληλα ανησυχίες και απογοητεύσεις για τους περισσότερους που εμπλέκονται στην παραγωγή του σύγχρονου πολιτισμού. Ίσως αυτή η νέα σειρά υποσχέσεων που ξετυλίγονται σήμερα μπροστά μας θα ήταν περισσότερο εποικοδομητικές αν δεν ήταν, κατά την γνώμη μου, εξίσου επισφαλείς, χωρίς συγκεκριμένο ορίζοντα και τελικά εξωγενείς. Παρόλα αυτά, ενώ αυτό που μπορούμε να κατανοήσουμε ως «αγορά της τέχνης»  στην Ελλάδα παραμένει ένα εύθραυστο και μη βιώσιμο κατασκεύασμα, αναγνωρίζω ότι η όλη οικολογία δρώντων στο πεδίο της σύγχρονης τέχνης φαίνεται να γίνεται όλο και πιο πολύπλοκη και πλούσια, αν και όχι ακόμα πραγματικά πολυεστιακή.

Ποια τα σχέδια σου για το άμεσο μέλλον;

Δουλεύω παράλληλα πάνω σε μερικές ενότητες έργων για ομαδικές και ατομικές εκθέσεις που έχουν προγραμματιστεί για τους ερχόμενους μήνες. Αποτελούν συνέχεια των φορμαλιστικών και θεματικών διερευνήσεων που ανέφερα και προηγουμένως και κατά πολύ εξελίσσουν την έρευνα που πραγματοποίησα στο residency του Delfina Foundation, το οποίο ολοκλήρωσα πριν ένα μήνα στο Λονδίνο. Είναι δουλειές με άμεσους και έμμεσους τρόπους συγγενικές και με ζητήματα με τα οποία καταπιανόμαστε σε ένα συνεργατικό ερευνητικό έργο που εδώ και κάποιο καιρό επεξεργαζόμαστε με μια ομάδα θεωρητικών, ιστορικών και αρχιτεκτόνων. Άρχισε με αφορμή το εμμονικό ενδιαφέρον μου για τον υπόγειο αστικό σιδηρόδρομο της Αθήνας ως έναν ιδιαίτερο αστικό χώρο που αποτελεί σύνθεση  αναπτυξιακού έργου, δικτύου αστικής συγκοινωνίας, εν εξελίξει αρχαιολογικής ανασκαφής και μουσείου. Εργαζόμαστε έτσι ώστε να πραγματοποιήσουμε μια σειρά παρουσιάσεων και τελικά μια έντυπη έκδοση που, ξεκινώντας από αυτό το τόσο συγκεκριμένο παράδειγμα, θα ανοιχτεί τελικά σε θεωρητικά και αλληγορικά ζητήματα πάνω στα πεδία της αρχαιολογίας, της κοινωνιολογίας του χώρου, των αστικών μεταμορφώσεων, των πολιτικών του σχεδιασμού και της κρίσιμης σχέσης τεχνολογίας και περιβάλλοντος.

Μια ευχή για το μέλλον

Εύχομαι το μέλλον να ξαναποκτήσει ζωτικότητα και νόημα ως τόπος έμπνευσης, επιθυμίας και ουσιαστικής αλλαγής, μια ευχή που φυσικά αφορά στην ενεργή συμμετοχή και πίστη στο παρόν.

 

TAGS