Κάποιοι ίσως θυμούνται την εικαστικό Δέσποινα Ζαχαροπούλου από τη συμμετοχή της στη διοργάνωση, του ΝΕΟΝ και του Marina Abramović Institute, “AS ONE” στο Μουσείο Μπενάκη το 2016. Σίγουρα πάντως η μορφή της μένει αξέχαστη σε όσους έχουν παρακολουθήσει κάποια από τις performances της, που ξεχωρίζουν για τη σοκαριστική δύναμη και την αφοπλιστική αμεσότητα τους. Το έργο της, όπου και αν παρουσιάστηκε, από τη Frieze του Λονδίνου και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Αμβέρσας έως την 1η Μπιενάλε της Μπανγκόκ, έχει αποσπάσει ενθουσιώδεις κριτικές. Πρόσφατα, ανακοινώθηκε η συμμετοχή της στο πρόγραμμα Art Works ως Fellow για το 2021.
- Ποιες είναι οι βασικές αρχές της εικαστικής σου πρακτικής;
Η πρακτική μου περιλαμβάνει κυρίως ζωντανές σωματικές δράσεις που μπορούν να διαρκέσουν από πολύ λίγα λεπτά μέχρι κάποιους μήνες, και που προτείνουν μια σύλληψη της performance ως επιφάνειας: ως πεδίου που διατρέχεται μόνο από εντάσεις. Υπό αυτή την έννοια, το σώμα του καλλιτέχνη-performer δεν συνιστά όριο του έργου, ούτε αναπαριστά κάποιου είδους υποκειμενικότητα, αλλά εντάσσεται σε ένα χωροχρονικό συνεχές ύλης-ενέργειας που μεταβάλλεται συνεχώς.
Στόχος των έργων μου είναι η λειτουργία της performance ως φιλοσοφίας, και η αποκατάσταση της φιλοσοφίας ως ενσώματης πρακτικής και μεθόδου προς μια ζωή ριζικά άλλη, που βιώνεται με χαρά, ως αυτή που είναι, στο πλήρες φάσμα των εντάσεών της.
Η εικαστική μου γλώσσα αντλεί το λεξιλόγιό της από τη σωματική τέχνη της δεκαετίας του ’70, χρησιμοποιώντας μεθοδολογικά εργαλεία όπως το γυμνό και οι πρακτικές που σχετίζονται με τον πόνο. Εντούτοις, το διακύβευμα που προτάσσεται μέσω του έργου μου, είναι διαφορετικό από αυτό των καλλιτεχνών εκείνης της εποχής, οι οποίοι επεδίωξαν να ανακινήσουν τον θεατή από την παθητική στάση που είχε απέναντι στα κοσμοϊστορικά γεγονότα της εποχής του – όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ – και να τον προβληματίσουν σχετικά με τις εξουσιαστικές δομές που καθορίζουν τη συμπεριφορά των σωμάτων μέσα στον χώρο, άρα και την παραγωγή υποκειμενικοτήτων μέσα στην κοινωνία. Συγκρίνοντας την πρακτική μου με αυτή των καλλιτεχνών των δεκαετιών του ’60 και του ’70, καθίσταται σαφές πως προτείνω ένα εντελώς διαφορετικό φιλοσοφικό, αισθητικό και οντολογικό παράδειγμα. Αντιστεκόμενη σε κάθε είδους ουσιοκρατία, αναπαράσταση, μεταφυσική, διαλεκτική, και δίπολα όπως: υποκείμενο/αντικείμενο, παθητικό/ενεργητικό, χώρος/χρόνος, ψυχή/σώμα, θεωρία/πράξη κλπ., η πρακτική μου σχετίζεται με μια θεώρηση του κόσμου – άρα και της performance art – ως συνεχούς πεδίου δυνάμεων, χωρίς ιεράρχηση και χωρίς πρόσημο. Υπό αυτή την έννοια θα μπορούσε να πει κανείς πως το παράδειγμα που προτάσσεται μέσω του έργου μου, ανήκει στην παράδοση της τροπικής οντολογίας, και συνομιλεί με φιλοσόφους των ενορμήσεων όπως οι: Nietzsche, Spinoza, Klossowski, Bataille, Sade, Lyotard, Deleuze & Guattari. Ταυτοχρόνως, η πρότασή μου για τη σύλληψη της performance ως επιφάνειας έρχεται να ανοίξει ένα διάλογο με σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες όπως αυτές των υπερχορδών και της ενοποιητικής θεωρίας Μ, που προτείνουν ένα μοντέλο του σύμπαντος ως επιφάνειας από παλλόμενες χορδές.
Κάθε έργο που καλούμαι να πραγματοποιήσω συμβαίνει στο εδώ και στο τώρα, χωρίς την ύπαρξη σεναρίου και χωρίς να γνωρίζω εξαρχής πώς θα εξελιχθεί. Παρόλα αυτά, οι performances μου δεν είναι άμορφες, αλλά διέπονται κάθε φορά από δομές, οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ένα είδος φράκταλ. Αυτές οι δομές ορίζονται από τα πρωτόκολλα διακυβέρνησης που θεσπίζω εξαρχής, και που λειτουργούν ως μορφογενετικοί τεχνολογικοί μηχανισμοί διανομής περιοχών πιθανοτήτων μελλοντικών συμβάντων εντός του έργου. Τέτοιοι μηχανισμοί, για τις μέχρι τώρα performances μου, αποτελούν: η χρήση γραπτών συμβολαίων που θέτουν τα πρωτόκολλα ενδο-δράσης μεταξύ εμού και του κοινού, και η χρήση εργαλείων που παράγουν πόνο στο σώμα μου, είτε κατά τη διάρκεια είτε πριν από κάποιο έργο. Και στις δύο κατηγορίες έργων, τα πρωτόκολλα που θεσπίζω, ορίζουν, επί της ουσίας, τον ρυθμό της χρήσης του σώματός μου ως performer, από άλλα σώματα, μετατρέποντάς το με αυτόν τον τρόπο σε σάρκα, η οποία είναι σε θέση να παράγει και να διανέμει εντάσεις κατά τη διάρκεια της performance. Εισερχόμενη σε μία κατάσταση ευθραυστότητας, αποκτώ έτσι την ικανότητα να επηρεάζομαι από και να επηρεάζω άλλα σώματα, συν-δημιουργούμενη με αυτά, τη στιγμή του συμβάντος της performance. Η επανάληψη που, εν τέλει, χαρακτηρίζει όλα μου τα έργα, μέσα από την επανάληψη της χρήσης του σώματος-σάρκας, λειτουργεί ως ένας συνεχώς ανατροφοδοτούμενος βρόγχος, που αφήνει πάντα ένα υπόλειμμα για να τροφοδοτήσει τα επόμενα έργα και τις επόμενες χρήσεις. Αυτό το υπόλειμμα είναι που λειτουργεί εν είδει νομίσματος, πληρώνοντας το χρέος της απώλειας κάθε αίσθησης ολότητας εαυτού, και που συνεχίζει να κυκλοφορεί από έργο σε έργο, δια μέσου της επανάληψης ως διαφοράς και αιώνιας επιστροφής στο τραύμα, για τη διατήρηση της ύπαρξης σε μια κατάσταση μόνιμης ρευστότητας και συνεχούς γίγνεσθαι.
- Από πού αντλείς έμπνευση;
Δεν αντλώ έμπνευση. Μια τέτοια δήλωση θα προϋπέθετε εξαρχής την παραδοχή ενός Καρτεσιανού σκεπτόμενου υποκειμένου που παρατηρεί τον κόσμο ως εξωτερικότητα, κάτι που αντιτίθεται με τις βασικές αρχές της εικαστικής μου πρακτικής. Η κινητήριος δύναμη που με ωθεί στο να κάνω τα έργα που κάνω, είναι η ανάγκη: το ότι αισθάνομαι πως δεν έχω άλλη επιλογή. Όπως θα σχολίαζε, ενδεχομένως, ο Kierkegaard, πρόκειται για αυτό το άλμα πίστης το οποίο δεν μπορεί κανείς να αποφύγει, παρά τον φόβο και την αγωνία που βιώνει. Για αυτό και πριν από κάθε performance αντιστέκομαι σε αυτό που πρόκειται να συμβεί και αισθάνομαι πως θέλω να φύγω. Εν τέλει, αποδέχομαι πως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς και συνεχίζω.
- Με τι καταπιάνεσαι αυτή την περίοδο;
Αυτή την περίοδο προετοιμάζομαι για την υποστήριξη της διδακτορικής μου διατριβής στο Royal College of Art του Λονδίνου. Η έρευνά μου έχει τίτλο Spatium Monstrorum: performance-ως-επιφάνεια, και πραγματοποιήθηκε με υποτροφία του Κοινωφελούς Ιδρύματος Αλέξανδρου Ωνάση, υπό την επίβλεψη της Καθηγήτριας/φιλοσόφου Johnny Golding και του Καθηγητή/performer Nigel Rolfe.
Παράλληλα, προετοιμάζω την πρώτη μου ατομική έκθεση στο Λονδίνο, η οποία θα γίνει στη γκαλερί Dyson του RCA. Η έκθεση θα περιλαμβάνει υπολείμματα από την performance μακράς διάρκειας τριών εβδομάδων, με τίτλο Protreptic, που παρουσιάστηκε το 2018 στην πρώτη Μπιενάλε Τέχνης της Μπανγκόκ, μετά από πρόσκληση του Ιδρύματος Marina Abramović, σε επιμέλεια Serge Le Borgne και Paula Garcia. Στο συγκεκριμένο έργο προσκαλούσα το κοινό να εισέλθει στον χώρο της performance και να με ακουμπήσει, αφού είχε φορέσει γάντια λάτεξ και αφού είχε υπογράψει ένα συμβόλαιο, συναινώντας με αυτόν τον τρόπο στα πρωτόκολλα του έργου. Μετά το πέρας τριών εβδομάδων και μετά την είσοδο σχεδόν έξι χιλιάδων επισκεπτών στο δωμάτιο της performance, περίπου έξι χιλιάδες συμβόλαια και δώδεκα χιλιάδες γάντια λάτεξ είχαν συσσωρευτεί, εν είδει υπολείμματος του συμβάντος της διεμπλοκής μεταξύ εμού και του κοινού.
Ταυτοχρόνως, έχω τη χαρά να αποτελώ ένα από τα άτομα που βραβεύθηκαν από το Πρόγραμμα Υποστήριξης Καλλιτεχνών ARTWORKS του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Πριν λίγες μέρες έλαβε χώρα η επίσημη έναρξη του προγράμματος, και για το χρονικό διάστημα μέχρι το τέλος του 2021, έχουν ήδη ανακοινωθεί διάφορες δράσεις, τις οποίες αναμένω με ενδιαφέρον. Πρόκειται για μια εξαιρετική συγκυρία στην παρούσα φάση της εικαστικής και ερευνητικής μου δραστηριότητας, καθώς συμπίπτει με το κλείσιμο ενός κύκλου εργασίας πάνω στην performance και στη φιλοσοφία, έτσι όπως διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια των διδακτορικών σπουδών μου, και το ξεκίνημα μιας νέας δημιουργικής περιόδου, που δεν ξέρω ακόμη πού θα οδηγήσει.
- Πώς έχει επηρεάσει η κατάσταση της πανδημίας τη δουλειά σου;
Με το που άρχισε να εξαπλώνεται ο ιός στο Λονδίνο, νόσησα σχεδόν από την πρώτη εβδομάδα. Δυστυχώς, η πλήρης απουσία κρατικού σχεδιασμού από την πλευρά της αγγλικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της πανδημίας στα αρχικά της στάδια, είχε ως αποτέλεσμα, να το περάσω όλο αυτό χωρίς ιατρική βοήθεια. Αναπόφευκτα, ο Covid-19 επηρέασε τη σωματική αντοχή, τη συγκέντρωση και την ψυχολογία μου, όχι μόνο για το διάστημα των πρώτων δύο εβδομάδων αλλά και για περίπου ένα χρόνο ακόμη, λόγω συμπτωμάτων long Covid, όπως χρόνια κόπωση και αϋπνία. Εν τέλει, κατάφερα να ολοκληρώσω το διδακτορικό μου, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που προέκυψαν.
Όσον αφορά στο ζήτημα της απομόνωσης, δεν θα έλεγα πως ήταν κάτι που άλλαξε ιδιαιτέρως την καθημερινότητά μου. Ούτως ή άλλως είμαι ένας άνθρωπος που ζω σχεδόν μοναστηριακά. Σίγουρα, το γεγονός της παύσης των δια ζώσης performances και η μεταφορά τους στο διαδίκτυο ήταν μια τεράστια αλλαγή για το πεδίο της σωματικής τέχνης γενικότερα. Προσωπικά, δεν με ενδιαφέρει να υποκαταστήσω το ζωντανό έργο με μια ψηφιακή αναπαράσταση. Πρόκειται για δύο συνθήκες εντελώς διαφορετικές. Άλλωστε, όλα μου τα έργα δεν είναι «αντικείμενα προς θέαση» αλλά συμβάντα που λαμβάνουν χώρα στο εδώ και στο τώρα, τη στιγμή που σώματα μοιράζονται και συν-δημιουργούν έναν κοινό χωροχρόνο.
- Θεωρείς πως η Ελλάδα παρέχει το κατάλληλο περιβάλλον για τους καλλιτέχνες;
Σε γενικές γραμμές θα έλεγα πως η Ελλάδα δεν παρέχει το κατάλληλο περιβάλλον για τους καλλιτέχνες. Σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπως το Βέλγιο για παράδειγμα, όπου υπάρχει έμπρακτη κατανόηση και κρατική στήριξη της εικαστικής δραστηριότητας, στην Ελλάδα οι σημαντικότερες πρωτοβουλίες στον τομέα της τέχνης βασίζονται σε ιδιωτικούς κοινωφελείς οργανισμούς, όπως το Ίδρυμα Ωνάση και το Ίδρυμα Νιάρχος, τα οποία, ούτως ή άλλως, έχουν ένα διεθνές εκτόπισμα και μια τελείως διαφορετική νοοτροπία από αυτή των ελληνικών κρατικών οργάνων.
Κατά τα άλλα, κάτι που προσωπικά έχω βιώσει και που εντοπίζω ως αναχαιτιστικό στοιχείο για κάθε καλλιτέχνη του οποίου το έργο δεν είναι «εύκολο», και που επιθυμεί να δημιουργήσει στην Ελλάδα, είναι οι προσπάθειες λογοκρισίας του έργου του.
- Σχέδια για το μέλλον;
Στα σχέδιά μου για το άμεσο μέλλον, συμπεριλαμβάνονται εκτός από την υποστήριξη της διδακτορικής μου διατριβής, τη διοργάνωση της πρώτης ατομικής μου έκθεσης στο Λονδίνο και τη συμμετοχή μου στο Πρόγραμμα ARTWORKS, η δημοσίευση ενός δοκιμίου πάνω στη σχέση performance και φιλοσοφίας, που έχει ήδη επιλεγεί για να συμπεριληφθεί στην καλοκαιρινή έκδοση ενός από τα σημαντικότερα ερευνητικά περιοδικά του είδους, η προετοιμασία του Contemporary Art Summer School στο Royal College of Art του Λονδίνου, στο οποίο έχω την τιμή να είμαι ακαδημαϊκή υπεύθυνη εδώ και τέσσερα χρόνια, και η εργασία στο studio μου.
- Και μια ευχή
Υγεία, συλλογικότητα, ενσυναίσθηση, φροντίδα, πολιτική συνείδηση, παιδεία.