Φωτεινή Πούλια “The Ederly” (2019)

«No Land & A Letter to Esme» στην γκαλερί Crux

Δύο διαφορετικές ανθρώπινες ιδιοσυγκρασίες με τα έργα τους να βρίσκονται σε διακριτικό διάλογο.

H έκθεση «No Land & A Letter to Esme» στην γκαλερί Crux και σε επιμέλεια του Πάνου Φαμέλη και Σταύρου Παπαγιάννη, συμπαρουσιάζει σε ξεχωριστούς χώρους της γκαλερί μεν αλλά σε διακριτικό διάλογο δύο ενότητες δουλειών, τα ζωγραφικά έργα της Φωτεινής Πούλια  (No Land) και την εγκατάσταση – γλυπτά της Εσμεράλδας Μομφεράτου (Α Letter to Esme). Τα έργα, θα έλεγε κανείς, ότι εκφράζουν δύο διαφορετικές ανθρώπινες ιδιοσυγκρασίες και στάσεις απέναντι σε μία συνθήκη που σε έναν βαθμό τουλάχιστον είναι κοινή: στην απώλεια, στην επιθυμία να ανασυγκροτηθεί μία πραγματικότητα που παραμένει ανολοκλήρωτη, άγνωστη ή κατεστραμμένη, στην ανάγκη να βιώσει κανείς ένα χρόνο «γεμάτο» και δημιουργικό, έναν χρόνο που φθείρει αλλά και αναγεννά, μεταμορφώνει. Το βίωμα, η φύση ως σχέση με τον άνθρωπο, σχέση βιωματική και προσωπική, η ανάμνηση, ο χρόνος είναι έννοιες που διατρέχουν και τις δύο δουλειές.

Στην αντιμετώπιση του χρόνου, και οι δύο καλλιτέχνιδες εισάγουν την λειτουργία της μνήμης. Οι χώροι που «απεικονίζουν» συγκροτούνται από την μνήμη που εμπλέκει την ανάμνηση με την φαντασία, αυτό που υπήρξε με αυτό που υποθέτουμε ή φανταζόμαστε ότι υπήρξε. Εμπεριέχει ακόμα εκείνο που επιθυμούμε να υπάρξει ή να είχε υπάρξει. Με αυτή την έννοια τα έργα υποδηλώνουν έναν χρόνο με ασαφή όρια ανάμεσα σε παρελθόν παρόν και μέλλον. Τα έργα επίσης εμπεριέχουν την έννοια της μεταφοράς άρα και του χρόνου με έναν ακόμα τρόπο: της μεταφοράς μίας πραγματικότητας σε μία άλλη έτσι ώστε να αποκτά μία νέα πνοή και σχέση με τον εαυτό.

Τόσο η σειρά των ζωγραφικών έργων της Φ. Πούλια όσο και η εγκατάστασης της Εσμ. Μομφεράτου συνιστούν επομένως ένα είδος τοπιογραφίας που πραγματεύεται την σχέση του ανθρώπου με τον χρόνο και την μνήμη, που μεταφέρει «τόπους» και «χρόνους». Η φύση υποδηλώνεται με την έννοια ότι είναι κάτι που διαρκώς αναγεννάται, με την έννοια της καταγωγής και της διασύνδεσης αλλά και ως τόπος που καταγράφει μία ζωή που προϋπήρξε και συνεχίζεται, διαρκώς αναπτύσσεται (στο έργο της Μομφεράτου). Στο έργο της Πούλια φαίνεται να υφέρπει η φύση με την έννοια του μεγαλείου και του μυστήριου αυτού που ξεπερνά τον άνθρωπο. Ταυτόχρονα όμως η φύση μοιάζει τεχνητή, είναι τόσο φύση όσο και κατασκευή, είναι πραγματικότητα και ο μετασχηματισμός της λόγω της ανθρώπινης παρέμβασης.

Η πειθαρχία στο σχέδιο, η μεγέθυνση λεπτομερειών, η αποστασιοποιημένη, κατά τόπου ψυχρή ματιά – μία αίσθηση που δημιουργεί το ψυχρό, πολικό μπλε που είναι το μόνο χρώμα εκτός του μαύρου – προσδίδουν την αίσθηση ότι οι εικόνες αυτές θα μπορούσαν να είναι και επιστημονικές παρατηρήσεις. Το μικρό, παρόμοιο φορμά των έργων, η οριζόντια γραμμή που ενδεχομένως να είναι η αφαιρετική απόδοση ενός ορίου/βάθρου/ τραπεζιού θέτουν τις φόρμες αυτές ως αντικείμενα προς εξέταση. Τα έργα δημιουργούν ένα αίσθημα ταλάντευσης ανάμεσα σε αυτό που είναι προσιτό και ανοίκειο, την φαντασία και την καταστροφή, μία «τετελεσμένη συνθήκη» (όπως αναφέρει ο Πάνος Φαμέλης στην εύστοχη ανάγνωσή του – συνοδευτικό κείμενο της έκθεσης). Η καλλιτέχνις «μεταφέρει» άλλους τόπους στον τόπο της αναπαράστασης και συγχρόνως παίζει με την αίσθηση του χρόνου. Ένα άλλο στοιχείο στο έργο της είναι οι έμμεσες αναφορές σε στοιχεία του νατουραλισμού, του ρομαντισμού και σε διαφορετικά ζωγραφικά είδη.

Εσμεράλδα Μομφεράτου “Number 2”

Αν και το πάγωμα, το ανοίκειο και το μυστήριο δεν χαρακτηρίζουν τα έργα της Εσμεράλδας Μομφεράτου, οι εγκαταστάσεις της υποδηλώνουν και αυτές μία απώλεια και την ανάγκη διαχείρισης της. Ευαίσθητη με έντονο το σωματικό στοιχείο, τα έργα είναι μία απόπειρα ανασυγκρότησης της παρουσίας και της μνήμης μέσα από χνάρια και θραύματα. Αποτελούν όμως και συνθέσεις από πραγματικά θραύσματα του σπιτιού της γιαγιάς της καλλιτέχνιδος μετά από την καταστροφή στο Μάτι. Η Εσμεράλδα Μομφεράτου δεν γνώρισε την γιαγιά της ποτέ παρά μόνο μέσα από αυτά τα χνάρια της ζωής της και των τόπων που κατοίκησε. Με αυτή την έννοια, το έργο της είναι ένα εν εξελίξει έργο διαδικασίας ανασυγκρότησης της μνήμης και της κατανόησης του εαυτού μέσα από μία σχέση (την σχέση της καλλιτέχνιδος με την γιαγιά της) που ουδέποτε υπήρξε στην ίδια την πραγματικότητα. Αποτελεί κατ’ επέκταση μία προσπάθεια προσέγγισης και διαχείρισης της απώλειας μέσα από την αναδημιουργία.

Σε μία αίθουσα για παράδειγμα, η καλλιτέχνις ανασυγκροτεί το καταστραμμένο δάπεδο το σπιτιού της γιαγιάς της σε ένα «τοπίο»-μικρόκοσμο με ρωγμές που μοιάζουν με φλέβες, ένα δάπεδο που μοιάζει με έναν οργανισμό. Σε ξεχωριστή αίθουσα, η Μομφεράτου στήνει μικρούς πληθυσμούς γλυπτών από υλικά που η καλλιτέχνις έχει συλλέξει, κυρίως οργανικά υλικά όπως κοχύλια ή πέτρες από την παραλία στο Μάτι. Σε βάθρα από έτοιμα αντικείμενα που μοιάζουν να φυτρώνουν από την γη, τα μικροσκοπικά γλυπτά μοιάζουν σαν αντένες, μικρο-οργανισμούς και υβριδικά φυτά που υποδηλώνουν την αναγέννηση, αυτό που δεν φανερώνεται αλλά στέκει διακριτικά πίσω από αυτό που φαίνεται. Η φύση είναι και αυτή μία αναφορά στον αδιάκοπο κύκλο της ζωής, στην αναγέννηση αλλά και στο αίσθημα ενός ανήκειν, μίας καταγωγής.

Σε σύγκριση με τα έργα της Φωτεινής Πούλια, οι εγκαταστάσεις της Εσμεράλδας Μομφεράτου είναι πιο «ζεστά» και πιο «σωματικά». Ο θεατής μάλιστα ίσως αισθανθεί την ανάγκη να κάτσει στο πάτωμα για να έλθει σε κοντινότερη επαφή με το έργο, να περιεργαστεί τις φόρμες και να δει τους σχηματισμούς στο δάπεδο ακόμα και να αγγίζει την επιφάνειά του, να «ακούσει» τα γλυπτά.

Με αυτή την έννοια η συμπαρουσίαση δημιουργεί δύο διαφορετικές διαθέσεις στον θεατή αλλά μέσα από έννοιες, σκέψεις και πρακτικές που έχουν κοινά σημεία. Ευαίσθητα, με ευθραυστότητα και δύναμη, με ποιότητες ως προς την αισθητική και τεχνική, με αιχμή και με διαφορετικά επίπεδα ανάγνωσης, τα έργα της έκθεσης δημιουργούν ένα αίσθημα ανακούφισης, χαράς, μελαγχολίας και στοχασμού και συγκροτούν ένα σύνολο που το πιθανότερο είναι ότι θα απορροφήσει τον επισκέπτη σε μία θέαση που θα διαρκέσει αρκετή ώρα.

 

«No Land & A Letter to Esme», Crux Galerie, ως 12/3. (cruxgalerie.com)

 

 

 

TAGS