Η μικρή, κομψή έκθεση «Μονοκονδυλιές» στον νέο εικαστικό χώρο Collect παρουσιάζει μια μεγάλη ενότητα σχεδίων του Νίκου Εγγονόπουλου, που έχει μεν δημοσιευθεί αλλά εκτίθεται για πρώτη φορά.
Έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο λόγω της ομοιομορφίας τους και το γεγονότος ότι οι ως επί τω πλείστον ανδρικές, ολόσωμες, γυμνές φιγούρες που απεικονίζουν έχουν γίνει με λίγες συνεχόμενες γραμμές σινικής μελάνης αλλά και διότι αποτέλεσαν την σχεδόν αποκλειστική εικαστική παραγωγή του σπουδαίου ζωγράφου και ποιητή το 1975, ενδεχομένως λόγω ενός ατυχήματος που τον καθήλωσε στον ιδιωτικό του χώρο.
Η έκθεση περιλαμβάνει ένα μέρος από μία μεγάλη ενότητα άνω των διακοσίων σχεδίων που έγιναν από το 1974 ως και το τέλος του 1975. Είναι αντιπροσωπευτικά της μεγαλύτερης λιτότητας και απουσίας περίπλοκων σκηνικών που χαρακτηρίζει την όψιμη ζωγραφική δουλειά του καλλιτέχνη, κυρίως όμως δίνουν το στίγμα μίας δουλειάς ανθρωποκεντρικής, που συνδυάζει τον ελληνοκεντρισμό με τις μοντέρνες τάσεις.
Όπως και κάποιες άλλες μεμονωμένες προσπάθειες γκαλερί(και όχι μουσείων) να φέρουν στο προσκήνιο το έργο ελλήνων «κλασικών» των πρωτοποριακών και μοντέρνων κινημάτων του 20ου αιώνα, η έκθεση έχει το προσόν, λόγω της κλίμακας και του στησίματος σε ένα νεοκλασικού τύπου εσωτερικό που τυχαίνει να ταιριάζει με το φορμά των σχεδίων, να ενεργοποιεί την παρατηρητικότητα του θεατή και, κατά συνέπεια, να προκαλεί σκέψεις γύρω από το κεντρικό ζήτημα της περίφημης ελληνικότητας της γενιάς του ᾽30, που ακόμα σφραγίζει την πρόσληψη της τέχνης εκείνη της εποχής.
Η έκθεση εγείρει επίκαιρα θέματα πολιτιστικής συνείδησης και ελληνικής Ταυτότητας. Είναι όμως και μία ευκαιρία να εξετάσει κάποιος την σχέση της ελληνικής κοινωνίας με την εκάστοτε «καινοτομία» ή το «νέο», και τον τρόπο που κάθε εποχή το αξιολογεί. Είναι πράγματι αξιοσημείωτο ότι ο Εγγονόπουλος εκπροσωπεί μεν την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1954, κάτι που ίσως δεν θα συνέβαινε αν το θέμα της διοργάνωσης εκείνης της χρονιάς δεν ήταν ο υπερρεαλισμός, όμως η ζωγραφική του ήταν στο στόχαστρο των πιο καταξιωμένων κριτικών (με κάποιες μεμονωμένες εξαιρέσεις, όπως στην περίπτωση του Αλέξανδρου Ξύδη και φυσικά του Ανδρέα Εμπειρίκου, θερμού υποστηρικτή του καλλιτέχνη). Ο δημιουργός ήταν περισσότερο γνωστός ως ποιητής παρά ως ζωγράφος, έως και την ώριμη περίοδο του, που πλέον το έγκριτο περιοδικό Ζυγός γράφει για τη δουλειά του, και πολύ όψιμα πλέον, το 1983, η Εθνική Πινακοθήκη διοργανώνει αναδρομική έκθεση του καλλιτέχνη. Μέρος αυτής της αμηχανίας απέναντι στο έργο του ίσως να οφείλεται και στην μάλλον μακρινή σχέση του υπερρεαλισμού με το ελληνικό κοινό.
Υπάρχει η άποψη ότι ο υπερρεαλιστής Εγγονόπουλος δεν ήταν ο αντίστοιχος γάλλος σουρεαλιστής που επιθυμούσε το εξορκίσει το τραύμα του παγκοσμίου πολέμου (το πόσο κοντά ήταν στον Μπρετόν διχάζει τους θεωρητικούς του έργου του), ούτε ήταν από τους σκληροπυρηνικούς της ελληνικής ομάδα των σουρεαλιστών. Οι απόψεις του Φρόυντ για παράδειγμα, δεν τον έβρισκαν απολύτως σύμφωνο και η «υπερπραγματικότητά» του μία διαφυγή από τις συμβάσεις και τονεπαρχιωτισμό.
Βέβαια, η μονοκονδυλιά μπορεί να ερμηνευτεί ως κάτι αντίστοιχο με την αυτόματη γραφή, μία ελευθερία σκέψης και το άνοιγμα στην φαντασία και τον συνειρμό. Αποτελεί όμως και μία άσκηση σχεδιαστικής δεξιοτεχνίας. Το βλέμμα του θεατή ακολουθεί τις διαδρομές που κάνει η ροή της γραμμής. Αλλά η διαδρομή αυτή έχει στάσεις. Η ένταση και η στιβαρότητα των μορφών, η νευρώδης και ταυτόχρονα ρευστή γραφή, τα άκρα των μορφών που μοιάζουν με ρίζες, τα ελαφρώς λυγισμένα γόνατα και η ανοιχτή βάση που δημιουργούν τα πόδια των όρθιων μορφών έχουν μία γήινη αναφορά στην ίδια την ζωή.
Απολαυστικές είναι κάποιες λεπτομέρειες όπως για παράδειγμα, ότι στις σπάνιες περιπτώσεις όπου υπάρχει ένα σκηνικό, αυτό δεν ολοκληρώνεται πλήρως ή κάποιες παράλογες στάσεις, όπως για παράδειγμα στο σχέδιο «Η Ισορροπία». Τα σχέδια έχουν χάρη και εκφράζουν πάθος, δείχνουν επίσης μία αγάπη και έναν θαυμασμό για τον άνθρωπο και μία συμπάθεια για τις αδυναμίες του. Πνευματώδη, ενίοτε χιουμοριστικά, αλλά με υπαρξιακό περιεχόμενο, παρέχουν το κίνητρο να αναζητήσει κανείς την σχέση της ποίησης με την ζωγραφική του Εγγονόπουλου και κυρίως την σχέση μας με την ιστορία και τον ελληνικό πολιτισμό.
Η αξία τέτοιων εκθέσεων όπως οι «Μονοκονδυλιές» είναι ότι εμμέσως ανοίγουν μικρές διόδους σε αυτήν την μεγάλη περιπέτεια των μοντέρνων κινημάτων στην Ελλάδα αλλά καθώς δεν ταξινομούν καλλιτέχνες σε ένα κίνημα, όντας μονογραφικές, παρέχουν το κίνητρο να αναδειχθεί η περίπτωση του κάθε καλλιτέχνη ως ξεχωριστή.
Η έκθεση «Μονοκονδυλιές», που επιμελούνται η κόρη του καλλιτέχνη Εριέττη Εγγονοπούλου και ο Κωνσταντίνος Μανωλάκης, διαρκεί έως τις 30 Σεπτεμβρίου.