Τρεις καλλιτέχνιδες σε μία έκθεση συνεκτική που μιλά στα μάτια της φαντασίας και στις αισθήσεις.
Η Αναργύρειος και Κοργιαλένειος Σχολή μπορεί να σταμάτησε να λειτουργεί το 1983 όμως το κτηριακό σύμπλεγμα που εκτείνεται σε μία μεγάλη, πευκόφυτη έκταση με θέα την θάλασσα στέκει ακόμα και σήμερα σαν μία γοητευτική «παρουσία» από το παρελθόν. Περιφραγμένη και αυτόνομη, μοιάζει με μία «νησίδα», έναν τόπο μελαγχολικό και αρχοντικό, φορτισμένο με ιστορία και ιστορίες νέων που φοίτησαν σε αυτήν (λειτουργούσε ως πρότυπο σχολείο και οικοτροφείο από το 1927). Η παρουσία της απουσίας είναι παντού αισθητή, το ίδιο και η ζεστασιά που έχει η πατίνα του χρόνου. Δεν λείπει όμως και κάτι το ανοίκειο, ένα αίσθημα μυστηρίου ίσως και μία αίσθηση ανησυχίας, αυτή του μη ολοκληρωμένου, που έχει χαθεί, που παραμένει κρυμμένο αλλά ζωντανό.
Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του περιβάλλοντος αυτού, η σχέση με τον χρόνο, ο τρόπος που το παρελθόν έρχεται να «κατοικήσει» φαντασματικά στο παρόν, αρμόζει με το ύφος της σφιχτοδεμένης, λιτής και πολύπλευρη νοηματικά έκθεσης «Ηistory of Absence» που επιμελείται η Ελίνα Αξιώτη και αποτελεί παραγωγή του ΑΜΑ ΗΟUSE η καλλιτεχνική διευθύντρια του οποίου είναι η Άννα-Μαρία Λουδάρου. Τρεις νέες γυναίκες καλλιτέχνιδες, η Mαλβίνα Παναγιωτίδη, η Γαλλίδα Chloé Royer και η Πολωνή Αgata Ingarden παρουσιάζουν τρία διαφορετικά έργα, το καθένα σε μία αίθουσα (η Μαλβίνα Παναγιωτίδη παρουσιάζει και μία εγκατάσταση στον υπαίθριο χώρο) έτσι ώστε τα έργα που μοιάζουν σαν μοναχικοί «επισκέπτες» να αναπνέουν και η έκθεση να δημιουργεί μία διαδρομή στο εσωτερικό του κτιρίου αλλά και μία σχέση με το μέσα και το έξω.
Αναφορές στην φύση, στο σώμα, στον μύθο, στην φαντασία και στην δημιουργία υπάρχουν σε όλα τα έργα σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικό σημείο αναφοράς κάθε φορά ώστε η όλη έκθεση να μοιάζει με παραλλαγές μίας συγκεκριμένης οπτικής στον κόσμο: μίας οπτικής που αναδεικνύει την αθέατη πλευρά των πραγμάτων και που σέβεται την φύση, ακούει το ασυνείδητο και τις αισθήσεις. Αλλά και μιας οπτικής που η επιμελήτρια και καλλιτεχνική διευθύντρια του ΑΜΑ ΗΟUSE επιλέγουν συνειδητά να ξεδιπλωθεί σε έναν πρώην χώρο μάθησης και εκπαίδευσης. Ας προσθέσει κανείς ότι πρόκειται και για μία οπτική με οικοφεμινιστικές αποχρώσεις που «καταλαμβάνει» διακριτικά (θα έλεγε κανείς με μία διάθεση συνομιλίας, ακόμα και ερωτισμού) ένα πρώην σχολείο αρρένων.
Η έκθεση στοχεύει στην ανάδειξη μίας «δημιουργικής ιστοριογραφίας», δηλαδή έναν τρόπο αφήγησης της ιστορίας που να περνά μέσα από το μη εμφανές, από τα όσα δεν προβάλλει η κυρίαρχη αφήγηση. Το διαφεύγον, το ανείπωτο, το κρυμμένο, το καταπιεσμένο όλα όσα προϋποθέτουν ευαισθησία, εναλλακτική οπτική και αναζήτηση προκειμένου να γίνουν αντιληπτά, χρωματίζουν αυτή την έκθεση που μοιάζει σαν μια ανασκαφή στον χρόνο και στα θραύσματα του παρελθόντος, μία ανασύνθεση ιστοριών και αναμνήσεων σχετικών με τον συγκεκριμένο τόπο συνδυασμένων με την μετα-μνήμη και την μυθοπλασία.

Chloé Royer, Xenophora, 2022 Φωτό: Γ. Σφακιανάκης
Κοινό στοιχείο σε όλα τα έργα είναι η αίσθηση της χρονικότητας, μίας περίεργης διάρκειας του παρελθόντος, ενός παρελθόντος ενίοτε ιδωμένο και με το φίλτρο της φαντασίας και του μύθου. Κυρίως όμως, εκείνο που διακρίνει κανείς ως κοινό στοιχείο είναι η υπόμνηση μίας σωματικότητας, διακριτικής και αέρινης. Η μη χειροπιαστή αυτή σωματικότητα υποδηλώνει κατά κάποιον τρόπο μία μεταφορική, «εννοιολογική» σωματικότητα που μπορεί να παραπέμπει για παράδειγμα την ενσώματη εμπειρία της πραγματικότητας και της ιστορίας.
Οι έμμεσες αναφορές σε σωματικά στοιχεία, όπως παράδειγμα μέσα από το χρώμα της σάρκας στα έργα της Παναγιωτίδη και της Royer, σε φόρμες που θυμίζουν πλοκάμια και οργανισμούς (στα γλυπτά της Royer) ή ανθρώπινα μέλη στην εγκατάσταση της Παναγιωτίδη) ή την σπονδυλική στήλη (στο έργο της Ingarden) εκφράζουν επίσης την απουσία της παρουσίας, το μη εμφανές που έχει όμως μία απροσδιόριστη υπόσταση και είναι συχνά αποκαλυπτικό της αλήθειας. Ενδιαφέρον είναι επίσης το πώς όλα τα έργα εμπεριέχουν ένα στοιχείο κίνησης και παίζουν με την ισορροπία. Ίσως αυτός είναι ένας τρόπος για να εκφράσουν οι καλλιτέχνιδες αυτό που ακροβατεί ανάμεσα στην αντίληψη και το ασυνείδητο, το παρελθόν και το παρόν, το φαντασιακό και το πραγματικό, την παρουσία και την απουσία.
Αυτοί οι ενδιάμεσοι χώροι είναι ιδιαίτεροι αισθητοί στα δύο έργα της Μαλβίνας Παναγιωτίδη. Για το Α Cage in Search of a Bird, το έργο της που βρίσκεται εντός του κτιρίου η καλλιτέχνης πήρε ως βάση της ταριχευμένα πουλιά που εντόπισε σε παλαιοπωλείο των Σπετσών και που όπως έμαθε στην πορεία ανήκαν στον Δημήτρη Κατσώρη, Σπετσιώτη ταριχευτή και συλλέκτη τέτοιων ταριχευμένων πουλιών. Η Παναγιωτίδη εναποθέτει στους πάγκους της αίθουσας φωτογραφίες πολαρόιντ από το τοπικό δάσος και χάλκινα προπλάσματα που αναπαριστούν μέλη ζώων καθώς και κέρινες μορφές που θυμίζουν χέρια ή λιωμένες φόρμες. Δημιουργεί έναν χώρο στα πρότυπα του εργαστηρίου που ήταν η συγκεκριμένη αίθουσα αλλά μέσα σε αυτόν εμπλέκει την επιστημονική αντικειμενικότητα με μία αγωνία, θα έλεγε κανείς, γύρω από τον θάνατο και την διαφύλαξη της ζωής ακόμα και σε αυτήν την μακάβρια, βαλσαμωμένη εικόνα της. Ενεργοποιεί τα όρια που χωρίζουν την έρευνα από την βία, τον θαυμασμό της φύσης με την κυριαρχία και θίγει την όψη μίας κυριαρχικής κουλτούρας – μίας κουλτούρας στην οποία ο έλεγχος της φύσης δεν ξεχωρίζει από την εμπορευματοποίησή της.
Οι συνειρμοί συνεχίζονται για να συμπεριλάβουν και άλλα ζητήματα όπως το πώς παράγεται η γνώση και οι αλήθειες που χάνονται κάτω από τον μανδύα της επιστημονικής, έγκυρης γνώσης. Το έργο μεταφέρει σταδιακά τον θεατή από έναν εργαστηριακό χώρο σε έναν χώρο ανοίκειο, όπου πλανώνται τα χνάρια ζωών που χάθηκαν (η παρουσία της απουσίας), η ματαιοδοξία, η καταστροφική αλλά και αδύναμη φύση του ανθρώπου.
Η σκέψη προεκτείνεται στο έργο της Μαλβίνας Παναγιωτίδη στον υπαίθριο χώρο όπου μία σειρά από γλυπτά εμπνευσμένα από παρτιτούρες του συνθέτη και οικότροφου της Σχολής, Ιάννη Ξενάκη (και συγκεκριμένα στις «δενδρώσεις» του που ήταν μελέτες του ήχου των δέντρων) μιλούν για τα μυστικά και την δύναμη της φύσης και για τον τρόπο που ο άνθρωπος την κατανοεί μέσα από μύθους και τελετουργίες.

Μαλβίνα Παναγιωτίδη «So that morning and evening are like promises kept», 2022
24 polaroids, copper, paraffin wax, pigment, wick. Φωτό: Γ. Σφακιανάκης
Ζητήματα εξουσίας, η απουσία της παρουσίας και η σωματικότητα χαρακτηρίζουν και την γλυπτική κατασκευή Sleeping Beauty Corp. της Agata Ingarden. Πρόκειται για μια κατασκευή που θυμίζει, άρπα, πιάνο, κούνια, κρεβάτι αλλά και κουτί ίσως και φέρετρο. Στο πάνω μέρος του, η αναπαράσταση μίας μπρούντζινης σπονδυλικής στήλης μοιάζει ταυτόχρονα με νότες και μουσικές χορδές. Το Τhe Bow, ένα δοξάρι στο ράφι της βιβλιοθήκης του δωματίου είναι το μαγικό ραβδί που θα ενεργοποιήσει το σώμα και την μουσική – αποτελεί μία μεταφορά για την σημασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της φαντασίας είναι όμως και αναφορά – όπως και στο έργο της Μαλβίνας Παναγιωτίδη – στον Ιάννη Ξενάκη. Ο ήρωας του μυθιστορήματος The Magus που έγραψε ο βρετανός συγγραφέας και καθηγητής αγγλικών στον οικοτροφείο John Fowles, είναι η άλλη μορφή-αναφορά του έργου. Την μοναξιά και κατάθλιψη του ήρωα αντικατοπτρίζει η αίσθηση ενός ανοίκειου, ακαθόριστου χώρου που περιορίζει αλλά και προστατεύει. Ο τίτλος του έργου εξάλλου είναι ενδεικτικός μίας αντίφασης: τί σχέση μπορεί να έχει μία εταιρεία (Corp.) με τον ύπνο; H απάντηση βρίσκεται την πρόθεση της καλλιτέχνιδος να μιλήσει για την εξουσία με την μορφή της διαχείρισης του ύπνου, δηλαδή της επιβολής στο σώμα και τον προσωπικό χώρο. Η πρόθεση δεν γίνεται απαραίτητα αισθητή όμως ο θεατής εισπράττει κάτι το ποιητικό αλλά και απόκοσμο την ίδια στιγμή. Η απούσα παρουσία, η φωνή μίας κρυμμένης πραγματικότητας στοιχειώνει και εδώ, όπως και στο έργο της Μαλβίνας Παναγιωτίδη, τον χώρο.
Όλα τα έργα έχουν μία ποιητικότητα. Από όλα όμως, το έργο της Chloe Royer είναι και το λιγότερο σκοτεινό. Τα γλυπτά της με το όνομα Xenophora (που σημαίνει ένα είδος θαλάσσιου σαλιγκαριού) μοιάζουν με υβριδικά πλάσματα που στέκουν χορευτικά στο χώρο. Τα μακριά πλοκάμια τους είναι ένα ψηφιδωτό από οργανικά και ανόργανα στοιχεία: πέρλες, κοχύλια, μικρές πέτρες, κόκκαλα κλπ. H Royer χτίζει τα γλυπτά της πότε επικολλώντας και πότε αφαιρώντας τα αντικείμενα αυτά από τον κορμό των γλυπτών της μιμούμενη την φυσική διεργασία των xenophora σαλιγκαριών που ζουν πότε προσαρτώντας πάνω τους και πότε αποβάλλοντας μικρο-οργανισμούς της θάλασσας. Πρόκειται για μία διαδικασία προσαρμογής στο περιβάλλον που υποδηλώνει, μεταφορικά, ότι η ζωή βασίζεται στις σχέσεις που δημιουργούνται με τους άλλους. Η επιφάνεια των γλυπτών υποδηλώνει μία διαδικασία και αποτυπώνει τα χνάρια του χρόνου.
Παρότι όλα τα έργα έχουν μία φεμινιστική πτυχή, στον βαθμό που μιλούν για μια οπτική που αντιτίθεται στις κυρίαρχες αφηγήσεις και χρησιμοποιούν στοιχεία όπως η σωματικότητα, στο συγκεκριμένο έργο αυτή η πτυχή είναι πιο σαφής. Όχι μόνο διότι ένα από τα σχήματα που η Royer χρησιμοποιεί είναι το κεφάλι της Μέδουσας στην κορυφή ενός γλυπτού αλλά και διότι σε ένα έργο της παραπέμπει στο παραμύθι της Rapunzel, σε μία ιστορία δηλαδή αγάπης και γυναικείας απελευθέρωσης.
Με διαφορετική προσωπικότητα το καθένα, και τα τρία έργα ωστόσο καταφέρνουν να δημιουργήσουν μία έκθεση συνεκτική που μιλά στα μάτια της φαντασίας και στις αισθήσεις, μία έκθεση με υπαινιγμούς γύρω από την ύπαρξη, τον χρόνο και τις αθέατες πλευρές μίας ζωής που έχει χαθεί αλλά έχει αφήσει κάποιο είδους κρυφό αποτύπωμα.
«Ηistory of Absence», Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Ίδρυμα, Σπέτσες, ως 11/9.