Η μεγάλη διάσταση του έργου και του χώρου – μία έκθεση με εμβληματικά έργα από την δωρεά της συλλογής του Δημήτρη Δασκαλόπουλου
Στον απόηχο της σημαντικής δωρεάς που έκανε σε πέντε μεγάλα μουσεία ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, η έκθεση «Dream On» σε επιμέλεια του Δημήτρη Παλαιοκρασσά στο Καπνεργοστάσιο είναι μία ευκαιρία να ξαναδεί κανείς δεκαοχτώ από τα έργα που θα αποσπαστούν από τον κορμό της συλλογής, έργα ως επί το πλείστον γνωστά και κάποια από την δεκαετία του 90. Αυτό ίσως να εξηγεί την αίσθηση ότι η έκθεση δεν κινείται τόσο στον παλμό των σύγχρονων εξελίξεων αλλά έχει μία ματιά εν μέρει αναδρομική.
Ο τίτλος βέβαια, γενικός και αφηρημένος, αναφέρεται έμμεσα και το μέλλον αφού μιλά για το όνειρο ως την φαντασίωση μιας ουτοπίας, ένα συνεχές όραμα. Πρόκειται για την επιθυμία της δημιουργίας, της υλοποίησης όσων φαίνονται ανέφικτα. Είναι το όραμα για το μεγαλειώδες, για την μεγάλη χειρονομία και η σημασία είναι διπλή: αναφέρεται στο μέσο που είναι εξάλλου και το συνεκτικό κριτήριο της έκθεσης. Αναφέρεται δηλαδή στις μεγάλες εγκαταστάσεις που είναι δύσκολο να υλοποιηθούν και ίσως σε αυτό που είναι πέρα από τα όρια, στα έργα που απαιτούν δουλειά και στοχασμό και που είναι συστατικό κάθε αξιόλογου έργου τέχνης.
Το γεγονός όμως ότι είναι μία έκθεση μεγάλων εγκαταστάσεων που φιλοξενείται σε έναν μεγάλο χώρο έτοιμο να υποδεχθεί τέτοιου τύπου εκθέσεις, υποδηλώνει για μία ακόμα φορά την σύγχρονη έννοια του χώρου, ως διαρκώς επεκτεινόμενου. Υποδηλώνει επίσης το έργο ως κάτι που συνενώνεται με την πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, παρέχει μία ευκαιρία να σκεφθεί κανείς την κλίμακα του έργου και σε σχέση με τον θεατή αλλά και την θέαση ως καθηλωτική, και, κατά επέκταση, την έννοια της παθητικής ή ενεργητικής θέασης και εμπλοκής.
Αν εξαιρέσει κανείς το ότι τα έργα είναι εγκαταστάσεις, οι περισσότερες μεγάλης κλίμακας, η έκθεση δεν έχει ξεκάθαρο στίγμα ούτε εντυπώνει μία συνολική, ενιαία αίσθηση στον θεατή. Μοιάζει περισσότερο σαν μία ομαδοποίηση έργων με χαλαρές συνδέσεις γύρω από θέματα όπως η φύση, το σώμα, η ταυτότητα το περιβάλλον, τα διάφορα κοινωνικό-πολιτικά ζητήματα.
Στο μεγάλο αίθριο του Καπνεργοστασίου, η εγκατάσταση Palms (2007) του John Bock είναι ένα έργο κωμικό και επιθετικό, μία παρωδία του φιλμ νουαρ, της βίας και της αμερικανικής κουλτούρας. Δίνει ένα πρώτο στίγμα μίας έντασης, μίας εξωστρέφειας αλλά και το κλίμα μίας αμερικανικής κουλτούρας που όμως δεν χαρακτηρίζει το σύνολο της έκθεσης. Στην ίδια αίθουσα, ο ιατρικός εξοπολισμός στο πιο ψυχρό έργο του Damien Hirst, είναι μία υπενθύμιση της ανθρώπινης θνητότητας ενώ η εγκατάσταση Credit Card Destroying Machine (2010) του Μichael Landy, σχολιάζει περιπαικτικά τον καταναλωτισμό.

Michael Landy «Credit Card Destroying Machine», 2010 (λεπτομέρεια) Αριστερά διακρίνεται μέρος του «Palms» (2007) του John Bock. © Ναταλία Τσουκαλά, Παραχώρηση ΝΕΟΝ
Αν τα τρία αυτά έργα έχουν μία κάποια μεταξύ τους συνάφεια και καταφέρνουν να συστήσουν μία ατμόσφαιρα, ακόμα και αν αυτή δεν είναι χαρακτηριστική της έκθεσης, το ίδιο δεν συμβαίνει με πολλούς από τους υπόλοιπους συνδυασμούς που σε πολλές περιπτώσεις που περιορίζονται σε κυρίως μορφολογικές συνάφειες. Η γραμμή, η επανάληψη και ένα χειρωνακτικό στοχείο δεν είναι αρκετά να συνδέσουν, για παράδειγμα, την γνωστή εγκατάσταση Dependance/Independance (1995/6) της Annette Messager, ούτε με την εγκατάσταση του Αλέξανδρου Ψυχούλη που τοποθετείται με τρόπο ώστε να μην «αναπνέει» στο χώρο, ούτε με το επιτοίχιο γλυπτό της Άννας-Μαρία Σαμαρά που είναι ένας σχηματισμός από νήματα κάνναβης. Ενώ και τα τρία έργα έχουν, σε διαφορετικό βαθμό το καθένα, μία αίσθηση σωματικότητας, την αμφισημία, την αίσθηση του επικίνδυνου αλλά και του εύθραυστου, της παγίδευσης αλλά και της προστασίας, οι συνδέσεις είναι χαλαρές – οι δουλειές των παραπάνω καλλιτεχνών είναι διαφορετικές γενικότερα. Από την άλλη, η επιμέλεια μίας ομαδικής έκθεσης είναι μία άλλη ανάγνωση των έργων μέσα από μία ιδέα (εδώ η γενική ιδέα του Dream On) που επιτρέπει διαφορετικούς συσχετισμούς. Αποτελεί μία αυτόνομη αφήγηση με το δικό της ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι οι λεζάντες περιέχουν και την χρονολογία του έργου, βοηθά στο να τοποθετήσει ο θεατής το κάθε έργο ξεχωριστά και «ιστορικά», δίνοντας έτσι και τον θεατή να δει την έκθεση όχι μόνο ως μια ενορχήστρωση.
Η έντονη παρουσία του σώματος στις φωτογραφίες ή στα υφασμάτινα σχήματα που μοιάζουν με ανθρώπινα όργανα στο έργο της Messager επαναλαμβάνεται, κατά κάποιον τρόπο είτε ως σωματική εμπειρία ενός έργου στον λαβύρινθο/σπηλιά του Thomas Hirschorn στην οποία ο θεατής εισέρχεται είτε με μία πολιτική χροιά ως τραύμα στο πιο υπαινικτικό έργο της Μαρίας Λοϊζίδου. Και πάλι, πρόκειται για διαφορετικές προσεγγίσεις του σώματος που όμως θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι δείχνουν από κοινού την καθιερωμένη πλέον αντίληψη του έργου ως μία εμπειρία, ως βιωματικό γεγονός (και που με μία άλλη έννοια, έχει οδηγήσει και στον σύγχρονο λόγο περί δημόσιας τέχνης).
Εύστοχη πάντως είναι η γειτνίαση του Visible World (1995/6) των Peter Fischli και David Weiss, ένα αρχείο εικόνων από όλων τον κόσμο που καταγράφουν κυρίως εικόνες της φύσης με την βιντεοεγκατάσταση Morning After the Deluge (2003) του Paul Pfeiffer. Το ζήτημα της διαμεσολαβημένης πρόσληψης της φύσης αλλά και το παιχνίδι με την κλίμακα (στο πρώτο έργο το μικρό φορμά των φωτογραφιών που απεικονίζουν το μεγαλείο της φύσης και, στην συνέχεια, -στο δεύτερο έργο- η μεγάλων διαστάσεων βιντεοπροβολή που όμως αποτελεί μία κατασκευασμένη εικόνα της φύσης) προσφέρουν στον θεατή μία επιτυχημένη μικρή διαδρομή ανάμεσα στις πολλές άλλες που επιχειρεί η έκθεση.

Annette Messager «Dependance/Independance» (1995/6) © Ναταλία Τσουκαλά. Παραχώρηση ΝΕΟΝ.
Το σωματικό στοιχείο επανέρχεται, αυτή την φορά και μια σεξουαλική, ερωτική χροιά αλλά και μέσα από αναφορές στην φύση και σε οργανικές φόρμες, στο εμβληματικό έργο της Helen Chadwick Piss–Flowers 1-12 (1991), όπου κανείς διακρίνει και θέματα ταυτότητας φύλου. Όμως η σύνδεση με την εγκατάσταση της Μάρως Μιχαλακάκου που εκτίθεται και αυτό στο πατάρι αλλά σε διαφορετική αίθουσα, πέρα από την ιδέα του τάπητα και μίας σωματικότητας δεν είναι αρκετά ισχυρή.
Προσόν της έκθεσης είναι ότι περιλαμβάνει αρκετά θέματα που απασχολούν και τα πιο σύγχρονα εκείνα έργα που όμως απουσιάζουν από την παρουσίαση. Στην εγκατάσταση του Abraham Cruzvillegas η αναφορά στα σπίτια που οι φτωχοί στην πόλη του Μεξικού φτιάχνουν χρησιμοποιώντας πεταμένα αντικείμενα καθιστά το έτοιμο αντικείμενο αντανάκλαση μιας κοινωνικής πραγματικότητας και των άθλιων συνθηκών διαβίωσης. Αναφέρεται επίσης στην επανάχρηση και στο περιττό (το πεταμένο αντικείμενο) ως σχετική έννοια. Στην ίδια αίθουσα η καταστροφή του πλανήτη και η παραβίαση της φύσης μιλούν από κοινού και με το έργο του Cruzvillegas για τον «οίκο» και την καταστροφή του.
Σε γενικές γραμμές, η έκθεση είναι μία ευκαιρία να ξαναδεί κανείς κάποια γνωστά ή λιγότερο γνωστά έργα, να τα απολαύσει στον μεγάλο χώρο του Καπνεργοστασίου (θα έχει ενδιαφέρον να δούμε πως θα χρησιμοποιηθεί ο εξαιρετικός αυτός χώρος στο μέλλον). Η υλικότητα, οι υφές και τα χρώματα συνθέτουν και μία διαδρομή με διαρκή οπτικά ερεθίσματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η μικρή αίθουσα Drawing Room με τα σχέδια-μελέτες κάποιων έργων λειτουργεί ως μία ανάσα ενώ ταυτόχρονα ξαναθυμίζει στον θεατή την εγκατάσταση όχι μόνο ως έργο-περιβάλλον, αλλά ως το προϊόν μιας καλλιτεχνικής διαδικασίας που ξεκινά από τον σχεδιασμό, ξαναγυρνά δηλαδή στο εργαστήριο του καλλιτέχνη.
Μέσα σε ένα σύνολο από οπτικά ερεθίσματα, ενδιαφέρον έχει και η αντίθεση, «ανατροπή» που δημιουργεί το ηχητικό έργο του Κώστα Ιωαννίδη, το χρονολογικά σύγχρονο έργο της έκθεσης παραγωγής 2022 και ανάθεσης από το ΝΕΟΝ. Πρόκειται για μία ηχητική επένδυση του χώρου του «Τελωνείου» του Καπνεργοστασίου χωρίς να είναι εμφανής η ηχητική πηγή. Οι φυσικοί ήχοι από κελαϊδίσματα πουλιών μαζί με ήχους μίας «σφυριχτής γλώσσας» που έχουν επινοήσει οι άνθρωποι ξαναφέρνουν στο προσκήνιο την ιδέα του άυλου έργου τέχνης, συνδέουν το μέσα με το έξω, ενδεχομένως υποδηλώνοντας και τους περιορισμούς του μέσα, και δημιουργούν μία παράξενη αίσθηση παρουσίας και μη παρουσίας. Το έργο διανοίγει έναν προβληματισμό σε σχέση με το πώς αντιλαμβανόμαστε το έργο τέχνης σε σχέση με τον χώρο, την παρουσία και την σωματικότητα. Με αυτή την έννοια, παρότι διαφέρει από τα υπόλοιπα έργα, μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο αναφοράς, ως η αρχή και το τέλος της έκθεσης προσδίδοντας έτσι στο σύνολο μία άλλη πιο σύγχρονη αιχμή.
Πέρα όμως από την έκθεση ως μία αφήγηση, μία διαδρομή, το «Dream On» είναι μία παρουσίαση που φωτίζει το επίκαιρο και σημαντικό γεγονός της δωρεάς. Η σκέψη του Δημήτρη Δασκαλόπουλου ότι η τέχνη είναι δημόσιο αγαθό και ότι οι ιδιωτικές συλλογές έχουν τους περιορισμούς τους εκφράζει ένα όραμα που με την δωρεά, έγινε έργο, υλοποιήθηκε. Με αυτή την έννοια το «Dream On» δεν αφορά μόνο το περιεχόμενο της έκθεσης αλλά αποκτά μία ευρύτερη σημασία, σηματοδοτεί το «τέλος» μίας δραστηριότητας όπως την γνωρίζαμε ως τώρα και ένα διαφορετικό ξεκίνημα με στόχο την διάχυση και την μεγαλύτερη προσβασιμότητα στην τέχνη.
«Dream On», στο πρώην Δημόσιο Καπνεργοστάσιο ως 27/11, Tετ,Πεμ, Παρ 11 π.μ – 7 μ.μ, Σάββατο 12 – 8 μ.μ