Μια πολύπλευρη εικαστική σύνθεση που αποτελείται από επιμέρους αφηγηματικές ενότητες, τις οποίες ενεργοποιεί το βαθύ συναίσθημα του καλλιτέχνη και η γοητεία του χώρου.
Γράφει ο Ζαν-Μπερτράν Πονταλίς σε ένα από τα σοφά, σύντομα κείμενά του, αναφορικά με τη νοσταλγία: «Η επιθυμία που φέρει εντός της η νοσταλγία δεν είναι τόσο επιθυμία για μια ακίνητη αιωνιότητα όσο για αενάως νέες γεννήσεις. Και τότε, ο χρόνος που περνά και καταστρέφει προσπαθεί να ενδυθεί την ιδεώδη όψη ενός τόπου που διαρκεί. Ο γενέθλιος τόπος είναι μία από τις μεταφορές της ζωής». (Παράθυρα, εκδ. Εστία).
Σκέφτηκα πολύ τον ευαίσθητο ψυχαναλυτή Πονταλίς μετά την επίσκεψή μου στην έκθεση με τίτλο «Αμαζόνιος» του εικαστικού Δημήτρη Τσουμπλέκα. Είναι η πρώτη νέα έκθεση που παρουσιάζει το ΕΜΣΤ εκτός των τειχών του (extra muros) και λαμβάνει χώρα εκεί όπου ο καλλιτέχνης πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του, στο σπίτι -μαζί και εργαστήριο- του Νίκου Κεσσανλή και της Χρύσας Ρωμανού στο Μαρούσι. Τους τρεις έδενε συγγενικός δεσμός και η σχέση τους βάθυνε μέσα στα χρόνια με αμοιβαία φροντίδα και τρυφερότητα. Ο «Αμαζόνιος» είναι το παιχνίδι χαρτογράφησης ενός οικείου σε όλους μας τόπου που πια δεν υπάρχει, της παιδικής ηλικίας», λέει ο Τσουμπλέκας σχολιάζοντας το έργο του εδώ.
Βηματίζοντας μέσα στον χώρο, όπου ο Κεσσανλής και η Ρωμανού ονόμαζαν «το κτήμα» -καταπράσινο, ερημικό, κρυμμένο τότε σε μια χαμένη γωνιά της πόλης, όπου στη δεκαετία του ’70 κατέληγε μόνον ένας χωματόδρομος-, νιώθουμε ότι εισχωρούμε σε ιδιωτική περιοχή. Την περιοχή της προσωπικής μνήμης του καλλιτέχνη, εκεί όπου η ζωή του συγκεκριμένου σπιτιού -σφύζουσα και δημιουργική- διατηρείται ανέπαφη από το πέρασμα του χρόνου. Το ζευγάρι έφυγε από τη ζωή στις αρχές του 2000, εκείνος το 2004 κι εκείνη το 2006. «Αναμνήσεις από στιγμές ευτυχίας που τις αγαπούμε τρυφερά, αναμνήσεις έτοιμες να αφυπνιστούν. Και αν κοιμούνται, ο ύπνος τους είναι ελαφρύς. Η εξορία τους δεν είναι οριστική», θυμίζει ο Πονταλίς. Περιδιαβαίνοντας τον «Αμαζόνιο» του Τσουμπλέκα κινούμαστε μέσα σε μια χρονική ουτοπία. Είναι μια εικαστική μυθοπλασία εύστοχα σκηνογραφημένη με υλικά της μνήμης, που συνθέτει ένα συγκινητικό έργο για τη φθορά και την απώλεια.
Στους εξωτερικούς χώρους αυτό συμβαίνει ήσυχα και γλυκά. Μια ροζ πινακίδα από νέον φωτίζει τη γωνιά του κήπου που ο Κεσσανλής ονόμαζε «Αμαζόνιο» ως φόρο τιμής στους Τροπικούς μετά από ένα ενθουσιώδες ταξίδι στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο. Μια σχεδόν άδεια πισίνα όπου επιπλέουν ξερά φύλλα, ζωντανεύει όταν πέφτει η νύχτα από ένα βίντεο που κάνει τις εικόνες να τρέχουν πάνω στο ελάχιστο νερό. «Rien n’ arrive plus», τίποτε δεν συμβαίνει πια τραγουδά η Ζαν Μορό, κι εκείνη φευγάτη από καιρό, όπως κι η εποχή της.

Δημήτρης Τσουμπλέκας «Αμαζόνιος» 2014 – 2022, φωτό Άννα Πρίμου
Μέσα στο παλιό εργαστήριο η αναμέτρηση με το πένθος είναι περισσότερο επώδυνη: φωτογραφίες και βίντεο, γλυπτά και εγκαταστάσεις, objets trouvés και συνθέσεις με στοιχεία του ίδιου του χώρου: οργανικά υλικά, κλαδιά, φύλλα, πέτρες από το ρέμα και τον κήπο αλλά και υλικά ζωγραφικής, τελάρα, καβαλέτα﮲ κούκλες που μοιάζουν με σκιάχτρα και πολλή σκόνη.
«Η γλυπτική ως ιδέα αλλά και ως πρακτική διεκδικούσε χώρο, όπως και η φύση μέσα στο ατελιέ», λέει ο Τσουμπλέκας. «Μανιτάρια φύτρωναν στις γωνιές, τα κομμένα κλαδιά των φίκων που κουβάλαγα δεν ξεραίνονταν ποτέ ολότελα, η σκόνη και οι ιστοί από τις αράχνες επέκτειναν το σχήμα των αντικειμένων κι άλλα πτώματα ζώων εμφανίζονταν, τα σκουλήκια έτρωγαν τα πουλιά, οι μύγες γεννιόντουσαν και πέθαιναν αυθημερόν, οι τοίχοι πρασίνιζαν. Η επιλογή του μέσου εξελίχθηκε ανάλογα, άρχισα να χρησιμοποιώ έγχρωμες διαφάνειες, μετά ψηφιακό μεσαίο φορμά, κυρίως υποκύπτοντας στη γοητεία των αποχρώσεων της φθοράς. Άρχισα να κατασκευάζω κούκλες από παλιά ρούχα, κλαριά, μαδέρια, βιβλία, όπως και μικρά γλυπτά από υλικά που βρίσκονταν τριγύρω, αρχικά τα οργανικά υλικά ήταν κυρίαρχα και η ανάγκη της φωτογράφισης αυτών των συναρμογών μονόδρομος».
Ο «Αμαζόνιος» του Μαρουσιού ως πολύπλευρη εικαστική σύνθεση αποτελείται από επιμέρους αφηγηματικές ενότητες, τις οποίες ενεργοποιεί αφενός το βαθύ συναίσθημα του καλλιτέχνη και αφετέρου η γοητεία του χώρου, το εργαστήριο δύο άξιων καλλιτεχνών, με τη δύναμη των συνδηλώσεών του – ελευθερία, πειραματισμός, δημιουργία, γέννηση. Το έργο του Δημήτρη Τσουμπλέκα, ολοκληρώνεται χάρη στη φωτογραφία, που είναι το κατεξοχήν μέσο έκφρασής του. Ο κατάλογος που συνοδεύει την έκθεση (σχεδιασμός: Mιχάλης Παπαρούνης , εκδόσεις: Futura) συμπυκνώνει τη σκέψη του. Είναι ένα καλλιτεχνικό βιβλίο φωτογραφίας, ένα καλοσχεδιασμένο γραφιστικά λεύκωμα, που συμπυκνώνει το ταξίδι στον «Αμαζόνιο». Διαθέτει καλλιτεχνική αυτοτέλεια και, με τη συνδρομή των συνοδευτικών κειμένων, αναμετριέται γενναία με την αγωνία του καλλιτέχνη για το αν η τέχνη μπορεί να σταματήσει τη διαδικασία της αποσύνθεσης, να πάψει τον χρόνο.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΟΥΜΠΛΕΚΑΣ – «ΑΜΑΖΟΝΙΟΣ», ΡΕΜΑ ΠΟΛΥΔΡΟΣΟΥ ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ ΕΩΣ 3 Ιουλίου
H έκθεση θα ολοκληρωθεί την Κυριακή 3 Ιουλίου με μια συναυλία στον χώρο του κτήματος με την Κυβέλη Καστοριάδη και τον Ορέστη Καλαμπαλίκη. Οι δύο καλλιτέχνες θα ερμηνεύσουν γαλλικά τραγούδια της δεκαετίας του ’60-’70 μετά τις 10 το βράδυ.
Η κριτική δημοσιεύθηκε στο τεύχος 7 του The Art Newspaper Greece (Ιούνιος – Ιούλιος 2022).