Ενώ ανακοινώθηκε η έναρξη διαλόγου μεταξύ Βρετανίας και Ελλάδας για τα μάρμαρα του Παρθενώνα, η συζήτηση άνοιξε συμβολικά όσο και ουσιαστικά μέσω Σικελίας.
Σε κοινό δελτίο τύπου τους, η περιφερειακή κυβέρνηση της Σικελίας και το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού και αθλητισμού ανακοίνωσαν πως το θραύσμα Fagan, τμήμα της ζωοφόρου του Παρθενώνα, το οποίο είχε δοθεί δανεικό στο Μουσείο Ακρόπολης από τον Ιανουάριο, μπορεί να μείνει για πάντα στην Αθήνα.
Το «κλειδί» για την «αποδέσμευση» του αντικειμένου, το οποίο είναι τμήμα που ανήκει στην ανατολική ζωφόρο του Παρθενώνα (και που αναπαριστά το πόδι της Αρτέμιδας, θεάς του κυνηγιού, καθισμένης σε θρόνο), ήταν η συγκατάθεση του Περιφερειακού Συμβουλίου της Σικελίας, μια τεχνική πράξη δηλαδή για την η οποία δόθηκε το πράσινο φως από τη Νομική Υπηρεσία του Ιταλικού Κράτους. Το μόνο που απομένει είναι η έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού της Ιταλικής Δημοκρατίας σχετικά με την αρμοδιότητα της Περιφέρειας της Σικελίας να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση, έγκριση η οποία είναι θέμα χρόνου να δοθεί.
Η κίνηση αυτή θεωρείται καθοριστικής συμβολής στο θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, τη στιγμή μάλιστα που ανακοινώθηκε από την UNESCO η έναρξη διαλόγου μεταξύ Βρετανίας και Ελλάδας.
Το ιστορικό της επιστροφής του θραύσματος
Η εκκίνηση της διαδικασίας στο Υπουργείο Πολιτισμού της Ιταλίας έγινε με πρωτοβουλία της Περιφέρειας της Σικελίας, η οποία, μετά από πρόταση του Περιφερειακού Συμβούλου για την Πολιτιστική Κληρονομιά και τη Σικελική Ταυτότητα Αλμπέρτο Σαμονά, είχε διαβιβάσει σχετικό αίτημα στην «Επιτροπή για την ανάκτηση και την επιστροφή των Πολιτισμικών Αγαθών» που είχε συσταθεί στο Ιταλικό Υπουργείο Πολιτισμού. Η παραπάνω ενέργεια αποτέλεσε ένθερμη επιδίωξη του Περιφερειακού Συμβούλου Α. Σαμονά και του Προέδρου της Περιφέρειας της Σικελίας Νέλλο Μουσουμέτσι, καθώς και της Ελληνίδας Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνας Μενδώνη.
Το αρχαιολογικό εύρημα, κατέληξε στις αρχές του 19ου αιώνα στα χέρια του Άγγλου προξένου Ρόμπερτ Fagan υπό συνθήκες μη πλήρως κατανοητές. Μετά τον θάνατό του κληροδοτήθηκε στη σύζυγό του, η οποία, εν συνεχεία, το πούλησε, μεταξύ του 1818 και 1820, στο Βασιλικό Μουσείο του Πανεπιστημίου του Παλέρμο, σημερινός διάδοχος του οποίου είναι το Περιφερειακό Αρχαιολογικό Μουσείο «Αντονίνο Σαλίνας».
Η επιστροφή στην Αθήνα κατέστη δυνατή βάσει Συμφωνίας, η οποία προέκυψε από τον γόνιμο διάλογο μεταξύ της Κυβέρνησης της Σικελίας -με τον Σύμβουλο Α. Σαμονά- και της Κυβέρνησης της Αθήνας -με την Υπουργό Λ. Μενδώνη- και συνήφθη τελικά μεταξύ του Περιφερειακού Αρχαιολογικού Μουσείου «Αντονίνο Σαλίνας» του Παλέρμο, υπό τη διεύθυνση της Δρ Κατερίνα Γκρέκο, και του Μουσείου της Ακρόπολης των Αθηνών, υπό τη διεύθυνση του Καθηγητή Νικολάου Σταμπολίδη, προβλέποντας την πολυετή μεταφορά και ανταλλαγή αρχαιολογικών ευρημάτων μεταξύ των δύο μουσειακών ιδρυμάτων, σύμφωνα με το άρθρο 67 του Κώδικα Πολιτισμικών Αγαθών και Τοπίου της Ιταλικής Δημοκρατίας και του άρθρου 25 του Νόμου «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» της Ελληνικής Δημοκρατίας.
«Η οριστική επιστροφή του θραύσματος του Παρθενώνα στην Ελλάδα – υπογραμμίζει ο Περιφερειακός Σύμβουλος Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Σικελικής Ταυτότητας, Αλμπέρτο Σαμονά – είναι η επιβεβαίωση του υφιστάμενου αισθήματος πολιτισμικής αδελφοσύνης μεταξύ Σικελίας και Ελλάδας, οι οποίες συνδέονται με κοινές μεσογειακές ρίζες και πανάρχαιους ισχυρούς δεσμούς. Σε μια εποχή πολέμων και αβεβαιότητας, είμαστε πεπεισμένοι ότι ακριβώς από τον Πολιτισμό μπορεί να προέλθει αυτό το μήνυμα ειρήνης που ενώνει τους λαούς με κοινές αρχές και ένα όραμα για το μέλλον άκρως απαραίτητο»
Η δε Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, δήλωσε μεταξύ άλλων πως «η διαδικασία, την οποία ακολούθησε η Κυβέρνηση της Σικελίας και το Υπουργείο Πολιτισμού της Ιταλικής Δημοκρατίας για τον οριστικό επαναπατρισμό στην Αθήνα του θραύσματος Fagan, δείχνει τον ξεκάθαρο και ηθικό δρόμο για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα. Η επανένωση των Γλυπτών του Φειδία αποτελεί ηθική υποχρέωση για την Ευρώπη, στο πλαίσιο της προστασίας της κοινής πολιτιστικής της κληρονομιάς, της Δημοκρατίας, της ευημερίας των λαών της» .