Είδαμε το ντοκιμαντέρ που ερευνά την ιστορία πίσω από τον ακριβότερο πίνακα όλων των εποχών που κανείς δεν ξέρει πλέον που ακριβώς βρίσκεται.
Σίγουρα δεν γίναμε σοφότεροι όσον αφορά στην ίδια την τέχνη, παρακολουθώντας την ταινία του Δανού Andreas Koefoed αλλά μάθαμε αρκετά πράγματα για το “κυνήγι” της, για τις ενίοτε εκθετικές αυξήσεις της τιμής των έργων τέχνης, για αυθαιρεσίες ειδικών, για αρπακτικές νοοτροπίες εμπόρων και συλλεκτών, καθώς και για τις αφορολόγητες ζώνες των αεροδρομίων που κρύβουν θησαυρούς. Ας το πάρουμε όμως από την αρχή.
Ο Αλεξάντερ Πάρις, από τον οποίο ξεκινάει το γαϊτανάκι του «Χαμένου Λεονάρντο» αυτοσυστήνεται ως «sleeper hunter», που σημαίνει – όπως εξηγεί ο ίδιος – ότι δουλειά του είναι να ανακαλύπτει «λάθη» στους καταλόγους δημοπρασιών. Δηλαδή έργα τέχνης που έχουν υποεκτιμηθεί και μάλλον έχουν πολύ περισσότερη αξία από την εκτιμώμενη. Ένα τέτοιο «λάθος» εντόπισε το 2005 στη Νέα Ορλεάνη («σοβαρά τώρα;», πετάγεται με αμίμητο ύφος ο τεχνοκριτικός Τζέρι Σαλτς, «η επιτομή της αναγεννησιακής ζωγραφικής κατέληξε στη Νέα Ορλεάνη;»). Πρόκειται όντως για ένα αναγεννησιακό πορτρέτο του Χριστού, μισοκατεστραμμένο και επιχρωματισμένο σε μεταγενέστερο χρόνο, στο οποίο ο Πάρις «είδε κάτι» στην τεχνοτροπία και αφού το συζήτησε με τον οικονομικό του σύμβουλο και συνεργάτη του, Ρόμπερτ Σάιμον, ο πίνακας αγοράστηκε για 1.175 δολάρια. Μέχρι εδώ καλά.
Η επόμενη κίνηση αφορά στη συντηρήτρια Νταϊάν Μοντεστίνι, ιδιαίτερα κομβικό πρόσωπο στην ιστορία (και με κεντρικό ρόλο στο ντοκιμαντέρ) στην οποία παρέδωσαν οι Πάρις και Σάιμον, το έργο προκειμένου να το καθαρίσει. Ξεκινώντας από τη θεωρία ότι έχουμε αν κάνουμε με έργο της σειράς «Salbator Mundi» («Σωτήρας του Κόσμου») που φιλοτέχνησε μάλλον κάποιος μαθητής μαθητή του Ντα Βίντσι, προχωρήσαμε σε μια άλλη που λέει ότι είναι άμεσα μαθητής του Ντα Βίντσι. Κάπου εκεί, μια εκστασιασμένη Μοντεστίνι, η οποία, ξύνοντας και βάφοντας, ουσιαστικά αποκαθιστά εντελώς τον πίνακα (σε βαθμό που κάποιος δηλώνει σκωπτικά ότι «ο πίνακας είναι κατά μεγάλο ποσοστό δικό της έργο και όχι του Λεονάρντο»), παρατηρώντας τα χείλη του εικονιζόμενου, παρατηρεί ομοιότητες με τη Μόνα Λίζα. Η βόμβα σκάει, οι μαθητές εξανεμίζονται και ως δημιουργός του πίνακα παρουσιάζεται πλέον ο μεγάλος δάσκαλος. Ο πίνακας ταξιδεύει στο Λονδίνο όπου η Εθνική Πινακοθήκη όπου εκτίθεται και μια ομάδα ειδικών μελετητών αποφαίνεται για τη γνησιότητα του. Οι ιδιοκτήτες προσπαθούν να τον πουλήσουν σε μεγάλα μουσεία για ένα εξαψήφιο ποσό αλλά όλα, προφασιζόμενα την υψηλή τιμή (και διαισθανόμενα το ρίσκο) κάνουν πίσω. Εν τω μεταξύ δεν είναι και λίγοι οι ειδικοί που εκφράζουν την άποψη πως οι μεταξωτές κορδέλες είναι απλώς φύκια. «Είναι δυνατόν ο τελειομανής Ντα Βίντσι να ζωγράφισε κάτι σε αυτό το άθλιο κομμάτι ξύλο;» αναρωτιέται κάποιος. «Πιστεύετε ότι αυτός ο μάγος της ανατομίας έφτιαξε αυτά τα τόσο λάθος δάκτυλα;» ρωτάει κάποιος άλλος.
Με αυτά και μ’αυτά ο πίνακας μένει στα αζήτητα, ώσπου, το 2013, εμφανίζεται ένας Ελβετός έμπορος τέχνης, ονόματι Ιβ Μπουβιέ, ο οποίος αγοράζει το έργο για λογαριασμό του Ρώσου ολιγάρχη Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ (τον γνωρίσαμε και ως ιδιοκτήτη του Σκορπιού) ο οποίος θέλει να φτιάξει μια συλλογή με ό,τι καλύτερο υπάρχει εκεί έξω. Ο Μπουβιέ αγόρασε τον πίνακα περίπου 80 εκατομμύρια δολάρια και τον πούλησε στον Ριμπολόβλεφ 127 εκατομμύρια (!). Και υποτίθεται ότι ήταν συνεργάτες. Εδώ, η ταινία κάνει μια παρένθεση για να μας εξηγήσει τι ακριβώς είναι οι νεκρές αφορολόγητες ζώνες των αεροδρομίων και τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτές τις μυστηριώδεις αποθήκες που ανάμεσα στα άλλα φιλοξενούν έργα τέχνης αμύθητης αξίας (τα οποία κάποιες φορές λειτουργούν ως ξέπλυμα ή ως ενέχυρο για άλλες δραστηριότητες, όπως αποκαλύπτουν ερευνητές και δημοσιογράφοι). Για να μην τα πολυλογούμε, ο Ριμπολόβλεφ, κάποια στιγμή μαθαίνει ότι τον έριξε ο Μπουβιέ και γίνεται έξαλλος. Πρώτον τον καταστρέφει οικονομικά σε χρόνο ντε-τε και δεύτερον αρχίζει να ξεφορτώνεται όλους του πίνακες του (μιλάμε όντως για μια εκπληκτική συλλογή).
Έτσι φτάνουμε στην προτελευταία πράξη του δράματος, όπου ο «Salvador Mundi» εμφανίζεται επιτέλους, το 2017, σε μια αίθουσα δημοπρασιών. Έχει προηγηθεί μια άνευ προηγουμένου καμπάνια του οίκου Christie’s για να σπρώξει τον πίνακα όπου επιστρατεύεται εκτός των άλλων και ο Λεονάρντο ντι Κάπριο ανάμεσα σε γνωστούς και άγνωστους ανθρώπους που κοιτάζουν το έργο έτοιμοι να λιποθυμήσουν από συγκίνηση. Μια καμπάνια που έπιασε τόπο και με το παραπάνω καθώς, παρά τις μετριοπαθείς εκτιμήσεις για μια τιμή πώλησης γύρω στα 180 εκατομμύρια, ο «Χαμένος Λεονάρντο» κατέληξε στον καινούργιο του ιδιοκτήτη αντί του εξωφρενικού ποσού των 450 εκατομμυρίων δολαρίων, σπάζοντας κάθε ρεκόρ για πώληση έργου τέχνης. Ήταν η τελευταία φορά που κάποιος είδε τον πίνακα.
Ο πλειοδότης αποκαλύφθηκε πως ήταν ο τότε διάδοχος του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας πρίγκιπας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν ο οποίος έχει ως στόχο τη δημιουργία ενός παγκόσμιου κέντρου τέχνης στην χώρα του. Έναν χρόνο αργότερα, στον κατάλογο μιας μεγάλης έκθεσης για τον Ντα Βίντσι στο Λούβρο συμπεριλήφθηκε και ο «Σωτήρας του Κόσμου» αλλά στην ίδια την έκθεση δεν εμφανίστηκε ποτέ. Ο δε κατάλογος, όπου αναφερόταν πως τα εργαστήρια του Λούβρου είχαν πιστοποιήσει ότι όντως πρόκειται για έργο του Ντα Βίντσι, εξαφανίστηκε από προσώπου Γης. Όπως και ο ίδιος ο πίνακας από τότε.
Μέσα σε 100 λεπτά, πέρα από τη γραμμική και κλιμακούμενη αφήγηση της εν λόγω ιστορίας, γίνεται σαφώς η προσπάθεια να ειπωθούν κάποιες αλήθειες που κυκλοφορούν γενικά και ειδικά στον χώρο της τέχνης και που λίγη σχέση έχουν με την ίδια την τέχνη. Δημοσιογράφοι, κριτικοί και ερευνητές είναι εξαιρετικά άμεσοι και αποκαλυπτικοί, όταν αναφέρονται στο πως αλλάζουν χέρια τα έργα τέχνης, ποια είναι τα παρασκήνια των δημοπρασιών, πως παίζεται το οικονομικό παιχνίδι και πού ενδεχομένως βρίσκονται κάποια διάσημα έργα που αγνοούνται. Οι άμεσα εμπλεκόμενοι εμμένουν στην υποκειμενική, κυνική (και στην περίπτωση της Μοντεστίνι ιδιαίτερα συναισθηματική) οπτική των πραγμάτων. Πάντως σε τελική ανάλυση, το «The Lost Leonardo» είναι ένα θρίλερ για το χρήμα και την εξουσία, δυο έννοιες που μάλλον ο ορίτζιναλ «Σωτήρας του Κόσμου» (ο οποίος απεικονίζεται στον εν λόγω πίνακα, ανεξαρτήτως του ποιος τον ζωγράφισε) δεν είχε και σε μεγάλη υπόληψη.
Η ταινία προβλήθηκε το καλοκαίρι του 2021 στο Φεστιβάλ της Tribeca και ακολούθως βρήκε διανομή σε Ηνωμένες Πολιτείες (τον Αύγουστο) και στο Ηνωμένα Βασίλειο (τον Σεπτέμβριο). Αυτή τη στιγμή είναι διαθέσιμη σε Amazon, I Tunes και Dogwoof on Demand ενώ θα είναι διαθέσιμη για streaming σε πλατφόρμες σε λίγο καιρό.