Ο Βασίλης Ντούπας γράφει για τη δουλειά του σημαντικού βρετανού γλύπτη Philip King που πέθανε πρόσφατα, σε ηλικία 87 ετών.
Στις 27 Ιουλίου πέθανε ο βρετανός γλύπτης Phillip King. H είδηση πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων και των περιοδικών τέχνης, αν και όλοι αναγνωρίζουν ότι ο King ήταν ένας τους σημαντικότερους εκπροσώπους της νέας γλυπτικής της δεκαετίας του ‘60.
Γεννημένος στην Τύνιδα της Τυνησίας το 1934, άρχισε να ενδιαφέρεται σοβαρά για την τέχνη τη δεκαετία του ᾽50, στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας όταν βρέθηκε για αρκετό χρόνο στο Παρίσι κι έκανε μια πολύωρη επίσκεψη στο Λούβρο. Ο King σπούδασε γλώσσες στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και μετά μπήκε στο Central St Martin’s School of Art, όπου είχε καθηγητή και μέντορα τον Anthony Caro. Οι δύο καλλιτέχνες ήταν συνομήλικοι και η διαδρομή τους είχε πολλές κοινές αναφορές(ήταν και οι δύο βοηθοί του Henry Moore). Οι καλλιτεχνικές αναζητήσεις τους τους έφεραν πολύ κοντά κι έτσι ο Phillip King άρχισε να διδάσκει στο St. Martin’s.
Τη δεκαετία του ᾽60 οι δύο καλλιτέχνες, καθώς και κάποιοι άλλοι καλλιτέχνες όπως ο William Tucker, όλοι προερχόμενοι από τον κύκλο του Caro, αποτελούσαν τη «νέα γενιά »της βρετανικής γλυπτικής. Ο όρος προέκυψε από μια σειρά εκθέσεων στην Whitechapel Gallery του Λονδίνου και κατοχυρώθηκε με την έκθεση «Primary Structures» που επιμελήθηκε ο Kynaston ΜcShine στο Εβραικό Μουσείο της Νέας Υόρκης την άνοιξη του 1966. Η έκθεση έφερε το έργο νεότερων τότε Αμερικανών καλλιτεχνών σε διάλογο με μια σειρά Βρετανών γλυπτών, που είχαν παρόμοιες ανησυχίες όσον αφορά στην κλίμακα, τη φόρμα και τη χρήση βιομηχανικών υλικών. Η έκθεση παρουσίασε το έργο των Phillip King και Anthony Caro σε διάλογο με εκείνο των Carl Andre, Donald Judd και John McCracken ανάμεσα σε άλλους καλλιτέχνες που ενστερνίζονταν μια καθαρή, μινιμαλιστική προσέγγιση της γλυπτικής.
Ο King δεν ήταν πάντοτε υπέρμαχος της αφαίρεση. Ενα ταξίδι στην Ελλάδα, όπου έμεινε για πάνω από τρεις μήνες, τον έκανε να δει τα μνημεία της χώρας με άλλο μάτι και να αντιμετωπίσει τα υλικά ως αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης, αυθύπαρκτα και με ειδικό βάρος, που δε χρειάζεται βερμπαλισμούς και φτιασιδώματα. Γυρνώντας πίσω στο Λονδίνο δημιούργησε το έργο Declaration, ένα έργο-statement με αναφορές στην καθαρότητα της ελληνικής γλυπτικής και στο αστικό τοπίο του Λονδίνου.

Phillip King,And the Birds Began to Sing, 1964 steel/plastic
Η δεκαετία του ᾽60 είναι η περίοδος της μεγάλης ακμής του Phillip King. Ένα από τα πιο γνωστά του έργα, το Rosebud (1962) αγοράστηκε από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νἐας Υόρκης, την περίοδο που διευθυντής του μουσείου ήταν ο Alfred H. Βarr. Εκείνη την περίοδο έδειχνε δουλειά του σε μεγάλες εκθέσεις σε όλο τον κόσμο: συμμετείχε στη Documenta στο Kάσελ δύο φορές, το 1964 και το 1968, και το 1968 εκπροσώπησε τη Βρετανία στη Μπιενάλε της Βενετίας.
Δεν ήταν ο καλλιτέχνης που έβρισκε ενδιαφέροντα και φωνή μόνο μέσα από τη δουλειά του. Αντιθέτως, τον ενδιέφερε πολύ η παιδαγωγική διαδικασία και ως διδάσκων ταξίδεψε από την Αυστραλία ως την Αμερική. Εβλεπε πάντοτε τον εαυτό του ως διεθνιστή, με την έννοια ότι επιδίωκε να μαθαίνει και να συνομιλεί με διαφορετικές κουλτούρες. Σιγά-σιγά η δουλειά του στράφηκε σε πιο μυστηριακά θέματα, διατηρώντας πάντα την αίσθηση της χαράς και της έκπληξης που δίνει η τέχνη. Το 1981 είχε μια μεγάλη αναδρομική στη Hayward Gallery ενώ το 2004 είχε μια μεγάλη παρουσίαση στην Tate Britain, που έχει στη συλλογή της και πολλά από τα έργα του. Τα τελευταία χρόνια τον γοήτευε η ισλαμική αρχιτεκτονική, αλλά και γενικότερα η αφαίρεση της Μέσης Ανατολής, ενώ καταπιάστηκε με την κεραμική, επηρεασμένος από την τεχνοτροπία της Ιαπωνίας.
Μια γλυκιά ανοιξιάτικη βραδιά του 2019, είχα την τύχη να επισκεφτώ το στούντιο του στο Λονδίνο. Εκείνο το βράδυ είχε τη διάθεση να μοιραστεί προσωπικές ιστορίες. Μιλούσε για τόπους και χρώματα με μια ανεπιτήδευτη γοητεία. Ο ενθουσιασμός και η απλότητα με την οποία προσέγγιζε το μυστήριο της ζωής και της τέχνης είναι ακόμα νωπά στη μνήμη μου και ελπίζω κάποια στιγμή να δούμε μια παρουσίαση της δουλειάς του και στη χώρα μας, που τον ενέπνευσε ουσιαστικά και είχε καταλυτική επίδραση στο έργο του.