Ο «κυνηγός» κλεμμένων αρχαιοτήτων Χρήστος Τσιρογιάννης εντόπισε δύο ύποπτα αντικείμενα σε κατάλογο των Christie’s.
Αν μπείτε στο site του οίκου Christie’s και συγκεκριμένα στη σελίδα της δημοπρασίας που θα γίνει στη Νέα Υόρκη στις 12 Απριλίου, με αρχαία ελληνικά, ρωμαϊκά, αιγυπτιακά και μεσανατολικά αντικείμενα, θα διαπιστώσετε πως τα lots 76 και 90 απουσιάζουν. Ο λόγος είναι ότι τα δυο αυτά αντικείμενα, ένα αρχαιοελληνικό αγγείο και ένα ρωμαϊκό κράνος ιππικού αντίστοιχα, αποσύρθηκαν από τον κατάλογο ως ύποπτης προέλευσης μετά από καταγγελία του ειδικού ερευνητή σε θέματα αρχαιοκαπηλίας, αρχαιολόγου Χρήστου Τσιρογιάννη.
Σύμφωνα με τον Τσιρογιάννη, ο οποίος είναι αναπληρωτής καθηγητής και ερευνητής στο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών του Πανεπιστημίου του Άαρχους στη Δανία, το αγγείο, ένας αμφορέας τύπου Nolan (όνομα που προέρχεται από την πόλη Νόλα, κοντά στη Νάπολη της Ιταλίας) που χρονολογείται γύρω στο 450 π.Χ., εντοπίζεται σε στοιχεία που αφορούν στον καταδικασθέντα έμπορο αρχαιοτήτων Gianfranco Becchina μέσω των φωτογραφικών του αρχείων, τα οποία κατασχέθηκαν από τις ελβετικές αρχές το 2001 και παραδόθηκαν στην ιταλική αστυνομία. Αντιστοίχως, το κράνος, λέει, εντοπίζεται στα φωτογραφικά αρχεία του Robert Hecht, ο οποίος το 1972 πούλησε τον κρατήρα Ευφρονίου στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, ένα τεχνούργημα που αργότερα διαπιστώθηκε ότι είχε κλαπέι από την Ιταλία και το οποίο επέστρεψε εκεί το 2008. Ο Hecht δικάστηκε το 2005 για φερόμενη συμμετοχή σε αρχαιοκαπηλία, αλλά ουδέποτε καταδικάστηκε. Παρά το γεγονός αυτό, βρισκόταν για χρόνια υπό την υποψία ότι διοχέτευε λεηλατημένα αντικείμενα σε μουσεία με μια ομάδα συνσυνωμότων, συμπεριλαμβανομένου του καταδικασμένου Ιταλού έμπορου αρχαιοτήτων Τζάκομο Μέντιτσι.
Όπως αναφέρει το The Art Newspaper UK, o Χρήστος Τσιρογιάννης, ο οποίος εδώ και πάνω από 15 χρόνια ερευνά συστηματικά για κλεμμένες αρχαιότητες και φροντίζει για τον επαναπατρισμό τους, αναγνωρίζει ότι σε αρχεία που δεν είναι δημόσια διαθέσιμα είναι δύσκολο να ερευνηθούν «ύποπτα» κομμάτια αλλά από την άλλη δηλώνει ότι «είναι σύνηθες να προσφέρουν οι οίκοι δημοπρασιών αντικείμενα χωρίς να ελέγχουν σε βάθος την προέλευση τους».
Ο οίκος Christies, ο οποίος στο παρελθόν είχε δηλώσει ότι σε ανάλογη περίπτωση «η ιταλική αστυνομία δεν απάντησε σε συγκεκριμένα αιτήματα», λέει τώρα μέσω εκπροσώπου ότι «σε καμία περίπτωση ο οίκος Christie’s δεν θα πρόσφερε εν γνώσει του ένα έργο τέχνης όπου υπάρχουν βάσιμες ανησυχίες σχετικά με την προέλευση ή την αυθεντικότητα του. Αφιερώνουμε σημαντικούς πόρους στη διερεύνηση της προέλευσης των έργων που προσφέρουμε προς πώληση. Στην περίπτωση της επερχόμενης πώλησης αυτών των δυο αντικειμένων, η έρευνα που πραγματοποιήσαμε δεν μας έδωσε λόγο να πιστεύουμε ότι κάποια από αυτές τις παρτίδες προέρχεται από παράνομη πηγή ή ότι η πώληση θα ήταν αντίθετη με την ισχύουσα νομοθεσία. Η έρευνα για αυτά τα αντικείμενα συνεχίζεται».