Πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στους «ματωμένους θησαυρούς» του Βρετανικού Μουσείου και όχι στα αποτελέσματα του ενδο-ευρωπαϊκού «bullying»» λέει η κα Elizabeth Marlowe.
Καθώς το θέμα των γλυπτών του Παρθενώνα έρχεται ξανά στην επικαιρότητα, μέσα από δημοσιεύματα για τις συνθήκες παρουσίασης τους αλλά και το κάλεσμα της διακυβερνητικής επιτροπής της UNESCO να ξεκινήσουν οι συνομιλίες μεταξύ Βρετανίας και Ελλάδας για την αποκατάσταση τους, το Bρετανικό Mουσείο βρίσκει κατά κάποιον έμμεσο τρόπο έναν αναπάντεχο «σύμμαχο». Η Elizabeth Marlowe καθηγήτρια στο Colgate Univercity της Νέας Υόρκης διατυπώνει με πρόσφατο άρθρο της στο Hyperallergic την άποψη πως δεν είναι σωστό το timing για την επιστροφή των Ελγίνειων (αυτόν τον όρο χρησιμοποιεί) καθώς θεωρεί πως προτεραιότητα έχουν τα «ματωμένα λάφυρα» της αποικιοκρατίας και ειδικά ο θησαυρός της Maqdala της Αβησσυνίας και τα Χάλκινα του Μπενίν, τα οποία αμφότερα έχουν «αποσπαστεί» (για να το πούμε ευγενικά) στη διάρκεια βίαιων γεγονότων, πράγμα που δεν συνέβη, όπως αναφέρει, με τα μάρμαρα του Παρθενώνα.
«Τα τελευταία τρία χρόνια» γράφει η Marlowe, «η Γαλλία, η Ολλανδία, η Γερμανία και το Βέλγιο έχουν συγκροτήσει επιτροπές και έχουν εκδώσει εκθέσεις σχετικά με τις αποικιακές συλλογές στα εθνικά τους μουσεία. Αν και διαφέρουν ως προς τις λεπτομέρειες και το επείγον του χαρακτήρα τους, όλοι δηλώνουν ότι οι πιο τρανταχτές περιπτώσεις αποκατάστασης αφορούν «λάφυρα πολέμου»: αντικείμενα δηλαδή που κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια στρατιωτικών ενεργειών, αντικείμενα με “αίμα πάνω τους”. Και κάθε μία από αυτές τις χώρες έχει στην ιστορία της πολλά τέτοια παραδείγματα».

Από τα “Χάλκινα του Μπενίν”
Σύμφωνα με την Marlowe, τα δυο πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα συλλογών του Βρετανικού Μουσείου αφορούν στους «Θησαυρούς της Maqdala» και στα «Χάλκινα του Μπενίν». Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με λεηλασίες του βρετανικού στρατού το 1868 στα αυτοκρατορικά ανάκτορα της Αβησσυνίας για την απελευθέρωση μερικών Βρετανών ομήρων. Μετά την επιχείρηση, η οποία είχε ως αποτέλεσμα εκατοντάδες ντόπιους νεκρούς και την αυτοκτονία του αυτοκράτορα Tewodros II, χρειάστηκαν 15 ελέφαντες και 200 μουλάρια για να μεταφέρουν τα λάφυρα που «απαλλοτριώθηκαν». Από την άλλη, τα «Χάλκινα του Μπενίν» κατασχέθηκαν από το παλάτι της χώρας το 1897, όταν οι Βρετανοί, δυσαρεστημένοι από τους εμπορικούς περιορισμούς που επέβαλε ο βασιλιάς Ento, έστειλαν 1.400 ένοπλους να επιβάλλουν την τάξη. Η τάξη επανήλθε με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, εκτεταμένες καταστροφές και την «κατάσχεση» χιλιάδων αντικειμένων από μπρούτζο και ελεφαντόδοντο από τα οποία 900 βρίσκονται τώρα στο Βρετανικό Μουσείο και πολλά άλλα σε διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο.
Και οι δύο συλλογές, λέει η Marlowe, είναι αποτέλεσμα γνωστών και συγκεκριμένων φρικαλεοτήτων. Αντιθέτως, στα μάρμαρα του Παρθενώνα δεν υπάρχει αίμα: «αφαιρέθηκαν μεν αφού «ο Έλγιν εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τη θέση του ως πρεσβευτής, αλλά από άοπλους άντρες, κατά τη διάρκεια 12 ετών και με την ευλογία των οθωμανικών αρχών». Επομένως, καταλήγει, «το ερώτημα που πρέπει πραγματικά να θέσουμε είναι το εξής: δεδομένης της αδιαμφισβήτητης βαρβαρότητας που συνόδευσε τη βρετανική λεηλασία στο Μπενίν και τη Maqdala, και τις πολύχρονες εκστρατείες των απογόνων αυτών των κοινοτήτων για να ανακτήσουν τα βασιλικά και ιερά υπάρχοντά τους, γιατί η έντονη εστίαση στο “Ελγίνεια” όλα αυτά τα χρόνια; Γιατί είναι εκείνα τα αντικείμενα των οποίων η αποκατάσταση συζητείται σε χώρους υψηλού κύρους, υποστηρίζεται από δεκάδες διεθνείς επιτροπές και από διασημότητες και η UNESCO ασχολείται με αυτά — και όχι η αποκατάσταση των αφρικανικών συλλογών που κατασχέθηκαν κατά τη διάρκεια φρικτών επεισοδίων αποικιακής βίας;»
Και ερχόμαστε στο κερασάκι του άρθρου: «Η διατήρηση των γλυπτών του Παρθενώνα στο Λονδίνο είναι ένα λάθος που κάνει ένας αυτοαποκαλούμενος κληρονόμος της κλασικής παράδοσης σε έναν άλλο αυτοαποκαλούμενο κληρονόμο της κλασικής παράδοσης, δηλαδή μια πράξη ενδοοικογενειακού εκφοβισμού». Που σημαίνει, σύμφωνα με το σκεπτικό της αρθρογράφου «ότι είναι ένα λάθος που κάνουν οι λευκοί στους λευκούς, και γι’ αυτό το θέμα χρήζει περισσότερης συμπάθειας» … «Η επιστροφή των γλυπτών σήμερα απλώς θα ενίσχυε την αποικιακή αρχή ότι τα μουσεία είναι μέρη όπου η Δύση εκθέτει τους πολιτιστικούς θησαυρούς του «παγκόσμιου Νότου». Και αυτή η αρχή είναι απαράδεκτη».
Αν καταλαβαίνουμε σωστά, κάνοντας μια σύνοψη, αυτό που προφανώς εννοεί η κα Marlowe είναι ότι οι συγκεκριμένες αρχαιότητες απαλλοτριώθηκαν υπό «κανονικές συνθήκες» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), ότι ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός στην περίπτωση μας δεν ισχύει, ότι δεν έχει και τόση σημασία σε ποιο μέρος εκτίθενται τα γλυπτά, αφού ούτως ή άλλως Ευρώπη είναι και εδώ, Ευρώπη είναι και εκεί, και ότι επίσης σε κάθε περίπτωση, αν επιστραφούν τώρα τα μάρμαρα υποβαθμίζονται ή ακυρώνονται άλλα «δικαιότερα» αιτήματα για επιστροφή θησαυρών στις χώρες που ανήκουν. To «αυτοαποκαλούμενοι κληρονόμοι της κλασικής παράδοσης» ας μη το σχολιάσουμε. Ας ελπίσουμε τουλάχιστον ότι το εν λόγω άρθρο δεν θα προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Ελλάδας και Αιθιοπίας για το ποια εκθέματα θα πάρουν πρώτα διαβατήριο για την πατρίδα.