Η «Παλαιολιθική κατοίκηση της Κρήτης» είναι επαρκώς τεκμηριωμένη;

Η αρχαιότερη κατοίκηση της Κρήτης τοποθετούνταν στις αρχές της 7ης χιλιετίας, μέχρις ότου νεότερες έρευνες «έδειχναν» χρονικό διάστημα πολύ πριν. Ποια είναι η αλήθεια;

Σημαντικός αριθμός ανακαλύψεων που τοποθετούν την αρχαιότερη κατοίκηση της Κρήτης στη Μέση ή ακόμη και την Κατώτερη Παλαιολιθική, δηλαδή πολλές δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιετίες νωρίτερα, άλλαξε την έως τότε παγιωμένη εικόνα. Οι ανακοινώσεις έγιναν προς τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Όπως είπε ο έφορος αρχαιοτήτων Ανδρέας Ι. Ντάρλας τα πορίσματα αυτών των ερευνών αποτέλεσαν «επανάσταση» στις μέχρι τότε γνώσεις μας για τον εποικισμό της Κρήτης, την εμφάνιση της ναυσιπλοΐας στη Μεσόγειο, ακόμη και για τις οδούς της εξάπλωσης του ανθρώπου προς την Ευρώπη. Ανέτρεπαν όλες τις προηγούμενες σχετικές θεωρίες και εισήγαγαν το «μοντέλο» της πρώιμης κατοίκησης της Κρήτης. Ηταν όμως σωστά;

Ο κ. Ντάρλας μιλώντας στο Κρητολογικό Συνέδριο σημείωσε: «Πρόκειται για τις ανακαλύψεις στη Γαύδο (2006), το Λουτρό Σφακίων (2008), τον Πλακιά (2010), το Δαμνόνι (2013), το Λιβάρι Σκιάδι (2016), και τη νέα ερμηνεία των γνωστών εγχάρακτων βραχογραφιών του Ασφένδου (2018).»

Όπως είναι φυσιολογικό, κάθε νέα πληροφορία που έρχεται σε αντίθεση με τη σωρευμένη και καθιερωμένη γνώση εγείρει επιφυλάξεις, αμφιβολίες και αντιρρήσεις. Συνήθως απαιτείται ένα ικανό χρονικό διάστημα για να κατανοηθεί, να επαληθευθεί και να γίνει οριστικά αποδεκτή ή, αλλιώς, να απορριφθεί. Έτσι, λοιπόν, μια δεκαετία μετά τις συνταρακτικές ανακοινώσεις για την παλαιολιθική κατοίκηση της Κρήτης, οι συνθήκες είναι πλέον ώριμες για μια συνολική και κριτική εξέταση του θέματος.

«Η εξέταση αυτή» ανέφερε ο ομιλητής, «πιστεύω ότι θα πρέπει να έχει ως βασικά κριτήρια τους δύο κύριους πυλώνες κάθε αρχαιολογικής έρευνας, την ύπαρξη διαγνωστικών ευρημάτων και την ασφαλή στρωματογραφική τους προέλευση. Και όσο μεν αφορά τη σημασία που έχει η ασφαλής στρωματογραφική προέλευση των αρχαιολογικών ευρημάτων, δεν χρειάζεται συζήτηση.

Όσον αφορά, όμως, τη διαγνωστική αξία των λίθινων τέχνεργων, που είναι σχεδόν αποκλειστικά τα ευρήματα των συγκεκριμένων ερευνών, θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο λίθος είναι ένα πολύ συντηρητικό υλικό, του οποίου τα βασικά χαρακτηριστικά της κατεργασίας παραμένουν ίδια στο πέρασμα του χρόνου. Το μεγαλύτερο μέρος των προϊόντων της κατεργασίας του λίθου έχουν τα ίδια βασικά τεχνο-μορφολογικά γνωρίσματα από την αρχή της Παλαιολιθικής Εποχής μέχρι του ιστορικούς χρόνους.

Αντίθετα απ’ ότι πιστεύεται συνήθως, τα λίθινα τέχνεργα που βρίσκονται εκτός στρωματογραφικής συνάφειας πολύ σπάνια μπορούν να χρησιμεύσουν ως ασφαλή διαγνωστικά ευρήματα.»

Υπογραμμίζοντας πως η ανεύρεση ενός μόνο λίθινου τέχνεργου και μάλιστα εκτός στρωματογραφικής συνάφειας σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί ασφαλές διαγνωστικό στοιχείο, ο Ανδρέας Ντάρλας παρουσίασε μία- μία τις ανακαλύψεις.

Τόνισε πως κανένα εύρημα «δεν είναι διαγνωστικό με ασφάλεια της Παλαιολιθικής Εποχής ούτε βρέθηκε κανένα πραγματικό τέχνεργο μέσα σε πλειστοκαινικά στρώματα. Τελικά, για κανένα εύρημα δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι χρονολογείται από τη Νεολιθική Εποχή και εντεύθεν.» Χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα «να έχει κατοικηθεί η Κρήτη από την Παλαιολιθική Εποχή» ο κ. Ντάρλας  υποστηρίζει ότι η κατοίκηση αυτή δεν έχει αποδειχθεί. Εξάλλου, η απουσία αποδείξεων σε καμία περίπτωση δεν συνιστά απόδειξη απουσίας. Αυτές οι αποδείξεις αναμένονται.

«Με αυτά τα δεδομένα, θεωρώ ότι η αποδεδειγμένα αρχαιότερη κατοίκηση της Κρήτης εξακολουθεί να είναι αυτή που μαρτυρείται από το ανεσκαμμένο ακεραμικό στρώμα της Κνωσσού, στις αρχές της 7ης χιλιετίας» κατέληξε.

Όπως είπε, τα επιφανειακά ευρήματα  συγκεκριμένης έρευνας στη Γαύδο, δίχως κανένα ασφαλές διαγνωστικό χαρακτηριστικό, δεν αρκούν για να τεκμηριώσουν την παλαιολιθική κατοίκησή της. Το ίδιο ισχύει και για το «Λουτρό» της Ανώπολης, όπου ο αρχαιολόγος πιστεύει πως 22 λίθινα τέχνεργα, όλα επιφανειακά, δεν παρουσιάζουν κανένα ίχνος κατεργασίας που να αποδεικνύει τη σκόπιμη κατασκευή τους. Πρόκειται αναμφισβήτητα για ψευδοτέχνεργα. Εξάλλου, σε μια τόσο απότομη πλαγιά τίποτα δεν μπορεί να έχει διατηρηθεί στη θέση του για δεκάδες χιλιάδες χρόνια, από την Κατώτερη Παλαιολιθική μέχρι σήμερα.

 

Πλακιάς

Η επιφανειακή έρευνα στην περιοχή του Πλακιά, γύρω από τις εκβολές του φαραγγιού της Πρέβελης, διενεργήθηκε τα έτη 2008-2009, με αρχικό σκοπό να αναζητηθούν μεσολιθικές θέσεις. Σύμφωνα με τη δημοσίευση των πορισμάτων της έρευνας, εντοπίστηκαν όχι μόνο μεσολιθικές θέσεις, αλλά και πολλά ευρήματα της Παλαιολιθικής Εποχής και δη της Κατώτερης Παλαιολιθικής, που πιστοποιούν την κατοίκηση του νησιού, συνεπώς και την άσκηση ναυσιπλοΐας στη Μεσόγειο, ήδη από το Μέσο Πλειστόκαινο, πριν από 130.000 χρόνια τουλάχιστον.

Συνολικά αναγνωρίστηκαν 28 θέσεις και συλλέχτηκαν πάνω από 2.000 λίθινα τέχνεργα, τα οποία αποδόθηκαν σε δύο πρώιμες λιθοτεχνίες: μία μεσολιθική και μία παλαιολιθική.

Ωστόσο, «όλες σχεδόν οι εκτάσεις που απέδωσαν τα ευρήματα έχουν υποστεί έντονη διατάραξη από την εντατική καλλιέργεια καθώς και από χωματουργικές εργασίες. Είναι κατάσπαρτες, όχι μόνο επιφανειακά αλλά και σε βάθος, από θραύσματα χαλαζία όλων των μεγεθών: από μεγάλους βράχους έως τεμάχια μερικών χιλιοστών. Όπως είναι φυσιολογικό, σε τέτοιες συνθήκες, συναντά κανείς πολλά ψευδοτέχνεργα.»

Το γενικό του συμπέρασμα για τη συγκεκριμένη θέση είναι πως: Κανένα εύρημα από την έρευνα στον Πλακιά δεν είναι τέχνεργο που να μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα στην Παλαιολιθική Εποχή. Τα περισσότερα έχουν βρεθεί επιφανειακά και είναι προϊόντα φυσικών διαδικασιών, δηλαδή ψευδοτέχνεργα (geofacts). Εν κατακλείδι, σε καμία περίπτωση τα ευρήματα της έρευνας στον Πλακιά δεν τεκμηριώνουν την παλαιολιθική κατοίκηση της Κρήτης.

 

Δαμνόνι 3

Από τις μεσολιθικές θέσεις που εντοπίστηκαν στην περιοχή του Πλακιά, η θέση Δαμνόνι 3 επιλέχτηκε ως η πλέον κατάλληλη για ανασκαφική διερεύνηση, ανασκαφή η οποία διενεργήθηκε το 2011 και 2013.

Η θέση είναι ένα κεκλιμένο πλάτωμα μπροστά από ένα αβαθές σπήλαιο. Σε όλη την έκταση της ανασκαφής διακρίθηκαν τρία στρώματα, συνολικού πάχους περίπου 40 εκ. που κάλυπταν το βραχώδες υπόβαθρο. Όλα περιείχαν αρχαιολογικά κατάλοιπα.

Η λιθοτεχνία χαρακτηρίστηκε ως μικρολιθική και θεωρήθηκε τυπική της Αιγαιακής Μεσολιθικής. Ως πρώτη ύλη έχει χρησιμοποιηθεί κατά το μέγιστο μέρος τοπικός χαλαζίας. Τα ευρήματα περιλαμβάνουν και 9 τέχνεργα από οψιανό της Μήλου, τα οποία θεωρήθηκαν ως απόδειξη κυκλοφορίας του οψιανού και, συνεπώς, απόδειξη άσκησης της ναυσιπλοϊας στην Κρήτη κατά τη Μεσολιθική περίοδο.

Ωστόσο και σ’ αυτή την περίπτωση, η εξέταση των δεδομένων της έρευνας αλλά και των ίδιων των ευρημάτων εγείρει σοβαρότατες αμφιβολίες και ερωτήματα. «Γενικά» σημείωσε ο ομιλητής, «τα λίθινα τέχνεργα δεν έχουν διαγνωστικά χαρακτηριστικά της Μεσολιθικής και ειδικότερα, δεν περιλαμβάνουν καθόλου γεωμετρικούς μικρόλιθους, τα κατ’ εξοχήν διαγνωστικά εργαλεία της Μεσολιθικής. Απλώς είναι πολύ μικρά και συχνά φέρουν δευτερογενή επεξεργασία.»

Θεωρεί πως  τα ευρήματα της ανασκαφής στη θέση Δαμνόνι 3 είναι σε δευτερογενή απόθεση, προερχόμενα από το υπερκείμενο σπήλαιο, το οποίο αρχικά περιείχε πολύ περισσότερες επιχώσεις της Εποχής του Χαλκού, οι οποίες όμως αποσαθρώθηκαν λόγω της διάβρωσης και διασκορπίστηκαν, μαζί με το αρχαιολογικό περιεχόμενο, στο πλάτωμα μπροστά από το στόμιό του.

Στη θέση Λιβάρι,  μικρά πυριτολιθικά τέχνεργα, που διαφέρουν τεχνολογικά από τις λεπίδες οψιανού, διαχωρίστηκαν από αυτές. «Και καθώς παρουσιάζουν ομοιότητες με τα μικρολιθικά ευρήματα του Πλακιά και εκείνα από το Δαμνόνι, τα οποία είχαν αναγνωριστεί και δημοσιευτεί πρόσφατα ως μεσολιθικά, υπό το φως και την επίδραση εκείνων των δημοσιεύσεων αποδόθηκαν και αυτά στη Μεσολιθική. Καθώς όμως δεν βρέθηκαν σε αδιατάρακτο στρώμα αλλά ούτε υπήρχε κανένα μεσολιθικό στρώμα στην περιοχή, επινοήθηκε ένα υποθετικό μεσολιθικό στρώμα, το οποίο θα υπήρχε μέσα στη διπλανή βραχοσκεπή και το οποίο θα αφαίρεσαν οι ίδιοι οι Μινωίτες, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τη βραχοσκεπή ως τάφο.

Συναντούμε και εδώ ένα παρόμοιο αφήγημα με εκείνο που επινοήθηκε για την προέλευση των καταλοίπων στο Δαμνόνι. Σε κάθε περίπτωση, καθώς διαπιστώνονται πολλές ομοιότητες με τη λιθοτεχνία από το Δαμνόνι, υπάρχει ισχυρός λόγος να αποδώσουμε και αυτή από το Λιβάρι στην ίδια περίοδο, δηλαδή στην Εποχή του Χαλκού.»

 

Ασφένδου

Στο μικρό σπήλαιο του Ασφένδου Σφακίων υπάρχουν πολλές βραχογραφίες, στη θεματολογία των οποίων κυριαρχούν τα πλοία, τα τετράποδα και τα γεωμετρικά σχήματα. Μέχρι πρόσφατα οι βραχογραφίες αυτές αποδίδονταν στην Εποχή του Χαλκού, ενώ τα απεικονιζόμενα τετράποδα θεωρούνταν ότι αποδίδουν αίγαγρους, θέμα πολύ συνηθισμένο στη μινωική εικονογραφία. Πρόσφατα όμως υποστηρίχτηκε ότι οι παλαιότερες από τις εγχαράξεις τετραπόδων δεν απεικονίζουν αιγάγρους, αλλά, ένα είδος ενδημικού ελαφιού, του Candiacervus,  το οποίο είχε ζήσει στην Κρήτη κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο αλλά είχε εξαφανιστεί στη Νεολιθική. Σε συνδυασμό λοιπόν με τις υπόλοιπες παλαιολιθικές ανακαλύψεις της Κρήτης και υπό την επήρεια των πρόσφατων δημοσιεύσεων, θεωρήθηκαν και αυτές οι βραχογραφίες ως παλαιολιθικές και, συνεπώς, ως μία ακόμη απόδειξη της παλαιολιθικής κατοίκησης της Κρήτης.

Ο κ. Ντάρλας πιστεύει πως δεν μπορεί να υποστηριχτεί ότι τόσο μικρές και άτεχνες εγχαράξεις αποδίδουν τόσο ρεαλιστικά στοιχεία ώστε να επιτρέπουν να αναγνωριστεί ακόμη και το υποείδος των ζώων. Ούτε, ακόμη, μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα να οφείλεται η διαφορά αυτή στον καλλιτέχνη που εκτέλεσε αυτές τις παλαιότερες εγχαράξεις.

 

.

 

TAGS