Αν δεν ήταν μια εύρωστη πόλη, η Ιωλκός δεν θα μπορούσε να στηρίξει την αργοναυτική εκστρατεία, ακόμη και ως μύθο. Οι ανασκαφές στο λιμάνι της μυκηναϊκής πόλης, στη Μαγούλα Πευκάκια, δείχνουν πολλά.
Την Ιωλκό τη θυμόμαστε όλοι, αφού από εκεί σύμφωνα με τον μύθο ξεκίνησε ο Ιάσωνας την Αργοναυτική εκστρατεία. Η έφορος αρχαιοτήτων Ανθή Μπάτζιου σκάβει εδώ και χρόνια το λιμάνι της προϊστορικής πόλης, στα Πευκάκια. Στις ανασκαφές μετέχει η καθηγήτρια Ιφιγένεια Τουρναβίτου και τα ευρήματά τους είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Δείχνουν πως επρόκειτο για ένα λιμάνι από όπου απέπλεαν και κατέπλεαν πλοία γεμάτα εμπορεύματα από κοντινά και μακρινά μέρη, κάτι που δείχνει σχέσεις της αρχαίας Ιωλκού με πολλές πόλεις ανά το Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Η Μαγούλα Πευκάκια, 1.5χλμ νότια της πόλης του Βόλου, γνωστός προϊστορικός οικισμός, που κατοικήθηκε από την Τελική Νεολιθική ως το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου, ανασκάφηκε από τους Δ. Θεοχάρη και Vl. Milojčić, κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 λέει η Ανθή Μπάτζιου στο Theartnewspaper.gr . Τα πρώτα σαφή στοιχεία για την ύπαρξη μυκηναϊκού οικισμού εκτός της ήδη ανασκαμμένης μαγούλας, εντοπίστηκαν από την ίδια το 1986-1987. Οι συστηματικές ανασκαφικές έρευνες μεταξύ 2006 και 2021, έφεραν στο φως τμήμα ενός εκτεταμένου παράλιου μυκηναϊκού οικισμού, με σημαντικές εμπορικές, και βιοτεχνικές δραστηριότητες. Η απότομη και οριστική εγκατάλειψη του οικισμού στο τέλος του 13 ου και στις αρχές του 12 ου αιώνα π.Χ., συμπίπτει με το τέλος της μυκηναϊκής Κοινής και την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων στη νότια Ελλάδα, αλλά και με την ίδρυση, κατοίκηση και εγκατάλειψη του σημαντικού οικιστικού κέντρου στο Διμήνι και στο Κάστρο (Παλαιά) Βόλου.
Ελληνιστικές επιχώσεις
Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της μυκηναϊκής περιόδου εντοπίσθηκαν κάτω από διαταραγμένες ελληνιστικές επιχώσεις και περιλαμβάνουν τμήματα τριών κτηριακών ενοτήτων, η τελευταία φάση των οποίων χρονολογείται στο τέλος του 13ου/αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. : το Κτήριο Α, το οποίο καταλαμβάνει το κεντρικό τμήμα , το Κτήριο Β, στα ανατολικά αυτού και το Εργαστήριο Πορφύρας στα ΝΔ του ανασκαμμένου χώρου. Τα αποκαλυφθέντα κτηριακά κατάλοιπα χωροθετούνται στα νότια μυκηναϊκού δρόμου.
Το κτηριακό σύνολο Α, καταλαμβάνει την κεντρική θέση του ανασκαμμένου συνόλου. Αποτελείται από δύο μεγάλα ορθογώνιας κάτοψης δωμάτια, και δύο πτέρυγες μικρότερων δωματίων στα βόρεια και στα νότια, οι οποίες προστέθηκαν σταδιακά στον κεντρικό πυρήνα. Τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά των δύο κεντρικών δωματίων δείχνουν ιδιαίτερα επιμελημένη κατασκευή και διασώζουν πήλινα επιτοίχια επιχρίσματα, τμήματα πλακόστρωτου δαπέδου, εστία, ίχνη μίας ξύλινης ορθογώνιας κατασκευής, ενώ εντύπωση προκαλεί η απουσία κινητών ευρημάτων, γεγονός που πιθανότατα συνδέεται με τις συνθήκες εγκατάλειψης του κτιρίου. Η κεντρική πτέρυγα δεν χρησιμοποιήθηκε κατά την τελευταία φάση κατοίκησης του οικισμού, και η νότια είσοδός του προς τον υπαίθριο χώρο, σφραγίστηκε με μία μεγάλη λίθινη πλάκα.
Τμήμα δεύτερης οικιστικής μονάδας, Κτήριο Β, ανατολικά της πρώτης, σώζεται αποσπασματικά, εξ΄ αιτίας της σχεδόν ολοκληρωτικής καταστροφής της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Ανασκάφηκαν δύο χώροι με είσοδο στη ΒΔ γωνία, προς τον δρόμο. Αρκετά αγγεία πόσης, μαγειρικά σκεύη, ειδώλια γυναικεία και ζωόμορφα, καθώς και λίθινα εργαλεία σώθηκαν πάνω στα δάπεδα της οικίας.
Εργαστήριο πορφύρας
Η έφορος αρχαιοτήτων σημειώνει πως στο ΝΔ άκρο του ανασκαμμένου τμήματος του οικισμού, ανασκάφηκε ίσως το σημαντικότερο όλων των μέχρι τώρα ανασκαμμένων κτιρίων, που λειτουργούσε ως εργαστήριο επεξεργασίας πορφύρας, ένα από τα ελάχιστα τέτοια εργαστήρια στο Αιγαίο την Εποχή του Χαλκού. Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, το εργαστήριο διαθέτει συνολικά τέσσερις χώρους και ένα διάδρομο. Υπάρχει το ενδεχόμενο της ύπαρξης επί πλέον χώρων προς τα ΝΔ όπου δεν έχει ακόμη προχωρήσει η ανασκαφική έρευνα.
Στο εσωτερικό του μεγαλύτερου, νοτιότερου χώρου (20-21τμ), έχουν εντοπισθεί εγκαταστάσεις επεξεργασίας πορφύρας, μία ορθογώνια εστία κατασκευασμένη από μάζες πηλού, οι οποίες έφεραν έντονα ίχνη καύσης, και χαμηλή, ελλειψοειδής πήλινη κατασκευή στην άνω επιφάνειά της, στο εσωτερικό της οποίας εντοπίσθηκε πήλινη λάρνακα. Περιοχή με έντονα ίχνη καύσης, μελανό, καμένο χώμα, στάχτες και τμήματα απανθρακωμένου ξύλου, προφανώς χώρος απόθεσης στάχτης από την εστία, αποκαλύφθηκε νότια της τελευταίας. Η εστία, η λίθινη τράπεζα εργασίας, αλλά και ο κινητός εξοπλισμός, με εργαλεία όπως λίθινα τριβεία και τριπτήρες, χάλκινες βελόνες, πήλινα σκεύη που σχετίζονται με εξειδικευμένες εργασίες αποθήκευσης, βρασμού, κ.α., αποτελούν τεκμήρια για την ύπαρξη ενός εργαστηρίου επεξεργασίας πορφύρας, με σκοπό την παραγωγή χρωστικών για τη βαφή νημάτων.
Στο εσωτερικό του μικρότερου, βορειότερου, χώρου του εργαστηρίου σε επίπεδο αρχαιότερο του πλακόστρωτου δαπέδου του δωματίου, εντοπίσθηκε κάτω από παχύ στρώμα στάχτης ορθογώνια χτιστή εστία επαλειμμένη με πηλοκονίαμα και οριοθετημένη με δυο χαμηλά τοιχάρια προς τα δυτικά. Πάνω στην εστία, υπήρχαν τμήματα μεγάλων κλειστών μαγειρικών σκευών. Σε επαφή με τα τοιχάρια και σε βάθος 2,50-2,58 μ. εντοπίσθηκαν δυο κιβωτιόσχημες κατασκευές με προσανατολισμό Β-Ν, πιθανότατα αρχικά κιβωτιόσχημοι τάφοι, οι οποίοι φαίνεται ότι επαναχρησιμοποιήθηκαν, κατά πάσα πιθανότητα, σαν εγκαίνιοι αποθέτες. Η εξέταση των υλικών καταλοίπων του περιεχομένου των θηκών έδειξε ότι περιείχαν κεραμεική που ανήκει κυρίως σε μικρά ανοιχτά αγγεία πόσης, κύλικες, αγγεία χαρακτηριστικά για τελετουργικές προσφορές σε νεκρούς ή συμπόσια, καμένα οστά ζώων, και ένα γυναικείο ειδώλιο τύπου Φ. Τα καμένα οστά έτυχαν φροντισμένης απόθεσης στις θήκες και ίσως σηματοδοτούν μια ‘’σκόπιμα ‘’ τονισμένη δραστηριότητα μέσω της διαφορετικής-ίσως κάποιου είδους δομημένης απόθεσης.
Σε όλους τους χώρους του εργαστηρίου η κεραμική είναι άφθονη και το σχηματολόγιο πλούσιο: μικρά επιτραπέζια αγγεία, όπως κύπελα, κύλικες, σκύφοι και πρόχοι, τρεις μεγάλοι αμφορείς, τμήματα από ψευδόστομους αμφορείς και χύτρες, ένα μεγάλο αρτόσχημο αλάβαστρο και τμήματα από πήλινους λουτήρες. Ξεχωριστή θέση στο σύνολο κατέχουν δύο κατηγορίες αγγείων που αναδεικνύουν την εξωστρέφεια του οικισμού, όπως οι αιγηνίτικες χύτρες και οι Χαναανίτικοι αμφορείς.
Στα βόρεια του εργαστηρίου σε ημιυπαίθριους χώρους και σε ημικυκλική λιθόχτιστη κατασκευή βρέθηκαν λίθινα εργαλεία κρούσης, αρκετά θαλασσινά όστρεα (κυριαρχούν ποσοτικά οι πορφύρες), ελάχιστα οστά ζώων και μεγάλη συγκέντρωση κεραμεικής γραπτής, άβαφης και μαγειρικών σκευών.
Η προκαταρκτική μελέτη του μαλακολογικού υλικού από την Δρα Ρένα Βεροπουλίδου, υποδεικνύει ότι τα όστρεα αλιεύονταν από το κοντινό θαλάσσιο περιβάλλον, σε ρηχά νερά, ακόμη και με τα χέρια, και επεξεργάζονταν άμεσα, καθώς δεν σώζονται ενδείξεις για αποθήκευση του υλικού για μεταγενέστερη χρήση. Τα περισσότερα δείγματα ήταν μεγάλου μεγέθους και συνήθως ο αδένας εξαγόταν με λίγα χτυπήματα, πιθανότατα από εξειδικευμένο προσωπικό.
Ποσότητες κεραμεικής
Νότια του Κτηρίου Α, υπαίθριοι ή ημι-υπαίθριοι χώροι λειτουργούσαν ως εργαστηριακοί όπως συνάγεται από τις κατασκευές (κτιστός αποχετευτικός αγωγός, μία μεγάλη λίθινη τράπεζα, ένα λιθόκτιστο θρανίο) και τα κινητά ευρήματα. Κάτω από επάλληλα πλακόστρωτα δάπεδα αποκαλύφθηκαν μεγάλες ποσότητες κεραμεικής, λίθινα τριβεία και εργαλεία, τμήματα ειδωλίων, ένας σφραγιδόλιθος από ορεία κρύσταλλο με γραμμική διακόσμηση και οστά ζώων και όστρεα. Βρέθηκαν επίσης σκωρίες και τμήματα από χωνευτήρια, τα οποία σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες υποδομές και την εύρεση μιας επικασσιτερωμένης κύλικας και δύο λίθινων μητρών για την κατασκευή μεταλλικών αντικειμένων και πιθανόν κοσμημάτων, ενισχύουν την πιθανότητα ύπαρξης ενός μεταλλουργικού εργαστηρίου.
Τα Πευκάκια καταλαμβάνουν μία στρατηγική θέση, καθώς βρίσκονται σε επαφή με τα θαλάσσια και τα οδικά δίκτυα που συνδέουν την περιοχή της Θεσσαλίας με τη νότια Ηπειρωτική Ελλάδα και τον υπόλοιπο Αιγιακό χώρο. Τα πλούσια ανασκαφικά δεδομένα των τελευταίων ετών, καθώς και η συστηματική μελέτη της κεραμεικής ήλθαν να συμπληρώσουν σε μεγάλο βαθμό τη γνώση μας για την εξωστρέφεια του οικισμού και την ανάδειξή του σε ένα σημαντικό μυκηναϊκό λιμάνι. Ιδιαίτερα εντυπωσιακός είναι ο αριθμός των ψευδόστομων αμφορέων σε ποικίλα μεγέθη, οι οποίοι αποτελούσαν τα κατεξοχήν αγγεία μεταφοράς αγαθών στις εμπορικές συναλλαγές της περιόδου αυτής. Σύμφωνα με τη μακροσκοπική ανάλυση, διακρίνονται κάποια χαρακτηριστικά στη διακόσμηση τους που δηλώνουν την πιθανή προέλευση τους από την Κρήτη, χωρίς όμως να αποκλείεται κάποια δείγματα να αποτελούν προϊόντα τοπικών εργαστηρίων. Τα αποτελέσματα αναλύσεων επιβεβαίωσαν ότι οι εισαγωγές της μυκηναϊκής κεραμεικής από την Αργολίδα στα Πευκάκια, αντιπροσωπεύουν πολύ μεγάλο ποσοστό σε σχέση με τις άλλες δύο θέσεις, το Διμήνι και το Κάστρο (Παλαιά). Η πετρογραφική και η χημική ανάλυση που θα πραγματοποιηθεί μελλοντικά σε μεγαλύτερο αριθμό δειγμάτων, θα ρίξει περισσότερο φως στα ζητήματα της προέλευσής τους.
Επιπλέον, η παρουσία Χαναανίτικων αμφορέων αναδεικνύει την ένταξη του οικισμού στο δίκτυο των εμπορικών επαφών με την Εγγύς Ανατολή, όπως οι άλλοι δύο γειτονικοί μυκηναϊκοί οικισμοί, στο Διμήνι και στο Κάστρο (Παλαιά) Βόλου. Τέλος, αξιοσημείωτη είναι η σχέση των Πευκακίων με το νησί της Αίγινας. Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, για περίπου 150 χρόνια, από το 1350 έως το 1200 π.Χ., οι κάτοικοι επέλεγαν να μαγειρεύουν την τροφή τους σε σκεύη που προέρχονται από το νησί του Αργοσαρωνικού. Από το 12ο αιώνα και μετά, τα ντόπια μαγειρικά αγγεία εκτόπισαν τα μέχρι τότε δημοφιλή αιγινίτικα σκεύη.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι αποτελούσαν έναν σημαντικό παράλιο οικισμό, με βιοτεχνική δραστηριότητα, ένα πολυσύχναστο λιμάνι όπου διακινούνταν προϊόντα και πρώτες ύλες και συναλλάσσονταν άνθρωποι, προερχόμενοι από διάφορες περιοχές του μυκηναϊκού κόσμου, φορείς διαφορετικών παραδόσεων και ιδεών, οι οποίοι πιθανότατα να συνέβαλαν στη διάδοση τεχνογνωσίας, καινοτομιών και κουλτούρας.
Ποιο ήταν όμως το μοντέλο της οικονομικής οργάνωσης του οικισμού; Ήταν απαραίτητη η παρουσία ενός κεντρικού φορέα εξουσίας, ο οποίος θα ασκούσε έλεγχο στη βιοτεχνική παραγωγή και θα επόπτευε τις εμπορικές δραστηριότητες; Ποια ήταν η σχέση των Πευκακίων με τους άλλους δύο οικισμούς της περιοχής του Παγασητικού; Αυτά και πολλά ακόμη ερωτήματα, ελπίζουμε να απαντηθούν με τη μελλοντική έρευνα, την ενδελεχή και συστηματική μελέτη του υλικού, που θα αναδείξει τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές πτυχές της ζωής στα Πευκάκια κατά τη μυκηναϊκή περίοδο.
Η ανασκαφή στα Πευκάκια κατά την πενταετία 2016-20/21 υλοποιήθηκε σε συνεργασία της ΕΦΑ Μαγνησίας με το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας/Τμήμα ΙΑΚΑ, υπό τη συν-διεύθυνση των Δρ Ανθής Μπάτζιου και της Καθ. Ιφιγένειας Τουρναβίτου. Το ερευνητικό πρόγραμμα για την πενταετία 2022-2026 θα συνεχιστεί σε συνεργασία της ΕΦΑ Μαγνησίας με το Πολωνικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο υπό τη συν-διεύθυνση των Δρ Ανθής Μπάτζιου, Προϊσταμένης της ΕΦΑ Μαγνησίας και του Επίκουρου Καθηγητή, στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας και Εθνολογίας της Πολωνικής Ακαδημίας Επιστημών, Bart. Lis.
Ανασκαφές έγιναν και κατά την φετινή θερινή περίοδο, και αναμένεται η πρώτη παρουσίαση των αποτελεσμάτων.
,