Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 3485

Αγαλμάτιο μικρού αγοριού, το επονομαζόμενο Προσφυγάκι

 Ένα μικρό γλυπτό ύψους μόλις 61 εκατοστών, από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, έχει γίνει ένα από τα σημαντικότερα σύμβολα του μικρασιατικού ελληνισμού.

«Το νήπιο εικονίζεται όρθιο, με ελαφρώς σκυμμένη ράχη και λυγισμένα τα πόδια, να κρατά στην αγκαλιά του ένα μικρό μαλτέζικο σκυλάκι. Φορά κάπα με κουκούλα, δεμένη κάτω από τον λαιμό του. Αποτελεί έργο της ώριμης ελληνιστικής εποχής, κατά την οποία επιλέγονται χαριτωμένα θέματα της καθημερινής ζωής, όπως μορφές παιδιών με εμφανή, για πρώτη φορά στην ιστορία της τέχνης, τα χαρακτηριστικά της ηλικίας τους  -παχουλά πόδια και χέρια, φουσκωμένα μάγουλα”».

Η καρτέλα από το Προσφυγάκι στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην πρώτη παράγραφο χρονολογεί το άγαλμα στον 1ο αι. π.Χ. και το περιγράφει. Η δεύτερη παράγραφος παρουσιάζει τα πάντα:

«Το έργο βρέθηκε το 1922 στις ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης στο Γεροντικό, στη Νύσσα της Μ. Ασίας, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Κουρουνιώτη. Ένα από τα ελάχιστα ευρήματα των ελληνικών ανασκαφών που είχε την τύχη να “φυγαδευθεί” στην Αθήνα, ενώ η πλειονότητα των υπολοίπων παρέμεινε μετά την καταστροφή της Σμύρνης στη Μ. Ασία, με την τύχη τους να αγνοείται. Συχνά, εκ παραδρομής, αναφέρεται ότι πρόσφυγες το έφεραν μαζί τους στην Αθήνα μετά τον διωγμό τους από τα πάτρια εδάφη.»

Ο Χιώτης αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης είχε πάει στη Νύσσα επί Μαιάνδρω, μια περιοχή της Μικράς Ασίας, για να συνεχίσει την εκεί ανασκαφή, τον Ιούλιο  και τον Αύγουστο του 1922. Όπως σημειώνει στο σχετικό κείμενό του στο Αρχαιολογικό Δελτίο «η εργασία δεν ήτο τόσον ευχάριστος ως η του προηγηθέντος έτους». Δεν έφταιγαν οι ανασκαφικές συνθήκες. Οι Τούρκοι φίλοι τούς απέφευγαν, ο φόβος, μήπως υπήρχαν Τσέτες στην περιοχή, περιόριζε τις κινήσεις και δυσκόλευε τις εργασίες, και τα στρατεύματα του Κεμάλ προέλαυναν.

Ο ύπατος αρμοστής της Σμύρνης ετοιμαζόταν να αναχωρήσει, κρατώντας το μυστικό: η επίσημη Ελλάδα δεν ήθελε πρόσφυγες στα χώματά της. Έπρεπε ο μικρασιατικός ελληνισμός να μείνει πίσω.  Ο Στεργιάδης είχε δώσει εντολή σε όλους τους δημοσίους υπαλλήλους να επιστρέψουν στην Ελλάδα, χωρίς όμως να το πουν στους ντόπιους. Ο Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης το πληροφορήθηκε μετά από τις 20 Αυγούστου.

Όσο ήταν στη Νύσσα, έσκαβε το Γεροντικόν, δηλαδή το Βουλευτήριο της αρχαίας  πόλης, το οποίο, κατά την αναφορά του, παρουσίαζε μεγάλες ομοιότητες με το Βουλευτήριο της Μιλήτου. Τελευταία στιγμή, σχεδόν πριν να σταματήσουν την ανασκαφή, ένα μαρμάρινο μωρό πετάχτηκε μπροστά στα μάτια τους. Ήταν το Προσφυγάκι.

Ο Κουρουνιώτης σπρώχνεται να φύγει με πλοίο, μία ή δύο μέρες πριν τα στρατεύματα του Κεμάλ  να μπουν στη Σμύρνη, δηλαδή στις 24 ή 25 Αυγούστου (με το παλιό ημερολόγιο). Ασφαλείς μαρτυρίες δεν υπάρχουν, λέγεται, όμως, πως φοβήθηκε ότι σε αυτό το πλοίο, το γεμάτο τρομαγμένα γυναικόπαιδα και ανθρώπους που έτρεχαν να σωθούν, ίσως και να μην είχε θέση ένα άγαλμα και να του ζητούσαν να το αφήσει πίσω, προκειμένου να χωρέσει κάποιος ζωντανός.  Έτσι, λέγεται πάντοτε πως το τύλιξε σε μια κουβέρτα και το είχε σε όλο το ταξίδι, σαν παιδί στην αγκαλιά του. Λίγο δύσκολο το τελευταίο, καθώς το άγαλμα ζυγίζει πάρα πολλά κιλά. Αλλά είναι και αυτό τμήμα του μύθου που το ακολουθεί. Σε καθεμία περίπτωση, το μετέφερε κρυμμένο, προκειμένου να μην πεταχτεί στη θάλασσα, ως άχρηστο, σε καιρούς που κινδύνευαν άνθρωποι.

 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 9 του The Art Newspaper Greece (Οκτώβριος – Νοέμβριος ’22)

TAGS