Επετειακές οι ημέρες που διανύουμε και συνειρμικά μεταφερόμαστε σε μια διάσημη πλατεία που παραδοσιακά λειτουργεί ως τόπος συναθροίσεων και συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας και που τις δυο τελευταίες δεκαετίες δίνει βήμα σε σύγχρονους καλλιτέχνες που την μεταμορφώνουν σε ένα από τα εντυπωσιακότερα παγκοσμίως σημεία τέχνης σε δημόσιο χώρο.
Η τέχνη στον δημόσιο χώρο αντικατοπτρίζει το ποιοι είμαστε και αποτελεί τεκμήριο της εποχής στην οποία ζούμε, με ζωτική σημασία για την ενθάρρυνση ενός συλλογικού, κοινωνικού σώματος. Είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα που προκαλεί έντονες συζητήσεις και συχνά χωρίζει το κοινό σε θερμούς υποστηρικτές και σφοδρούς κριτικούς.
Επιβλητικά έργα μεγάλων διαστάσεων, όπως το The Angel of the North (1998), του Antony Gormley, που, αν και αρχικά αντιμετώπισε σημαντικές αντιδράσεις, τώρα έχει πλέον παγκόσμιο κοινό και αναγνωρίζεται ως σύμβολο του Gateshead και της ευρύτερης βορειοανατολικής Βρετανίας.
Έργα μικρής κλίμακας που περνούν σχεδόν απαρατήρητα, αλλά, όταν ανακαλυφθούν, προκαλούν μια έντονη ενσυναισθητική προσέγγιση, όπως το Baby Things (2008), της Tracey Emin στους δρόμους του Folkestone, μια σειρά από μπρούντζινα βρεφικά ρούχα, κάτω από παγκάκια, κρεμασμένα από κάγκελα ή δήθεν παρατημένα στην άκρη του πεζοδρομίου.
Μέσα στα πλαίσια του πώς η τέχνη στον δημόσιο χώρο μάς βοηθάει να κατανοήσουμε το συναίσθημα και την ιστορία μας, ξεχωριστή θέση κατέχει το Fourth Plinth, ένα πρόγραμμα αναθέσεων στην τέταρτη πλίνθο στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Μια τοποθεσία συνδεδεμένη με την παράδοση και τον ιμπεριαλιστικό εθνικισμό, που συχνά χρησιμοποιείται ως πλατφόρμα αμφισβήτησης της εξουσίας. Σε αυτό το ιδιαίτερα φορτισμένο μέρος, πάρθηκε η αμφιλεγόμενη απόφαση να γίνει ένα πρόγραμμα προσωρινών έργων σύγχρονης τέχνης και όχι να επικεντρωθούν μόνιμα σε μια φιγούρα.
Η πλατεία Τραφάλγκαρ ιδρύθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και πήρε το όνομά της από τη Μάχη του Τραφάλγκαρ, τη ναυτική νίκη της Βρετανίας στους Ναπολεόντειους πολέμους. Κυρίαρχη θέση κατέχει η στήλη του ναυάρχου Νέλσον που περιβάλλεται από τα αγάλματα τεσσάρων λεόντων στη βάση της, ενώ στις τρεις άλλες γωνίες βρίσκονται πάνω σε βάσεις ανδριάντες στρατιωτικών, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη βρετανική ιστορία, αλλά και του βασιλιά Γεωργίου Δ΄. Η τέταρτη πλίνθος στη βορειοδυτική γωνία έμεινε κενή από το 1841, λόγω της έλλειψης χρηματοδότησης για ένα ιππικό άγαλμα του Γουλιέλμου Δ΄.
Μέσα σε αυτό το βαρύ φορτίο της ιστορίας ενός χώρου που προοριζόταν να χρησιμεύσει ως ευρεία αναπαράσταση του έθνους στο σύνολό του, τίθενται ζητήματα σχετικά με το πώς διαμορφώνει την αντίληψή μας σε σχέση με την ιστορία, την ταυτότητα και τη συλλογική συνείδηση.
Το 1998, η Βασιλική Εταιρεία Τεχνών (RSA) προχώρησε στην ανάθεση τριών σύγχρονων γλυπτών για να εκτεθούν προσωρινά στην πλίνθο. Το πρώτο από αυτά ήταν το Ecce Homo του Mark Wallinger, ένα life-size άγαλμα της φιγούρας του Χριστού, γυμνό εκτός από ένα πανί στη μέση, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του και φορώντας στεφάνι από συρματοπλέγματα. Μικρό σε μέγεθος και ευάλωτο σε σχέση με τα επιβλητικά αγάλματα γύρω του, προσέφερε ένα βαθυστόχαστο σχόλιο για θέματα που σχετίζονται με τη δύναμη και την εξουσία.
Έτσι λοιπόν ξεκίνησε μια σειρά από αναθέσεις με ανατρεπτικό χαρακτήρα και έντονη κριτική ενάντια στις υπάρχουσες δομές εξουσίας, αποτελώντας εργαλεία κοινωνικής αλλαγής. Μια ελευθερία εικαστικής έκφρασης που συμβαδίζει με τον παράδοξο χαρακτήρα της πλατείας. Εκτός από τουριστικό αξιοθέατο, η πλατεία χρησιμοποιείται ως κοινοτικός χώρος υπαίθριων συνεδριάσεων, συγκεντρώσεων διαμαρτυρίας και άλλων πολιτικών και θρησκευτικών εκδηλώσεων, με τον Δήμο του Λονδίνου να παρέχει σε όλους τους πολίτες χρήση και πρόσβαση σε αυτήν.
Το 2005, όταν η ιδιοκτησία της πλατείας μεταβιβάστηκε στον δήμαρχο του Λονδίνου και ιδρύθηκε η επιτροπή Fourth Plinth Commissioning Group, οι αναθέσεις έργων σύγχρονης τέχνης στην τέταρτη πλίνθο καθιερώθηκαν πλέον και συνεχίζουν να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της μορφολογίας της πλατείας.

Heather Phillipson “THE END” © David Parry PA Wire
Μέχρι σήμερα έχουν γίνει 16 αναθέσεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της RSA. Το καλοκαίρι της πανδημίας του 2020, σε μια πλατεία Τραφάλγκαρ χωρίς επισκέπτες ή τουρίστες, εγκαινιάστηκε το The End, της Heather Phillipson, το ψηλότερο γλυπτό που έχει τοποθετηθεί μέχρι σήμερα στην τέταρτη πλίνθο, όπου και θα παραμείνει μέχρι το 2022. Αρχικά, ο θεατής βλέπει ένα τεράστιο γλυκό με λευκή σαντιγί και ένα όμορφο κερασάκι στην κορυφή του, όμως από τη μια πλευρά του υπάρχει μια μύγα και από την άλλη έχει προσγειωθεί ένα drone που καταγράφει την πλατεία με live feed. The End ανταποκρίνεται στην πλατεία παράλληλα ως τόπο εορταστικών εκδηλώσεων, επιτήρησης και διαμαρτυρίας. Δεν αφορά ένα συγκεκριμένο τέλος, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ως μια παρότρυνση για δράση, να θέσουμε τέλος στα πράγματα στην κοινωνία μας που δεν είναι σωστά.
Η γειτνίαση των έργων στο Fourth Plinth με τα αγάλματα της πλατείας δημιουργεί μια σχέση αντιπαράθεσης και αντιπαραβολής και εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη μνημειακότητα, τη διαχρονικότητα και τη δύναμη των συμβόλων.
Το έργο Alison Lapper Pregnant (2005), του Marc Quinn, μέσα από τον φακό της αναπηρίας και του φύλου, χρησιμοποίησε την τέταρτη πλίνθο ως πλατφόρμα για να αμφισβητήσει ποιους θα πρέπει να απεικονίζει η γλυπτική, ανατρέποντας τις κυρίαρχες αρσενικές και ικανές φιγούρες των γλυπτών της πλατείας.
Ένας υπερμεγέθης μπλε κόκορας, Hahn/Cock (2015), της Γερμανίδας καλλιτέχνιδας Katharina Fritsch, προσέφερε μια σουρεαλιστική, κωμική αντίθεση με τα γκριζόμαυρα χάλκινα αγάλματα και τις γκρι προσόψεις των τριγύρω μεγαλοπρεπών κτιρίων, κάνοντας έναν κοινωνικό σχολιασμό με χιούμορ και σαρκασμό για την έντονη αρρενωπότητα των αντρικών φιγούρων.
Το έργο που προβληματίστηκε συγκεκριμένα με τον ιστορικό συμβολισμό της πλατείας Τραφάλγκαρ είναι το Nelson’s Ship in a Bottle (2012), του Yinka Shonibare, που ήταν και η πρώτη ανάθεση σε μαύρο Βρετανό καλλιτέχνη. Είναι μια απεικόνιση του πλοίου του Νέλσον, «HMS Victory», με πανιά από τυπωμένο ύφασμα σε πολύχρωμο μοτίβο της Δυτικής Αφρικής μέσα σε ένα μεγάλο γυάλινο μπουκάλι σταματημένο με φελλό. Ο Shonibare χρησιμοποίησε το παραδοσιακό αφρικανικό ύφασμα αντί για απλό καμβά, για να εξερευνήσει ζητήματα σχετικά με τη δουλεία, την αποικιοκρατία, την παγκοσμιοποίηση και την αμφισημία που ενυπάρχει στη βρετανική ιστορία και την εθνική της ταυτότητα.
Η ανάθεση όμως που βοήθησε να γίνει γνωστό στο ευρύ κοινό το Fourth Plinth ήταν το One & Other του Antony Gormley, το 2009, ένα εννοιολογικό πορτρέτο της βρετανικής κοινωνίας που είχε μεγάλη απήχηση σε όλο τον κόσμο. 2.400 άνθρωποι διαφορετικών ηλικιών, φυλών και υπόβαθρων από διάφορα μέρη της Βρετανίας αποδέχθηκαν την πρόταση του Gormley να αποτελέσουν ζωντανά γλυπτά. Επιθυμία του καλλιτέχνη ήταν να αναδείξει τη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητα του ατόμου στη σύγχρονη κοινωνία. Υποχρέωση όσων επιλεγούν ήταν να ανέβουν στη βάση, αλλά στη συνέχεια ήταν ελεύθεροι να κάνουν ό,τι θέλουν, αρκεί να μην παρανομούσαν. Η παρουσίαση διήρκεσε 100 ημέρες και η εναλλαγή προσώπων γινόταν καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ωρου. Μερικοί τραγουδούσαν, άλλοι διαδήλωναν ενώ άλλοι διάβαζαν ποιήματα ή πόζαραν γυμνοί, μια προέκταση λοιπόν της ιδιαίτερης ταυτότητας και χρήσης της πλατείας που το κοινό έχει κάνει δική του.
Μάλιστα, το κοινό προσκαλείται κάθε χρόνο να εκφράσει τη γνώμη του και να ψηφίσει το έργο που θέλει να δει να καταλαμβάνει την πλίνθο. Φέτος ψήφισαν 17.500 άτομα για τα έργα που θα ακολουθήσουν το 2022 και το 2024, ενώ η προηγούμενη βραχεία λίστα πήρε 10.000 ψήφους.

Yinka Shonibare “Nelson’s Ship in a Bottle”, 2012 © James O Jenkins
Αξιόλογη πρωτοβουλία αποτελεί και το Fourth Plinth Schools Awards, ένας ετήσιος διαγωνισμός για μαθητές ηλικίας 5-15 ετών, που έχει εμπνεύσει πάνω από 25.000 παιδιά σε κάθε δήμο του Λονδίνου να δημιουργήσουν τέχνη και να σκεφτούν τι μπορεί να πει για την πόλη τους. Το 2020, ο διαγωνισμός έλαβε πάνω από 4.000 συμμετοχές. Κριτής ήταν ο Michael Rakowitz, του οποίου το έργο The Invisible Enemy Should Not Exist επελέγη για το Fourth Plinth το 2018. Ένα γλυπτο-αντίγραφο του Lamassu, ενός φτερωτού ταύρου και προστατευτικής θεότητας, που βρισκόταν στην είσοδο της Nergal Gate της αρχαίας Νινευίας από το 700 π.Χ. και καταστράφηκε το 2015 από την ISIS.
Οι αναθέσεις που θα ακολουθήσουν έχουν έντονο ακτιβιστικό χαρακτήρα και αποτίνουν φόρο τιμής σε υποεκπροσωπευμένες κοινωνικές ομάδες.
Το 2022 θα παρουσιαστεί το Antelope του Samson Kambalu, που, αν και φαινομενικά μοιάζει συμβατικό, έχει έντονο κοινωνικο-πολιτικό χαρακτήρα. Το χάλκινο γλυπτό αντλεί την έμπνευσή του από μια φωτογραφία του 1914, του Βαπτιστή ιεροκήρυκα και pan-Africanist John Chilembwe και του Ευρωπαίου ιεραπόστολου John Chorley. Ένα μεγάλων διαστάσεων γλυπτό του Chilembwe βρίσκεται δίπλα στο μικρότερο γλυπτό του Chorley. Ο μαύρος Chilembwe φορά καπέλο, κάτι αδιανόητο, διότι στο Νιασαλάντ, το σημερινό Μαλάουι, υπό βρετανικής κυριαρχίας, απαγορευόταν να φορούν καπέλα παρουσία των λευκών. Αποτελεί μια πράξη αντίστασης και περιφρόνησης προς την αποικιοκρατία. «Ο Chilembwe σκοτώθηκε από την αποικιακή αστυνομία, στη μάχη για ισότητα. Σε μια στιγμή που θέλουμε να αποκαταστήσουμε την πολυμορφία στον δημόσιο χώρο, αυτή είναι μια ισχυρή ιστορία την οποία οι άνθρωποι πρέπει να γνωρίζουν», επισημαίνει η διευθύντρια του Fourth Plinth, Justine Simons.
Για το 2024 έχει επιλεχθεί το 850 Improntas της Μεξικάνας Teresa Margolles, ένα γλυπτό που αποτελείται από 850 γύψινες μάσκες που απεικονίζουν και κατασκευάζονται από τρανς του Λονδίνου σε μια κυβική δομή, εμπνευσμένη από ένα Τzompantli, ένα μεγάλο ράφι για δημόσια έκθεση κρανίων, γνωστό στη μεσοαμερικανική κουλτούρα, που δείχνει ανθρώπινα κεφάλια ανθρώπων που υπήρξαν αιχμάλωτοι πολέμου ή θύματα θυσιών. Αποτελεί έργο αντίστασης, ένα αντι-μνημείο, και αντανακλά τις περιφρονημένες και υποεκπροσωπημένες κοινότητες σε δημόσια έργα τέχνης. Οι μάσκες γύψου θα διαβρωθούν ως αποτέλεσμα των καιρικών συνθηκών και τελικά θα εξαφανιστούν.
Η παροδική φύση των αναθέσεων του Fourth Plinth ριζώνει την πλατεία Τραφάλγκαρ στο εδώ και στο τώρα, ενθαρρύνει τον διάλογο ανάμεσα στην ευρύτερη σχέση της τέχνης με την πόλη και την κοινωνία και συντελεί στο να δούμε την ιστορία μέσα από το βλέμμα του παρόντος και του μέλλοντος, αφουγκραζόμενοι το παρελθόν.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 3 της The Art Newspaper Greece (Οκτώβριος – Νοέμβριος 2021)