Ο επιστημονικός διευθυντής Μουσείου Μπενάκη ανιχνεύει τις νέες κατευθύνσεις του μέλλοντος στη μουσειακή πολιτική και τη δράση των μουσείων.
Ο μουσειακός «ακτιβισμός» και ο ενεργός ρόλος των μουσείων με ανάληψη πρωτοβουλιών που θα ευνοήσουν το κοινό είναι η νέα αποστολή-πρόκληση την οποία οι μουσειακοί οργανισμοί θα κληθούν να φέρουν εις πέρας τη δεκαετία του 2020, σύμφωνα με την εκτίμηση του Γιώργη Μαγγίνη. Τα ερωτήματα που θεωρεί ότι θα τεθούν επιτακτικά για τους επαγγελματίες του χώρου είναι έαν κάτι τέτοιο είναι εφικτό και σε ποιο βαθμό, καθώς η λειτουργία των μουσείων σε πολλές περιπτώσεις συνδέεται με την κρατική χρηματοδότηση ή την ιδιωτική χορηγία, που δεν ευνοούν τέτοιες πρακτικές.
«Εάν κατά τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα τα μουσεία εστίασαν στην προσιτότητα και τη διά βίου μάθηση και εάν στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα κύρια μελήματά τους αποτέλεσαν η συμπερίληψη όλο και περισσότερων κοινωνικών ομάδων και η εξωστρέφεια, κατά τη δεκαετία του 2020 τα μουσεία προσανατολίζονται συνειδητά στην ανάληψη ενεργού ρόλου σε κοινωνικά ζητήματα, συνάδοντας με την πλειονότητα των πολιτιστικών οργανισμών. Αυτός ο μουσειακός “ακτιβισμός” –ο όρος ακούγεται παράδοξος όμως αποδίδει εναργώς την επιτακτικότητα του ζητούμενου– δεν είναι κάτι καινοφανές» μας λέει ο κ. Μαγγίνης και εξηγεί. «Στο παρελθόν, μουσειακά ιδρύματα έχουν ανταποκριθεί σε κοινωνικές και πολιτικές προκλήσεις είτε σχολιάζοντας την επικαιρότητα μέσα από επαναστατικές εκθεσιακές προτάσεις και αναγνώσεις των συλλογών τους είτε υιοθετώντας πρακτικές που έδιναν προτεραιότητα σε μειονοτικές ή μη-προνομιούχες ομάδες κοινού. Τώρα η έμφαση, όμως, δίνεται στο επίθετο “ενεργός”, στην ανάληψη πρωτοβουλιών όχι μόνο εντός της σφαίρας λειτουργίας των μουσείων αλλά και πέρα από αυτή – δεν αναφερόμαστε δηλαδή πλέον σε πολιτιστική εξωστρέφεια αλλά σε πολιτική δράση. Σε ποιό βαθμό ο ακτιβισμός πρέπει να κυριαρχήσει στην αποστολή των μουσείων είναι το καίριο ερώτημα που θα απασχολήσει τους επαγγελματίες του χώρου. Το πώς ακριβώς θα μπορούσε να καταστεί δυνατή μία τέτοια ρηξικέλευθη δράση τη στιγμή που η βιωσιμότητα των μουσείων εξαρτάται όλο και περισσότερο από δομές που συνήθως δεν προτάσσουν την πολιτική πρωτοπορία (όταν δεν είναι αντιδραστικές) είναι η βασική πρόκληση. Πιστεύω ότι μία όλο και πιο πολωτική διελκυστίνδα θα χαρακτηρίσει την υπόλοιπη δεκαετία του 2020 στον χώρο των μουσείων, σε αντιστοιχία με την πολιτική πόλωση που βιώνουν τα τελευταία χρόνια οι δυτικές κοινωνίες. Οι ηγεσίες των πολιτιστικών οργανισμών οφείλουν να προσαρμόσουν με υπευθυνότητα τους κύκλους εργασιών τους όχι τόσο σε μεγαλεπήβολα σχέδια γοήτρου όσο σε ουσιαστικές δράσεις που θα αξιοποιήσουν το υλικό και γνωσιακό τους απόθεμα, τις συλλογές και την επιμελητική τους πείρα για το καλό του κοινού στο οποίο έχουν επιλέξει να απευθυνθούν. Και εάν «η κουλτούρα της οθόνης» έχει βάλει τα μουσεία στον πειρασμό να θεωρήσουν ως σταθερό κοινό το σύνολο της παγκόσμιας κοινότητας του διαδικτύου, η εστίαση στο εγγύτερο κοινό (γεωγραφικά, πολιτιστικά, γλωσσικά) θα επιτρέψει την ανάληψη ενός ουσιαστικότερου ρόλου στη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Προς την ίδια κατεύθυνση ώθησαν τη μουσειακή πρακτική οι περιορισμοί στη μετακίνηση ανθρώπων και έργων τέχνης λόγω της πανδημίας. Το κέντρο βάρους μετατοπίστηκε από τις εκθέσεις “blockbuster” προς τις συλλογές των μουσείων και τις δυνατότητες που προσφέρουν».
Όσο για τι μας επιφυλάσσει το μέλλον, ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη εκτιμά. «Μολονότι δεν μπορεί να λειτουργήσει κανείς οιωνοσκοπικά, θα διέκρινα με κάποια επιφύλαξη τρεις τάσεις. Η πρώτη θα επιδιώξει την προσέλκυση όλο και μεγαλύτερου αριθμού επισκέψεων (ενσώματων ή ψηφιακών) επιστρατεύοντας την καλύτερη προσβασιμότητα (με τα πόδια ή με οθόνες) και τις νέες τεχνολογίες. Η δεύτερη τάση θα αναζητήσει στις συλλογές των μουσείων, στις σταματημένες στον χρόνο προθήκες τους και τις υπερχειλίζουσες αποθήκες τους νέα ερεθίσματα και νέους τρόπους προσέγγισης σημερινών ερωτημάτων και αγωνιών. Η τρίτη θα προσανατολιστεί στη συστηματική προσέγγιση κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων, όπως αναλύθηκε παραπάνω, υιοθετώντας –εάν είναι αναγκαίο– καινοφανείς μεθοδολογίες που θα μας βγάλουν όλους από οικεία περιβάλλοντα και γνώριμες πρακτικές. Εάν θα έπρεπε να τοποθετήσω τη βελόνα μίας ιδεατής πυξίδας η οποία θα μας βοηθήσει να χαράξουμε πορεία, θα την ισορροπούσα ανάμεσα στις δύο τελευταίες τάσεις, γεφυρώνοντας την παραδοσιακή λειτουργία ενός μουσείου ως κιβωτού του υλικού πολιτισμού της ανθρωπότητας με τον νέο του ρόλο ως παράγοντα κοινωνικοπολιτικής προόδου».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος #5 της The Art Newpaper Greece (Φεβρουάριος-Μάρτιος 2022)