Μια προσωπική ανασκόπηση της θερινής περιπέτειας της τέχνης εκτός των τειχών, από την εποχή της λειψυδρίας μέχρι την τωρινή πλούσια συγκομιδή.
Ένα καλοκαίρι, πριν αρκετά χρόνια, κάνοντας πλήρη χρήση της θερινής μου άδειας, παραθερίζοντας δηλαδή για έναν ολόκληρο μήνα σε ένα συγκεκριμένο μέρος, σκέφτηκα να καταγράψω αναλυτικά την καλοκαιρινή πολιτιστική κίνηση της περιοχής, έτσι σαν μια άσκηση κοινωνικο-καλλιτεχνικής χαρτογράφησης βγάζοντας κάποια χρήσιμα ή άχρηστα συμπεράσματα για την κουλτούρα της επαρχίας είτε στην μόνιμη ντόπια της μορφή είτε στην κάθε είδους επίκτητη. Για να μην πολυλογώ, ο τελικός κατάλογος ήταν κάπως έτσι: Τέσσερα πανηγύρια του Αυγούστου (συν δυο του Ιουλίου) με σουπερστάρ του κλαρίνου, μια ντίσκο στοιχειωμένη από τα ‘80ς, ένα ημισκυλάδικο, άλλο ένα καθαρόαιμο, ένα περιοδεύον θέατρο σκιών, ένα αυτοσχέδιο σινεμά σε προαύλιο σχολείου, δυο-τρεις εικαστικές εκθέσεις ακουαρέλας και λαδοπαστέλ, ένας περιπλανώμενος μάγος με ιταλικό όνομα και ορεινή προφορά, σποραδικές εμφανίσεις καλλιτεχνών που έχει περάσει η μπογιά τους και έχει απλωθεί στο μαλλί τους, ένα-δυο θεατρικά μπουρλέσκ με πρωταγωνιστές «γνωστούς (;) από την τηλεόραση» και τέλος το φεστιβάλ Ζαργάνας (ή ό,τι άλλο καλούδι διαθέτει η εκάστοτε περιοχή και μπορεί να το προβάλλει ως σήμα κατατεθέν και ενδεχομένως επιδοτούμενο).
Εξαιρώντας την τοπική σκηνή (που και εδώ αν έψαχνες κάποια ίχνη αυθεντικότητας σε κάποιες από αυτές τις εκδηλώσεις, πιθανότατα θα απογοητευόσουν), αν διέθετες ένα μίνιμουμ απαιτήσεων, η φάση δεν ήταν να σε πολυαπασχολήσει περεταίρω, εκτός από το καλτ του πράγματος σε κάποιες περιπτώσεις. Ο κόσμος πάντως έδινε το παρών (ντυμένος τα καλά του) αντιμετωπίζοντας κάθε γεγονός φιλότιμα και με καλή θέληση. Και συνήθως έφευγε πιστεύοντας πως αυτό που είδε ή άκουσε τον έκανε να ευθυγραμμίζεται με την τελευταία (ή έστω την προτελευταία) λέξη των πολιτιστικών τάσεων έτσι όπως διαμορφώνονται στα αστικά κέντρα. Με τα οποία κέντρα η άμεση επαφή περιοριζόταν σε κάποιες αραιές επισκέψεις οι οποίες συνήθως συνδυάζονταν με ιατρικές εξετάσεις. Πονεμένη ιστορία δηλαδή.
Ουσιαστικά ήταν ένα αρκούντως αποκαλυπτικό δείγμα του τρόπου με τον οποίον αντιμετωπιζόταν ως (σχεδόν) πρόσφατα η επαρχία: Ως ένα μέρος όπου μπορείς να βγάλεις εύκολο χειροκρότημα αλλά και χρήμα. Μόνιμοι κάτοικοι και αμέριμνοι παραθεριστές έπαιρναν ό,τι τους έδιναν. Φυσικά υπήρχαν κάποιες λίγες σοβαρές συναυλίες ή παραστάσεις, και επίσης ήταν η εποχή που άρχισαν να εμφανίζονται και μερικά φιλόδοξα φεστιβάλ (φτιαγμένα από ικανότατους και εμπνευσμένους ανθρώπους) που με τον καιρό έγιναν θεσμός. Ευτυχώς δηλαδή. Γιατί έτσι το τοπίο αργά ή γρήγορα άλλαξε.
Εκτός από τους λίγους πρωτοπόρους που έβαλαν στόχο την πολιτιστική αντεπίθεση της περιφέρειας, ένας καταλυτικός παράγοντας, τα τελευταία 10-15 χρόνια, ήταν η κατάργηση των αποστάσεων λόγω της ανάπτυξης του διαδικτύου. Με την πληροφόρηση να μοιράζεται ισόποσα παντού αλλά και με την μετακίνηση αρκετών κατοίκων των πόλεων (μεταξύ τους και αρκετοί καλλιτέχνες) προς την επαρχία στο πλαίσιο μιας καινούργιας αρχής, τα πράγματα άλλαξαν κατά πολύ. Ο κόσμος άρχισε να γίνεται όλο και πιο υποψιασμένος και να φιλτράρει πλέον κάθε γεγονός, κατακρατώντας σε μεγάλο βαθμό τα υποπροϊόντα (τα οποία ωστόσο θα βρίσκουν πάντα πρόθυμα μάτια και αυτιά αλλά σίγουρα δεν είναι πλέον ο κανόνας που ήταν κάποτε).
Ένας ακόμη λόγος αυτής της αλλαγής είναι η ποιότητα του τουρισμού. Ο ψαγμένος ξένος επισκέπτης, και ειδικά στα δημοφιλή μέρη, δεν ενδιαφέρεται πλέον μόνο για τον ήλιο, τα αρχαία και τη θάλασσα αλλά για ιδιαίτερο πολιτιστικό προϊόν του οποίου η γκάμα εκτείνεται από την καλλιτεχνική σκηνή κάθε είδους μέχρι την μοναδική γαστρονομία κάθε τόπου. Και μη ξεχνάμε ότι ειδικά στην εικαστική σκηνή δεν είναι πλέον σπάνιες οι εκθέσεις πολύ καλών ξένων καλλιτεχνών σε μέρη που παλιότερα δεν έβλεπες ούτε εκθέσεις Ελλήνων.
Το στάτους πλέον είναι θεαματικά διαφορετικό σε νησιά και ηπειρωτική Ελλάδα. Φεστιβάλ μόνιμα και pop-up, κινηματογραφικές λέσχες, θεατρικοί οργανισμοί, γκαλερί και πινακοθήκες, μουσεία, μουσικές εκδηλώσεις αναγνωρισμένου κύρους. Δημιουργούνται καταστάσεις που δεν πασχίζουν να μοιάσουν σε αυτές της Αθήνας αλλά τις ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις και αρκετές περιπτώσεις τις ξεπερνούν εντυπωσιακά. Και σε αρκετές περιπτώσεις δεν είναι μόνο «μια αγάπη για το καλοκαίρι» αλλά μόνιμοι θεσμοί που παραμένουν παρόντες και τους δύσκολους off season χειμώνες.
Βέβαια, πέρα από την ιδιωτική πρωτοβουλία, και ιδίως εκείνη που λειτουργεί με σχέδιο, ευαισθησία και όραμα (και σε αυτό συμβάλλουν – να τα λέμε κι αυτά – τόσο μεγάλες εταιρίες όσο και μοναχικοί Δον Κιχώτες) υπάρχει πάντα και εκείνος ο τομέας που λειτουργεί με κονδύλια και επιδοτήσεις και το περιεχόμενο του εξαρτάται σε μεγάλο ποσοστό από το πολιτιστικό υπόβαθρο των αρμοδίων και των συμβούλων τους. Γενικά όπου ακούμε «αρμόδιος» καλό είναι να είμαστε προετοιμασμένοι για το καλύτερο και το χειρότερο. Πάντως και εδώ λίγο ως πολύ, οι απαιτήσεις του κοινού δίνουν τις κατευθυντήριες γραμμές.
Φέτος, παρά την ιδιάζουσα, στενάχωρη και περιοριστική κατάσταση της πανδημίας, που παραμένει για δεύτερο καλοκαίρι, δεν προλαβαίνουμε να μετράμε εκδηλώσεις, φεστιβάλ και εκθέσεις, σε μικρά και μεγάλα νησιά και λοιπά παραθεριστικά κέντρα. Σε βαθμό μάλιστα που σκεφτόμαστε ότι σε ορισμένα μέρη ίσως να παράγεται περισσότερος πολιτισμός από όσον μπορεί να καταναλωθεί. Είναι πρόβλημα αυτό; Όχι βέβαια. Ένα παλιό ρητό λέει πως «όσο ευρύτερη είναι η δυνατότητα επιλογής, τόσο αυξάνεται το πολιτιστικό επίπεδο μιας περιοχής». Άρα πάμε καλά. Και μπορούμε να πάμε και καλύτερα.
Υ/Γ: Στο τεύχος της The Art Newspaper Greece που μόλις κυκλοφόρησε θα βρείτε μια χορταστική περιήγηση στην εντυπωσιακά ανεβασμένη καλλιτεχνική κίνηση επτά νησιών μας. Και για να αντιστρέψουμε αυτό που λέγαμε παλιά «ελπίζουμε κάποια από αυτά τα events να τα δούμε και στην Αθήνα!».