Marianne Boesky Gallery, Art Basel 2021, Βασιλεία © Art Basel

Oι εξελίξεις στην αγορά της τέχνης

Το διεθνές τοπίο, οι αντανακλάσεις του στην ελληνική αγορά και οι εκτιμήσεις για το μέλλον.

Σύμφωνα με την πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη των Art Basel & UBS για την παγκόσμια αγορά της τέχνης στο πρώτο μισό του 2021, οι πωλήσεις έργων τέχνης από τις γκαλερί αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 10% σε σχέση με πέρσι. Σχεδόν ενάμιση χρόνο μετά από το ξέσπασμα της πανδημίας η αγορά της τέχνης, μετά από πτώση περίπου 20% το 2020, εμφανίζει πλέον δείγματα ανάκαμψης με βάση τη σχετική έρευνα της οικονομολόγου του πολιτισμού Dr. Clare McAndrew σε περίπου 700 εμπόρους τέχνης σε όλο τον κόσμο. Οι μισές περίπου γκαλερί ανέφεραν αύξηση των πωλήσεων, παρά το γεγονός ότι οι φουάρ τέχνης δεν είχαν ακόμα αρχίσει να λειτουργούν με φυσική παρουσία. Από το φθινόπωρο και μετά που επανέκαμψαν τα art fairs και οι μεγάλες εκθέσεις, σημειώθηκε μεγαλύτερη κινητικότητα στην αγορά, καθώς οι φιλότεχνοι είχαν στερηθεί για καιρό τις διά ζώσης συναλλαγές. Οφείλουμε, όμως, να σημειώσουμε πως η πιο σημαντική επίδραση της πανδημίας ήταν η ανάπτυξη online μέσων και πρακτικών πώλησης, η οποία παραμένει και εξελίσσεται παράλληλα ως ένα σημαντικό κανάλι εμπορίου έργων τέχνης. Το 37% των πωλήσεων έργων τέχνης έγινε online το πρώτο μισό του 2021, και περιλαμβάνει τις ψηφιακές εφαρμογές (Online Viewing Rooms) των φουάρ, τις ιστοσελίδες και τις διαδικτυακές εκθέσεις των γκαλερί και τις πωλήσεις μέσω social media & email. Η τεχνολογία έχει, επίσης, συνεισφέρει κατά πολύ στη διαφάνεια των τιμών, στην πιστοποίηση της αυθεντικότητας των έργων και την ανίχνευση της προέλευσής τους. Με τον καιρό οι φιλότεχνοι εξοικειώνονται όλο και περισσότερο με τα ψηφιακά εργαλεία και τις συναλλαγές, διευκολύνοντας συχνά την απευθείας αγορά από τους δημιουργούς, χωρίς μεσάζοντες και την επαφή με καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες εκτός γκαλερί. Οι ίδιοι οι έμποροι εμφανίζονται επιφυλακτικοί να προβλέψουν την έκταση που θα έχουν οι online πωλήσεις με την επαναφορά στην κανονικότητα: μία βασική παράμετρος στην αγορά της τέχνης παραμένει το γεγονός ότι οι πωλήσεις έργων εξαρτώνται και από την προσωπική επαφή, τον διάλογο, τον κοινωνικό παράγοντα, αλλά και την τεχνογνωσία και τα ακαδημαϊκά εφόδια που διαθέτουν συχνά οι γκαλερίστες. Στατιστικά από την πλατφόρμα Wondeur AI, που αναλύει δεδομένα 2.700 πολύ πετυχημένων εμπορικά σύγχρονων καλλιτεχνών, αποδεικνύουν τη σημασία που έχουν οι γκαλερί στην ανάπτυξη της καριέρας τους. Με βάση τα στοιχεία αυτά οι δημιουργοί στα πρώτα βήματά τους στην αγορά στηρίζονται από την προβολή σε μη κερδοσκοπικούς χώρους, στη συνέχεια οι γκαλερί παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο και όσο εξελίσσεται η καριέρα τους η παρουσία σε μουσεία και συλλογές αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία.

Σύμφωνα με τη μελέτη της αγορά των Art Basel & UBS για το πρώτο εξάμηνο του 2021 σε 500 πολύ υψηλού εισοδήματος συλλέκτες από όλο τον κόσμο, στις προτεραιότητες τους για το επόμενο διάστημα είναι η επίσκεψη διά ζώσης σε γκαλερί και φουάρ, ενώ αύξησαν κατά μέσο όρο κατά 42% τις αγορές τους σε σχέση με πέρσι. Πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν οι νέοι συλλέκτες (Millennials) οι οποίοι ξόδεψαν έως και τρεις φορές περισσότερα από τους μεγαλύτερους. Η ζωγραφική, η γλυπτική και τα έργα σε χαρτί αντιστοιχούν στο 31% των αγορών, ενώ η ψηφιακή τέχνη κέρδισε έδαφος με αγορές στο 12% του συνόλου. Οι μισοί από τους συλλέκτες δήλωσαν στην έρευνα πως ενδιαφέρονται να αγοράσουν ψηφιακές μορφές τέχνης στον ερχόμενο χρόνο. Δεν είναι τυχαίο  ότι τα σχετιζόμενα με την τέχνη NFTs (non-fungible tokens) παρουσίασαν έκρηξη πωλήσεων μέσα στο 2021. Σύμφωνα με στοιχεία από το nonfungible.com οι αγορές art NFT υπολογίζονται σε 324 εκατομμύρια δολάρια στο πρώτο μισό του 2021.

Πολλοί μιλούν για μία παροδική «φούσκα» με σαφείς κερδοσκοπικές προεκτάσεις, για έργα που διακινούνται έξω από το σύστημα της παραδοσιακής αγοράς της τέχνης χωρίς φιλτράρισμα από ειδικούς της τέχνης. Παρόλα αυτά ντίλερ και οίκοι δημοπρασιών μπήκαν στο παιχνίδι των NFT και συχνά οι τιμές των προσφερόμενων έργων εκτινάχθηκαν σε παράλογα ύψη ακολουθώντας λογικές χρηματιστηριακού παραληρήματος. Σύμφωνα με στοιχεία των Christie’s, ο μέσος όρος ηλικίας των αγοραστών art NFT είναι 38 ετών και σχεδόν τα 75% από αυτούς είναι πρωτοεμφανιζόμενοι στην αγορά της τέχνης. Πρόκειται, άραγε, για μια παροδική μόδα που ενισχύθηκε από την ψηφιακή διάσταση που επιβλήθηκε λόγω πανδημίας και έχει απήχηση στους νέους επενδυτές-συλλέκτες ή για ένα νέο κομμάτι της αγοράς που ήρθε για να μείνει παράλληλα με την τέχνη, όπως τη γνωρίζαμε έως σήμερα;

Στην περίοδο αιχμής της πανδημίας, οι οίκοι δημοπρασιών, οργάνωναν online δημοπρασίες με έργα μικρότερης αξίας και προβολής, αφήνοντας σημαντικότερα έργα σε αναμονή για την εποχή που η φυσική επαφή και θα έδινε τη δυνατότητα για μεγαλύτερα «χτυπήματα». Με το ξεκίνημα των διά ζώσης δημοπρασιών το 2021, οι μεγάλοι οίκοι άρχισαν να βγάζουν τα βαριά χαρτιά στο προσκήνιο. Το πρώτο έργο που έσπασε το φράγμα των 100 εκατομμυρίων δολαρίων ήταν αυτό του Πικάσο Γυναίκα καθιστή κοντά στο παράθυρο που έφτασε τα 1034 εκατ. δολάρια τον περασμένο Μάιο στους Christie’s της Νέας Υόρκης. Η χρονιά συνέχισε με αρκετά έργα να πωλούνται σε υψηλές τιμές και αποδεικνύοντας ότι τα σημαντικά έργα τέχνης διατηρούν την αξία τους.

 

Ben Brown Fine Arts, Frieze 2021, Λονδίνο ©Linda Nylind/Frieze.

 Στην Ελλάδα η έλλειψη στατιστικών για το μέγεθος και την εξέλιξη της αγοράς της τέχνης, δυστυχώς, δε μας επιτρέπει να κάνουμε ασφαλείς εκτιμήσεις για το τι συνέβη στην πανδημία και ποιες είναι οι τάσεις. Είναι γνωστή η πρακτική των πωλήσεων χωρίς παραστατικά σε αρκετά μεγάλο κομμάτι της αγοράς, με αποτέλεσμα οι πωλήσεις να μην προσμετρούνται στα επίσημα μεγέθη της οικονομία και παρότι υπάρχουν ενδείξεις ότι ο πανελλαδικός τζίρος δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητος. Πολλοί εικαστικοί δε διαθέτουν ασφάλιση και έχουν χαμηλό εισόδημα, ενώ μόλις το 24% δηλώνειότι βιοπορίζεται αποκλειστικά από την τέχνη, σύμφωνα με την έρευνα, «Συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εικαστικών καλλιτεχνών στην Ελλάδα», που παρουσιάστηκε το 2020 από το MOMus (Μητροπολιτικός Οργανισμός Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης) μαζί με το Τμήμα ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και αφορά τη διετία 2016-2018. Οι καλλιτέχνες εντοπίζουν ως σημαντικότερα προβλήματα το φορολογικό καθεστώς, την περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, την αίσθηση ανασφάλειας στην καλλιτεχνική εργασία και την ελλιπή υποστήριξη από την Πολιτεία. Το οικοσύστημα των γκαλερί στην Ελλάδα εμφανίζει μεγάλες διακυμάνσεις ως προς τον επαγγελματισμό και τη δυνατότητα να υποστηρίξει τους καλλιτέχνες χτίζοντας ονόματα και καριέρες. Εκτιμάται  ότι αρκετές αξιοποίησαν με επιτυχία διάφορα ψηφιακά εργαλεία μέσα στην πανδημία, πετυχαίνοντας πωλήσεις και παραμένοντας δραστήριοι. Παρατηρείται, μάλιστα, το φαινόμενο να ανοίγουν νέες αίθουσες τέχνης και αρκετές παλαιότερες να αναπροσδιορίζουν τον ρόλο τους. Οι γνωστοί καλλιτέχνες έχουν σαφή προτίμηση από τους αγοραστές και τα έργα παλιότερων δημιουργών, που έχουν μείνει στην ιστορία της τέχνης, διατηρούν ακόμα τις αξίες τους με μικρές διακυμάνσεις προς τα κάτω. Αν οι γκαλερί έδειξαν ανθεκτικότητα στο χτύπημα της πανδημίας, οι ανεξάρτητοι χώροι και οι εναλλακτικές πρωτοβουλίες καλλιτεχνών σημειώνουν μεγάλη άνθηση στην Ελλάδα. Εκτιμάται  ότι η παρουσίαση έργων στουςπολλούς, πλέον, χώρους ενισχύει τις πωλήσεις και δίνει τη δυνατότητα σε νέους καλλιτέχνες να αποκτήσουν μερίδιο στην αγορά. Ελάχιστοι είναι οι οίκοι δημοπρασιών στην Ελλάδα που λειτουργούν με επαγγελματισμό και διαφάνεια, ενώ οι online δημοπρασίες που οργανώθηκαν την περίοδο της πανδημίας σημείωσαν ικανοποιητικές πωλήσεις, παρά τις συνθήκες και την κατά περίπτωση χαμηλή ποιότητα έργων. Οι πλούσιοι συλλέκτες παρέμειναν σχετικά δραστήριοι, στηρίζοντας δημιουργούς και εμπόρους και συχνά χρησιμοποίησαν ψηφιακά εργαλεία. Μία νεότερη γενιά αγοραστών έχει εμφανιστεί και δίνει δυναμικό παρών, κυρίως γόνοι οικογενειών με παράδοση στο «συλλέγειν», αλλά και νέοι επιτυχημένοι επαγγελματικά που αναζητούν κοινωνική αναγνώριση, μέσω της τέχνης, με τα κίνητρά τους να ποικίλουν από επενδυτικά έως φιλότεχνα. Η αλματώδης ανάπτυξη του real estate και οι νέες επενδύσεις στη χώρα μάς δίνει προοπτικές για την ανάπτυξη εταιρικών συλλογών. Οι τραπεζικές συλλογές αρχίζουν να αποκτούν νέες πολιτικές αγορών για έργα σύγχρονης τέχνης. Οι θεσμοί για την αγορά της τέχνης στη χώρα μας είναι, δυστυχώς, ανύπαρκτοι. Η ανάγκη για νέες πολιτικές για τα εικαστικά από την πλευρά της πολιτείας είναι πλέον επιτακτική και δεν αφορά μόνο το υπουργείο Πολιτισμού, αλλά απαιτείται συνεργασία με τα οικονομικά υπουργεία και με παραμέτρους αναπτυξιακούς.

Η καταιγίδα της πανδημίας δείχνει να πέρασε, με την αγορά να έχει επιδείξει ανθεκτικότητα και τους πρωταγωνιστές της να ανασυντάσσονται, προσπαθώντας να αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο και τις ζημιές. Το τοπίο, βέβαια, διαφέρει πολύ ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις αντίστοιχες επιπτώσεις της πανδημίας. Το σύνθημα «Local the new global» από ανάγκη έγινε τάση. Οι νέοι σε ηλικία συλλέκτες, οι οποίοι αρκετές φορές αγόρασαν για πρώτη φορά έργα τέχνης μέσω διαδικτύου τα τελευταία δύο χρόνια, αποτελούν ένα δυναμικό κομμάτι της αγοράς και μένει να αποδειχτεί πώς θα εξελιχθούν. Οι παραδοσιακοί όμως φιλότεχνοι–συλλέκτες (ιδιώτες και εταιρείες) που διαθέτουν οικονομική δύναμη, είναι αυτοί που στήριξαν την αγορά και θα συνεχίσουν να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος #4 της The Art Newspaper Greece (Δεκέμβριος-Ιανουάριος)

 

TAGS