Υψηλές θερμοκρασίες, γαλανά νερά, χαλαροί ρυθμοί: Το ελληνικό καλοκαίρι έχει αναχθεί σε τοτέμ φορτωμένο με προβλέψιμες ταμπέλες και χαρακτηρισμούς. Κάποιοι δημιουργοί επιχείρησαν να το προσεγγίσουν από την ανάποδη, για να εστιάσουν σε στοιχεία πέραν των συνηθισμένων.
Ο ήλιος που καίει τα πάντα
Στην ταινία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, «Suntan» (2016), το καλοκαίρι αποτελεί καθοριστικό πλαίσιο για την ανάπτυξη της ιστορίας. Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι μια εσωστρεφής φιγούρα που πηγαίνει στην Αντίπαρο για να εργαστεί ως γιατρός στην τοπική κλινική. Η αρχική ήσυχη, χειμωνιάτικη καθημερινότητά του στο μικρό νησί θα έρθει σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα που ακολουθεί μερικούς μήνες αργότερα, με την έλευση των τουριστών και την καλοκαιρινή χαλαρότητα. Όταν ο πρωταγωνιστής ερωτευτεί μια νέα και όμορφη τουρίστρια, θα βρεθεί στη δίνη της προσπάθειας να ζήσει κι εκείνος λίγο από το καλοκαιρινό όνειρο.
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, η ιδέα για την ταινία προήλθε από το βιβλίο του Μισέλ Ουελμπέκ «Η επέκταση του πεδίου της πάλης», όπου ο συγγραφέας χωρίζει τους ανθρώπους σε αυτούς που έχουν πρόσβαση στις ηδονές και σε εκείνους που δεν έχουν. Προσθέτοντας στο σκεπτικό το στοιχείο του ταξικού διαχωρισμού, κατέληξε στη δημιουργία χαρακτήρων που αυτές οι συγκρούσεις δεν τους επιτρέπουν να βρεθούν στην ίδια πλευρά της ιστορίας. Ο ίδιος πιστεύει ότι το καλοκαίρι είναι μία κατεξοχήν ηδονιστική εποχή, όπου όλοι μπορούν να περάσουν καλά, αρκεί να προσπεράσουν τον καταναλωτισμό και την πίεση που δημιουργεί: «Το “αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι” έχει πάρει τόσο μεγάλες διαστάσεις, που καταλήγει να γίνεται πηγή άγχους. Επειδή ο κόσμος καταπιέζεται δουλεύοντας εντεκάμισι μήνες για να κάνει δύο εβδομάδες διακοπές, θεωρεί ότι τότε πρέπει να του συμβούν όλα και να πάνε ρολόι, να ερωτευτεί, να κάνει σεξ, να φάει στα καλύτερα, τα νερά να είναι τέλεια τη μέρα που θα πάει στην παραλία. Στο τέλος καταλήγει να έχει περισσότερα νεύρα από όταν βρίσκεται στην καθημερινή του ρουτίνα».
Για τον ίδιο όμως, είναι η ιδανική εποχή για παρατήρηση. «Το καλοκαίρι είναι παράδεισος και κόλαση μαζί. Είναι υπέροχο, αλλά ταυτόχρονα έχει αυτήν τη ζέστη που σου λιώνει το κεφάλι. Για εμένα, που μου αρέσει να κάθομαι σε μια καρέκλα και να κοιτάω τους ανθρώπους, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος».
Η μελαγχολία της θερινής ραστώνης
«Θερμά θαλάσσια λουτρά» είναι ο τίτλος μιας συλλογής διηγημάτων του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου, που γράφτηκαν μεταξύ 1973 και 1979, και περιλαμβάνει μικρές σαν στιγμιότυπα ιστορίες, γραμμένες σε προσωπικό τόνο, με τρυφερότητα, χιούμορ και σαρκασμό. Τέσσερα από αυτά τα διηγήματα αποτέλεσαν τον πυρήνα της ομώνυμης παράστασης που παρουσίασε η ομάδα Nova Melancholia στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου το 2017. Μεταπλάθοντας την ατμόσφαιρα των ιστοριών με στοιχεία performance, δημιούργησε μια αφήγηση σε χαλαρό ειρμό, όπου η ζέστη και η καλοκαιρινή ραστώνη είναι διάχυτες.
Ο Βασίλης Νούλας, σκηνοθέτης και ιδρυτικό μέλος της ομάδας, εξηγεί ότι επέλεξαν να προσεγγίσουν το θέμα με νοσταλγική και μελαγχολική διάθεση, χρησιμοποιώντας μια πληθώρα αναφορών που οπτικοποιούν το ελαφρά ειρωνικό ύφος των κειμένων, αλλά, παράλληλα, λειτουργούν ως ένα σύμπλεγμα αναμνήσεων παλαιότερων καλοκαιριών (πώς αλλιώς, άλλωστε, θα μπορούσαν να συνυπάρξουν η γέννηση της Αφροδίτης, τα τραγούδια της ταινίας «Orfeu Negro», τα καρπούζια και η εμφάνιση της Νάνας Μούσχουρη ανάμεσα σε ποτιστικά συστήματα). Πίσω από τη χαρά και τον ερωτισμό όμως ελλοχεύουν σκοτεινά στοιχεία, ακόμη και ο θάνατος, όπως αναφέρεται στην ιστορία με τον νεαρό κολυμβητή που σκοτώνεται σε ένα ατύχημα μέσα στη θάλασσα.
Για τον ίδιο τον Νούλα, το καλοκαίρι είναι συνδεδεμένο με την πλήξη, σαν τον «καταναγκαστικό ύπνο των μεσημεριών της παιδικής ηλικίας», αλλά και με την αίσθηση ενός βάρους. «Το καλοκαίρι είναι μια ακραία εποχή, το βλέπεις και στη φύση, στο ξερό τοπίο των Κυκλάδων, στις καλοκαιρινές πυρκαγιές, στο κάψιμο του ήλιου, στα εκζέματα, στο σάπισμα των φρούτων, όλα είναι στο όριό τους. Και ο Λόρκα αυτό έλεγε, όταν έγραφε για τον κατακόρυφο ήλιο του μεσημεριού στη Σεβίλλη, που τα καίει όλα και είναι σαν θάνατος».
Η καθημερινότητα των Λουόμενων
Στη σύγχρονη μαζική κουλτούρα, οι διακοπές είναι συνυφασμένες με ταξίδια σε εντυπωσιακούς προορισμούς, αισθησιακά σώματα και όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που συνθέτουν τη διαφημιστική εικόνα του ελληνικού καλοκαιριού. Στον αντίποδα, βρίσκονται εκείνες οι, παλιότερου τύπου, διακοπές που ήταν συνδεδεμένες με έναν τόπο και την –επιδιωκόμενη– ασφαλή ρουτίνα που δημιουργεί η σταθερή επαναφορά σε αυτόν.
Στο ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή οι «Λουόμενοι» (2008) καταγράφονται οι ιστορίες ανθρώπων που επισκέπτονται κάθε χρόνο τα ιαματικά λουτρά σε γνωστές λουτροπόλεις της Ελλάδας, όπως τα Μέθανα, η Αιδηψός και η Ικαρία.
Στα 46 λεπτά των «Λουόμενων», παρακολουθούμε την ιεροτελεστία φροντίδας του σώματος που ακολουθούν οι συμμετέχοντες, αλλά και την κοινωνικοποίηση που συντελείται μέσω αυτής, καθώς οι ίδιοι άνθρωποι συναντιούνται κάθε χρόνο όχι μόνο για τα λουτρά, αλλά και για να περάσουν μαζί το καλοκαίρι. Αυτού του είδους η συλλογική κίνηση δημιουργεί ιδιόμορφες εποχιακές κοινότητες με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε αυτές τις περιοχές, όπου μαζεύονται κυρίως συνταξιούχοι.
Με πολύ χιούμορ και ιδιαίτερη ζωντάνια, οι πρωταγωνιστές απολαμβάνουν την ετήσια συνάντησή τους, ενώ η κάμερα τους ακολουθεί στην καθημερινότητά τους, στο λασπόλουτρο, στα ιαματικά λουτρά, στις πολιτικές αντιπαραθέσεις στην αυτοσχέδια μικρή βουλή της Αιδηψού, στις συζητήσεις στις παρέες, σε έναν περίγυρο όπου κυριαρχεί μια αναπάντεχη αίσθηση χαλαρότητας και όλα γίνονται με διάθεση σχεδόν εφηβική, τονίζοντας μια δυναμική και άγνωστη πτυχή της τρίτης ηλικίας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος #2 της The Art Newspaper Greece (Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2021)