Ιδεολογικές μετατοπίσεις και μαζική στέγαση.
Απο τον Στάυρο Μαρτίνο
Το αποτύπωμα που άφησε η εγκατάσταση 1.500.000 προσφύγων στο χτισμένο περιβάλλον της Ελλάδας, ως αποτέλεσμα της έκβασης της Μικρασιατικής Εκστρατείας του 1922, δεν μπορεί να «αποτιμηθεί» παρά μόνο μέσα από επιλεγμένα –αρχιτεκτονικά– παραδείγματα που σκιαγραφούν τη μεγαλύτερη εικόνα: Μετά το 1922, η Ελλάδα είναι μια άλλη χώρα. Εφόσον μιλάμε για την αρχιτεκτονική την οποία σχεδιάζουν και υλοποιούν αρχιτέκτονες, οι αλλαγές που εντοπίζονται μετά το ’22 αφορούν κυρίως την αφομοίωση του πολιτισμικού σοκ, που ήρθε μαζί με το πληθυσμιακό και το οικονομικό. Κανένας αρχιτεκτονικός σχεδιασμός δεν θα μπορούσε να είχε ανταποκριθεί αποτελεσματικά σε μια τέτοια ποσοτική και ποιοτική πληθυσμιακή μεταβολή, από την άποψη της επίλυσης του στεγαστικού προβλήματος, σε κανένα μέρος του κόσμου. Το στεγαστικό στην Ελλάδα, τόσο μετά τη Μικρασιατική Εκστρατεία όσο και αργότερα, μετά τον Εμφύλιο, λύθηκε αποτελεσματικά χωρίς αρχιτέκτονες, επειδή το κράτος, εγκαίρως, αποσύρθηκε αφήνοντας ελεύθερη την αυτοστέγαση και την αντιπαροχή σε μια αγορά μικροκατασκευαστών οι οποίοι είχαν απολύτως πρακτικά ζητήματα να αντιμετωπίσουν, δουλεύοντας με πολύ μικρά μεγέθη, σε πολύ μεγάλη έκταση, με εντυπωσιακή ταχύτητα. Επτά χρόνια μετά την «Καταστροφή», το πολιτικό εργαλείο που επέτρεψε την ενσωμάτωση των προσφυγικών ροών ήταν ο Νόμος 3741/1929, «Περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους»: Η γένεση της πολυκατοικίας, η οποία δημιούργησε μια νέα ελληνική κοινωνία, με καινούργια χαρακτηριστικά. Αυτή η συνθήκη, ως βασική «κληρονομιά» του 1922, είναι που γίνεται σήμερα αντιληπτή, βιωματικά, σε ολόκληρο το χτισμένο τοπίο της χώρας.
Η μαζική στέγαση ως αντικείμενο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού: Η ιδεολογία του Μοντέρνου Κινήματος
Η ελληνική αρχιτεκτονική, βέβαια, δεν έμεινε ανεπηρέαστη από το ’22. Για την ακρίβεια, επηρεάστηκε και εκείνη, βαθιά, όπως οι υπόλοιπες τέχνες. Είναι όμως σημαντικό, εξαρχής, να εντοπίσουμε το αντικείμενο της αρχιτεκτονικής που αφορά την επίλυση στεγαστικών αναγκών, ανάμεσα σε πραγματικότητα και σε ιδεολογία.
Στις αρχές του 20ού αιώνα, ανάμεσα σε διαδοχικούς πολέμους, η αρχιτεκτονική στην Ευρώπη διεκδικεί ρόλο στη μαζική, σχεδιασμένη στέγαση, αξιοποιώντας βιομηχανικές τεχνικές και υλικά ώστε να ενσωματώσει τη θεωρούμενη αποτελεσματικότητά τους, φέρνοντάς τη στον τομέα της οικοδομής. Υπάρχει ήδη, δηλαδή, γύρω στο 1922 μία αρχιτεκτονική ιδεολογία σε πλήρη ανάπτυξη, η οποία έχει ως αποδέκτες τα πλήθη των βιομηχανικών εργατών που συνέρρεαν στις πόλεις διαμένοντας σε άθλιες συνθήκες, ενώ έχει δουλευτεί σε αυτό το πνεύμα πλήθος σχεδιασμένων και χτισμένων παραδειγμάτων, αρκετά από τα οποία είναι μεγάλης αρχιτεκτονικής αξίας. Το (αρχιτεκτονικό) σύνθημα που συνοψίζει τη συγκεκριμένη ιδεολογική στροφή είναι και αυτό δάνειο από τη βιομηχανία: «Λειτουργικότητα». Σε αυτό το πλαίσιο, περνούν σε δεύτερη μοίρα σημαντικές πτυχές της αρχιτεκτονικής, όπως για παράδειγμα η μνημειακότητα ως διαχείριση συμβόλων, καθώς και μια χειροτεχνική διάσταση στον σχεδιασμό και την εκτέλεση τέτοιων διακοσμητικών λεπτομερειών, που είναι φορείς νοήματος. Ο εν τω γεννάσθαι αρχιτεκτονικός μοντερνισμός, ιδεατά, θα μπορούσε να χτίζεται με τεμάχια τυποποιημένης, βιομηχανικής παραγωγής, όπως τα αυτοκίνητα – γρήγορα, οικονομικά, λειτουργικά. Ιδεατός εργοδότης, πάλι, γινόταν ολοένα και περισσότερο κάποιου είδους κράτος (ενίοτε, ολοκληρωτικό) και όχι κάποιος ιδιώτης με ανάγκες ατομικής προβολής.
Περνώντας από το γενικό στο ειδικό, για να καταλάβουμε τι συνέβη με την ελληνική αρχιτεκτονική πριν και μετά το 1922, αξίζει να σταθούμε σε δύο παραδείγματα σχεδιασμένα από αρχιτέκτονες, με ανάθεση από το κράτος. Το πρώτο αφορά ένα θεσμικό κτίριο της Ελληνικής Διοίκησης, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε: την έδρα του νέου «Πανεπιστημίου Ιωνίας» στη Σμύρνη, σε σχέδια του Αριστοτέλη Ζάχου. Το δεύτερο αφορά προσφυγική στέγαση σχεδιασμένη και χτισμένη μεταπολεμικά στην Ελλάδα, από τον Άρη Κωνσταντινίδη. Προφανώς τα μεμονωμένα αυτά αρχιτεκτονικά έργα δεν καλύπτουν το φάσμα της αλλαγής που έφερε στην Ελλάδα η έλευση των προσφύγων, ορίζουν όμως σημαντικές μετατοπίσεις στην αντίληψη του κράτους για την αρχιτεκτονική, μέσα στο πλαίσιο των πραγματικών της δυνατοτήτων, οι οποίες δεν είναι αμελητέες.
Αρχιτεκτονική αναπαράσταση της Ελλάδας στη Σμύρνη: Το «Πανεπιστήμιον Ιωνίας»
Η έρευνα της Δρ. Καλλιόπης Αμυγδάλου πάνω στην παράλληλη κατασκευή της τουρκικής Σμύρνης και της ελληνικής Θεσσαλονίκης, μετά τις πυρκαγιές που κατέστρεψαν τις δύο αντίστοιχες οθωμανικές πόλεις, ανέσυρε ένα εκπληκτικό εύρημα από το αρχείο του αρχιτέκτονα Αριστοτέλη Ζάχου (Καστοριά 1871 – Αθήνα 1939): Τα σχέδια για το «Πανεπιστήμιον Ιωνίας» στη Σμύρνη, το πρώτο θεσμικό κτίριο της Ελληνικής Διοίκησης μετά την προσάρτηση του 1919. Θα ήταν το δεύτερο πανεπιστήμιο του ελληνικού κράτους, μετά από εκείνο της Αθήνας (το «Αριστοτέλειο» Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1925, δεκατρία χρόνια μετά την προσάρτηση της πόλης στην Ελλάδα και έξι χρόνια μετά την απόπειρα ίδρυσης του Πανεπιστήμιου Ιωνίας), και, ως τέτοιο, έφερε τεράστιο ιδεολογικό φορτίο. Όπως γράφει η ίδια, ως έδρα του Πανεπιστημίου είχε επιλεγεί το κτίριο του Kiz Lisesi (Γυμνάσιο Θηλέων) το οποίο είχε αρχίσει να χτίζεται από το Οθωμανικό Κόμμα Ενώσεως και Προόδου στη θέση ενός εβραϊκού νεκροταφείου και είχε μείνει ημιτελές. Το κτίριο ήταν ορθογώνιο και συμμετρικό, στο πνεύμα της αρχιτεκτονικής της Beaux-Arts, με μορφολογικά στοιχεία «οθωμανικής αναβίωσης», ένα οθωμανικό ανάλογο του ελλαδικού νεοκλασικισμού, το οποίο μετέπειτα υιοθετήθηκε ως «τουρκικό» αρχιτεκτονικό στυλ από τους Τούρκους εθνικιστές. Χαρακτηριστικό ήταν το μαρμάρινο πρόπυλο, με οξυκόρυφες αψίδες και κιονόκρανα που παρέπεμπαν σε ισλαμικά τεμένη, καθώς και άλλα μορφολογικά στοιχεία, όπως το έντονο γείσο και οι ξύλινες αντηρίδες που το στήριζαν. Σε φωτογραφία του 1919, τα πράγματα γίνονται παράδοξα στην αρχιτεκτονική επιφάνεια πίσω από το πρόπυλο, με παράθυρα που έχουν στέψη με ημικυκλικές αψίδες, ανάμεσα σε ζώνες διακοσμητικής τοιχοποιίας με τούβλα, κατά τα βυζαντινά πρότυπα. Εικάζεται ότι η Ελληνική Διοίκηση είχε αρχίσει να επεμβαίνει μορφολογικά στις σημαντικότερες όψεις του κτιρίου, κάνοντας το «οθωμανικό» πρόπυλο να μοιάζει ξένο. Ο Ζάχος, συγκεκριμένα, είχε σχεδιάσει εντελώς νέο πρόπυλο, με ημικυκλικές αψίδες, Θεοδοσιανά κιονόκρανα, έναν περίβολο με δωρικούς κίονες και δύο ελεύθερες ιωνικές κολόνες μπροστά στην είσοδο, με αγάλματα του Απόλλωνα και της Αθηνάς, ακριβώς όπως στο κτίριο της Ακαδημίας Αθηνών του Θεόφιλου Χάνσεν. Βλέπουμε, δηλαδή, πώς το ελληνικό κράτος, συνεχίζοντας την παράδοση του 19ου αιώνα, αντιλαμβάνεται την αρχιτεκτονική ως συμβολικό σύστημα με διακοσμητικά στοιχεία που φέρουν νοηματικό φορτίο, αναπαριστώντας στη δεδομένη περίπτωση την «εθνική ιστορία».
Ο Αριστοτέλης Ζάχος, σχεδιάζοντας το πρώτο ελλαδικό κτίριο στη Σμύρνη, διαχειρίζεται μια «ελληνικότητα» που επαναδιατυπώνει στον 20ό αιώνα την Αθήνα του 19ου, εμπλουτίζοντας τον νεοκλασικό της χαρακτήρα με στοιχεία «βυζαντινά», μιας και η συγκεκριμένη περίοδος, μέσα στον έναν αιώνα ύπαρξης της Ελλάδας, είχε ενσωματωθεί στο εθνικό αφήγημα, από όπου απουσίαζε όταν σχεδιαζόταν η πρωτεύουσα. Εάν ο Ζάχος (και, κατ’ επέκταση, το κράτος) δεν κατάφερε στη Σμύρνη να χτίσει μια «βυζαντινή ελληνικότητα», το έκανε στη Θεσσαλονίκη, αναστυλώνοντας τον Ναό του Αγ. Δημητρίου και συνεισφέροντας στον σχεδιασμό του άξονα της Αριστοτέλους.
Χτίζοντας τη Νέα Ελλάδα: Προσφυγικές κατοικίες του Άρη Κωνσταντινίδη
Τα λιγοστά σχεδιασμένα προσφυγικά συγκροτήματα στις ελληνικές πόλεις είναι σημαντική αρχιτεκτονική κληρονομιά, από τα ελάχιστα παραδείγματα οργανωμένης δόμησης στη χώρα. Το κράτος, συμβάλλοντας στη λήθη της «Μεγάλης Ιδέας» και των συμβολισμών της, είχε υιοθετήσει ήδη από την κυβέρνηση Βενιζέλου του 1928-32 μια αρχιτεκτονική μοντέρνα, «ανεικονική», αρχικά για τα νέα δημόσια κτίρια, όπως τα σχολεία. Αν τα πρώτα μοντέρνα «Προσφυγικά», εκείνα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας (1933-35) σε σχέδιο του Κίμωνα Λάσκαρι, ήταν ένα μεμονωμένο μεσοπολεμικό παράδειγμα μέσα στην Αθήνα, μεταπολεμικά, με την ίδρυση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας το 1954, το κράτος ασχολήθηκε συστηματικότερα με τη στέγαση των προσφύγων, αναπαριστώντας με αρχιτεκτονική την ιδεολογία της αποτελεσματικότητάς του στην κάλυψη των στεγαστικών αναγκών. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι, στη γλώσσα του κράτους για την οργανωμένη στέγαση, «εργάτες» και «πρόσφυγες» είναι όροι που μπλέκονται. Το ότι η κρατική συνεισφορά ήταν σταγόνα στον ωκεανό της αντιπαροχής και της αυτοστέγασης δεν μειώνει την αρχιτεκτονική αξία αυτών των κτιρίων, με χαρακτηριστικότερα, μάλλον, αυτά που σχεδιάστηκαν και χτίστηκαν από τον Άρη Κωνσταντινίδη (Αθήνα, 1913-1993). Ο Άρης Κωνσταντινίδης, έχοντας σπουδάσει στο Μόναχο (1931-36), ήταν από την αρχή εξοικειωμένος με τη μοντέρνα αρχιτεκτονική και τη λογική της προκατασκευής και τυποποίησης που πλησιάζει τη βιομηχανία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, παρατήρησε με προσοχή τις προσφυγικές κατοικίες της αυτοστέγασης, όπου εντόπισε στοιχεία αυθεντικότητας που είχαν προκύψει μέσα από βασικές ανάγκες, χωρίς καμία επιθυμία «αναπαράστασης». Τον απασχολούσε η σοφή διάρθρωση των χώρων ζωής σε κλειστούς, υπαίθριους και στεγασμένους (ημιυπαίθριους), καθώς και ο ορθολογισμός της κατασκευής. Χτίζοντας αργότερα πάνω σε αυτό το πρότυπο σχεδιασμένα προσφυγικά συγκροτήματα πολυκατοικιών στη Νέα Φιλαδέλφεια, τον Άγιο Ιωάννη Ρέντη και το Ηράκλειο Κρήτης, ο Κωνσταντινίδης χτίζει μια «άλλη» ελληνική ταυτότητα, χωρίς να προσφεύγει σε σύμβολα, όπως για παράδειγμα ο Ζάχος ή οι επίγονοί του. Για την ακρίβεια, θεωρεί ότι επαναφέρει μια «αυθεντική» ελληνικότητα, ανεπιτήδευτη, όπως την εντόπισε στα αυτοσχέδια προσφυγικά, αλλά και σε πλήθος «ιστορικών» παραδειγμάτων τα οποία φέρνει στο ίδιο επίπεδο, αποσιωπώντας δεδομένα τόπου, χρόνου και περιεχομένου. Βεβαίως, η αρχιτεκτονική του Κωνσταντινίδη, μέσα στην εκφραστική της λιτότητα και την κατασκευαστική της συνέπεια, στην πραγματικότητα είναι αρκετά πιο λόγια, ενώ δεν της λείπει το συμβολικό φορτίο, το οποίο όμως δεν αποδίδεται με εικόνες (διακόσμηση) αλλά αφαιρετικά, μέσα από ρυθμούς και καλά μελετημένες αναλογίες. Στη ρυθμική επαναληπτικότητα των κατασκευαστικών του σκελετών από μπετόν βρίσκεται μεγάλο μέρος της ποιητικής του έργου του, στοχεύοντας να αναδείξει τα κοινά και κύρια πολιτισμικά χαρακτηριστικά των κατοίκων σε ένα πιο βαθύ επίπεδο, σαν μουσική, στην κυριολεξία πίσω από την επιφάνεια.
Πέρα από το δίπολο
Η παραβολή του Αριστοτέλη Ζάχου με τον Άρη Κωνσταντινίδη είναι ένα ερμηνευτικό εργαλείο το οποίο ορίζει τη θεσμική θέση της αρχιτεκτονικής ανάμεσα σε μια συμβολική αναπαράσταση, με όρους στυλ του 19ου αιώνα, και σε μια μοντέρνα, με όρους του 20ού. Ακόμα και παραδείγματα αναχρονιστικά, όπως η νεοκλασική, ιωνικού ρυθμού Εστία Νέας Σμύρνης, σε σχέδιο του Ιωάννη Παυλίδη από τη δεκαετία του ’60, βρίσκουν τη θέση τους μέσα σε αυτό το σχήμα. Το σημαντικό σήμερα, 100 χρόνια μετά το 1922, είναι ότι, για να καταλάβουμε το τι συμβαίνει με το καθημερινό μας χτισμένο περιβάλλον στην Ελλάδα, η εξέταση της αρχιτεκτονικής που έγινε από αρχιτέκτονες δίνει περιορισμένες απαντήσεις και μάλλον βρίσκεται σε απόλυτο συντονισμό με τις αντίστοιχες εξελίξεις στην Ευρώπη και τον κόσμο. Πολύ ενδιαφέρον αντικείμενο μελέτης προς την άλλη κατεύθυνση δείχνει να είναι η αντιπαροχή, εκεί όμως τα ερμηνευτικά σχήματα είναι αλλιώτικα και τώρα μόλις παράγονται. Οι καρποί αυτής της έρευνας πιθανότατα δεν προλαβαίνουν τη φετινή επέτειο, όμως έρχονται σύντομα και μας αφορούν, όχι μόνο για να καταλάβουμε τι συνέβη χθες, αλλά κυρίως για το τι κάνουμε αύριο το πρωί.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 8 του The Art Newspaper Greece